Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Μια πρωτοχρονιά…

 Διήγημα του Εμμανουήλ Λυκούδη 

«Είχαν περάσει απάνω από είκοσι χρόνια, αφότου είχε τελειώσει ο αγών της Απολυτρώσεως. Και ο τόπος με όλες του τις δυνάμεις προσπαθούσε να αναστηθή. Μα όλα του έλειπαν. χρήματα, πιστώσεις, εμπόριο με τα ξένα, που του ήταν όλως διόλου αδύνατο, 
Αλλά η τροφός του με το αστείρευτο γάλα της, αληθινή στοργική παραμάννα, ήταν εκεί στη μέση του Αιγαίου… η Σύρα. Από το τέλος ακόμη του Αγώνος είχε προχωρήσει στην ακμή, σε όλες τις μορφές, με χρήματα άφθονα του ευρωπαϊκού χιώτικου εμπορίου, ακόμα και με επαγγελματική εκπαίδευση, εμπορική και ναυτική σχολή, που τις εσύστησε ο Καποδίστριας, ο μέγας της Ελλάδος Κυβερνήτης. 
Σ’ αυτή την εποχή ήταν ακόμη στην αρχή της ακμής της. Δεν την χωρούσαν πια η παραλία και οι ίσιοι δρόμοι. Και ανέβαινε με τον οργασμό που ανεβαίνουν τα δένδρα στις τροπικές χώρες, ανέβαινε στα Βαπόρια, στο Βροντάδο, στην Ανάστασι, παντού…

 Ήταν δειλινό. δειλινό παραμονής της πρωτοχρονιάς, μα σκούρο και μελαγχολικό, με ένα ψιλοβρόχι που το σκόρπαε με δύναμι, σαν το τουφέκι τα σκάγια, ο πονέντες…

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Το ακριβό μας δώρο

Γράφει: Ο Βαγγέλης Περρής


"Το Δημαρχείο φωταγωγημένο. Η πλατεία γεμάτη. Ο κόσμος συναντάει τα Χριστούγεννα στα μαρμάρινα σκαλιά. Φυσάει το γνώριμο αεράκι που οδηγεί στο παρελθόν… 
Σπίτι στρωμένο με χαλιά και κουρελούδες. Λαμπάκια που αναβοσβήνουν. Το σκοτάδι χάνεται, η πρωινή άχνα θολώνει τα τζάμια. Πάνω τους ζωγραφίσουμε καμπανούλες με το δάχτυλο. Εκκλησία, χρυσά άμφια και μελωδίες. Άντρες με σκούρα ριγέ κοστούμια και παπούτσια που τρίζουν. Ασπρισμένα σκαλιά. Νερό στα μαλλιά. Χτένισμα. Κολόνια. 
Η γιαγιά ανοίγει το μαντηλάκι της και χαρίζει ασημένια εικοσάρικα. Αγκαλιές. Σόμπα. Το «Μίκυ Μάους» με το χρυσό εξώφυλλο. 
Φυλλαράκια από φακές μέσα στα σπιρτόκουτα. Υποδύονται την πυκνή βλάστηση της φάτνης. Πλαστικά γαϊδουράκια που μυρίζουν απορρυπαντικό. Ο Χριστούλης απλώνει τα χεράκια του. Υποδέχεται τη μύτη μας που αγγίζει τη χάρτινη είσοδο της σπηλιάς. Χαρτονένια αστέρια γεμάτα χρυσόσκονη. Χρωματιστές διαφάνειες στο βιου-μάστερ. 
Η χορωδία του Δημοτικού. Κέρματα που πέφτουν σε κουτί από χαλβαδόπιτες. Ο Γιάννης μας τραγουδάει τραβώντας τα κοντά του παντελόνια. 
Ο παππούς σταυρώνει το ψωμί. Ιστορίες από το Mποντρούμ. «Αλικαρνασσός» λέγεται. Ήχοι κεχριμπαρένιου κομπολογιού. Χέρια γεμάτα άχνη. «Αφρό τους έκανες τους κουραμπιέδες». Αγωνία για το ποδοσφαιράκι με τους λαστιχένιους ποδοσφαιριστές. 
Θα γίνει φέτος το θαύμα; Κουκούλωμα με κουβέρτες. Η ίδια ζεστασιά τώρα βρίσκεται στις αγκαλιές. Τις ανταλλάσσουμε μεταξύ μας με φόντο το νησί μας, το ακριβό μας δώρο!" 

 ΠΗΓΗ: «ΣΥΡΙΑΝΟ panorama»  
Τεύχος 8 – Χειμώνας 2016-2017

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

«Φαρμακείον Εκστρατείας»

(Μικρό απόσπασμα) 

«…Σε κάθε σπίτι που ζήσαμε, αφήνουμε μέσα του κάτι από την ανάσα μας, την όψη μας και τη φωνή μας. Όλα έχουν εισχωρήσει βαθιά μέσα στις αόρατες φλέβες και τις ρωγμές των τοίχων, στα συρτάρια της εντοιχισμένης ντουλάπας και της κουζίνας. 
Ακόμη κι αν οι τοίχοι βαφτούν και ξαναβαφτούν, ακόμη κι αν τα συρτάρια πλυθούν και απολυμανθούν, πάντα θα εμφανίζεται η μορφή μας για ελάχιστες στιγμές, σαν αρνητικό φωτογραφίας, κάτι που θα το βλέπουν μόνο τα μικρά παιδιά και θα γελούν μονάχα τους με τα παιχνίδια του χρόνου και των μεγάλων και πάντα θ’ ακούγεται η άρρωστη φωνή μας, ιδίως τις άγριες ώρες της νύχτας, όταν ζητούσαμε βοήθεια και δεν ήταν κανένας δίπλα μας… 

…Τώρα ο Ηλ  πριν φύγει απ’ αυτό τον τόπο, τη ρίζα του, τον οποίο επισκέφτηκε για δεύτερη φορά ύστερ’ από χρόνια, σαν ανάσα εκδρομής, μόνο για δέκα ώρες, χωρίς να προλάβει να επισκεφθεί τους ανθρώπους που ήθελε, αν ζούσαν ακόμη, στέκεται μπροστά σ’ αυτό το ίδιο σπίτι, στην ίδια πόρτα, χωρίς να ξέρει τη συνέχεια του καβγά και τι αντίκτυπο είχε εκείνο το απελπισμένο, δυνατό χτύπημά του με το ρόπτρο, που τώρα ήταν μες στην οξείδωση.

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

11 λόγοι να ερωτευτείς

κάποιον που διαβάζει

Γράφει η Λουκία Μητσάκου 

1. Γιατί δεν του αρέσει να παίζει παιχνίδια
Γιατί δεν νιώθει την ανάγκη να υποδυθεί κανέναν χαρακτήρα- τους έχει όλους στα βιβλία του. Γιατί πιστεύει τον Oscar Wilde όταν λέει «Να είσαι ο εαυτός σου. Όλες οι άλλες θέσεις είναι πιασμένες». Θα σου μιλήσει ευθέως και θα σου πει την αλήθεια κατάμουτρα. Και όποιος αντέξει.
2. Γιατί πιστεύει στις δεύτερες ευκαιρίες
Ο βιβλιόφιλος ξέρει πως όλα έχουν αρχή και τέλος και πως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Πιστεύει, όμως, στα sequels και στις δεύτερες ευκαιρίες. Ακόμα και αν μια ιστορία τελειώσει, μπορεί να ξεκινήσει μια καινούρια με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Ξέρει πως κανένας ήρωας δεν είναι τέλειος και οι ατέλειές του είναι αυτές που τον κάνουν μοναδικό. Μαζί του μπορείς να κάνεις λάθη και να βρεις τη συγχώρεση που ψάχνεις.
3. Γιατί μαζί του μπορείς να είσαι ο εαυτός σου
Ο βιβλιόφιλος ξέρει πως ο άνθρωπος εξελίσσεται όσο περνάει ο καιρός και δεν τον ενοχλεί αν δεν είσαι ακόμα όσα ονειρευόσουν να γίνεις. Ξέρει να περιμένει και σε προκαλεί να τολμήσεις όσα φοβάσαι για να γίνεις ο ήρωας που ονειρεύεσαι.
4. Γιατί μαζί του μαθαίνεις καινούρια πράγματα 
Πάντα θα έχει να σου πει μια ιστορία που δεν έχεις ξανακούσει, μια ιστορία που διάβασε, μια ιστορία που αγάπησε ή που μίσησε. Πάντα θα ακούσεις κάτι καινούριο και ποτέ δε θα σε αφήσει να βαρεθείς. Πιστεύει πως το σύμπαν δεν είναι φτιαγμένο από άτομα αλλά από πολλές πολλές μικρές ιστορίες. Πίστεψέ το και συ.
5. Γιατί ξέρει να ονειρεύεται 
 Προσπαθεί να κάνει τη ζωή του να μοιάζει κάθε μέρα και λίγο περισσότερο με το αγαπημένο του βιβλίο. Ας ελπίσουμε μόνο πως αυτό δεν είναι δράμα και πως έχει happy ending. Αλλιώς το δράμα θα το ζήσετε παρέα.
6. Γιατί ξέρεις πώς να τον κάνεις ευτυχισμένο 
Έχει γενέθλια, γιορτή, περνάει δύσκολα; Είναι εύκολο να τον ευχαριστήσεις. Ένα βιβλίο πάντα θα του φτιάξει το κέφι και θα νιώσει πως τον καταλαβαίνεις περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Γι’αυτόν τα λόγια είναι αγάπη. Έτσι απλά.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Ένα παιδί μιλάει στ’ άστρα…

Άσχημος καιρός σήμερα, «ο αέρας φυσάει σα γύφτος»**, ψιθύρισε. Πήρε ένα βιβλίο -«Ανθολόγιο Λογοτεχνίας» ο τίτλος του- και κάθισε δίπλα στο παράθυρο για να βλέπει στο δρόμο. Ψυχή δεν κυκλοφορεί… Μόνο ένα παιδί καθισμένο στο πεζοδρόμιο, κάτι δείχνει να περιμένει. Από τα ρούχα και το πολύχρωμο σκουφάκι του καταλαβαίνει πως είναι μικρό κορίτσι, ίσως ένα από τα προσφυγόπουλα που φιλοξενούνται τις τελευταίες μέρες στο παλιό στρατόπεδο. Μα, τούτο πάλι, τι γυρεύει μόνο του; Δεν έχει γονείς να το αναζητήσουν; Αναρωτήθηκε κι άνοιξε το βιβλίο…
«Οι αέρηδες είναι ακόμα μαλακοί... Δε θέλουν σύννεφα μαζί τους, πάνε ανάλαφροι σαν ξυπόλυτα παιδιά. Να, σαν κι αυτό το ξυπόλυτο παιδί που τρέχει απόψε πάνω στο δρόμο που φέρνει στην πόλη. Τρέχει, γιατί κρυώνει και γιατί το σπρώχνει ο αέρας σαν κουρελάκι…»**
Ανασήκωσε το κεφάλι, το παιδί είναι στην ίδια θέση. Έχει στραμμένο το κεφάλι ψηλά, ποιος ξέρει, ίσως περιμένει να δει τ’ άστρα να φέγγουν το ένα μετά το άλλο. Ξαφνιάζεται, όταν το βλέπει να στρέφει το βλέμμα προς το παράθυρό του. Έχει μεγάλα μάτια, εκφραστικά σαν να θέλουν να πουν πολλά, αλλά δε βρίσκουν σε ποιον… «Κοριτσάκι, μεγάλα μάτια – τί μεγάλα! – σὲ ποιό οὐρανό χαμογελᾷς; Τί βλέπεις πίσω ἀπὸ τὰ μάτια μας;..»***

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

«Βήματα απλά …ταξιδεμένα»

Γράφει η Μαρία Κρόντη

 Τα φώτα λαμπύριζαν στα Λαζαρέτα… Εκείνες τις μέρες ήταν αρκετό το κρύο. Όλοι άρχισαν να φορούν τα χειμωνιάτικα. Απότομα έφυγε το καλοκαίρι, θα έλειπε για αρκετές μέρες η «καλοσύνη»…όπως έλεγαν οι Συριανοί, όταν ο καιρός ήταν καλός και η θάλασσα γαλήνια. Άλλωστε οι εποχές ήταν δύο πια. Καλοκαίρι και χειμώνας. Η Σοφία συνέχιζε τα μπάνια στ’ «Αστέρια». Περίμενε την επόμενη «καλοσύνη» για να βουτήξει. Τι αναζωογόνηση τα μπάνια του φθινοπώρου, τι λύτρωση. Με πόση αισιοδοξία γέμιζε το μυαλό και το σώμα πως ζωντάνευε. Τ’ αγαπημένα ταξίδια της ήταν αυτά στη φύση - τη φύση στο νησί της, την είχε αγαπήσει - στο διάβασμα…
 Αγαπούσε τη λογοτεχνία. Γι’ αυτό της άρεσε και να γράφει… οι λέξεις γέφυρες αναζήτησης, σκέψης, σιωπής, βάλσαμο στη μοναξιά της, που ωραία ήξερε να ζήσει. Ονειρευόταν… κι άλλα ταξίδια… Ήθελε να γνωρίσει μέρη… όχι μόνο μέσα απ΄ τα βιβλία, αλλά και μέρη σημερινά, πραγματικά όχι φανταστικά, κι ανθρώπους απλούς, αυθεντικούς, αληθινούς… με τις αυθόρμητες συμπεριφορές τους, τις απλότητες τους, τις καθημερινές φιλοσοφίες τους. Οι πονηροί ξεχώριζαν… οι αληθινοί ξεχώριζαν ακόμη περισσότερο… Θυμήθηκε τη Φολέγανδρο… όταν την είχε επισκεφτεί…
 Ορκίστηκε να ξαναπάει. Πόση ομορφιά… σ’ αυτό το νησί… κι ανθρώπους καλούς είχε συναντήσει, αυθεντικούς, μ’ αγάπη για τον τόπο τους, τους χορούς, τα τραγούδια τους… Το βήμα τους… στο χορό (!) πόση εντύπωση της είχε κάνει εκείνο το βήμα τους… πόσο σεμνό, πόσο απλό, μέσα από αργή μαέστρικη κίνηση του σώματος, σχεδόν επί τόπου, πόσο διακριτικό, μ’ ένα μικρό σουστάρισμα που έδινε στο κορμί κάτι ανάλαφρο… βγαλμένο κατευθείαν από την ψυχή, χωρίς διάθεση εντυπωσιασμού, περιττά στολίδια…

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Ο Άι Νικόλας και το τιμόνι...

Υπέροχη διήγηση 
που διέσωσε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας

 "Tο καράβι είναι κατασκεύασμα των διαβόλων. Έκαμαν ένα τρικούβερτο ξύλο κι εβγήκαν διαλαλητάδες σ' όλη τη γη: Eμπρός ελάτε ψυχές στριμμένες, παθιασμένοι κόσμοι, μάτια κλεισμένα στο μυστήριο, ελάτε μέσα και θα το γνωρίσετε αμέσως! Kαι αμέσως τα μάτια τα κλειστά, οι παθιασμένοι κόσμοι, οι στριμμένες ψυχές έτρεξαν κοπάδι από της γης τα πέρατα, κατέβηκαν στην ακρογιαλιά, εμπήκαν στο καράβι. Tι τόπους θα χαρούν, τι χαρές θα γνωρίσουν, πόσα χρήματα θα βγάλουν στη στιγμή! 
Eκεί προβάλλει κι ένα γεροντάκι ταπεινό και παραπονιάρικο.

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Tο παιδί που χάθηκε και ξαναβρέθηκε

«Τα παραμύθια που μας κοιμίζουν 
είναι αυτά που μας κρατούν ξύπνιους»

 Της Μαριαλένας Σπυροπούλου*

Αυτά μάς λέει η Γαλλίδα ψυχαναλύτρια Μάρθα Ρομπέρ, για να εξάρει τη συμβολή του παραμυθιού στην ενεργοποίηση του ψυχικού κόσμου του παιδιού. Είναι γνωστό ότι η καλύτερη παιδική συντροφιά είναι η καταβύθιση στον παραμυθένιο και διόλου ατάραχο κόσμο των ηρώων και συμβόλων.
Πού πηγαίνουν τα παραμύθια όταν το παιδί ενηλικιώνεται; Γιατί μερικοί μύθοι είναι πανανθρώπινοι; Και πώς φτιάχτηκαν, εάν όχι από το υλικό της ζωής του καθενός από εμάς;