Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

ΗΡΩΑΣ ΜΟΥ Ο ΝΤΙΚΕΝΣ

ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ στη φτωχογειτονιά του Μπρούκλιν, στη δεκαετία του '30, ο μικρός Χάουαρντ ήταν φανατικός βιβλιοφάγος.
«Δεν υπήρχαν βιβλία στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου δεν είχε ποτέ διαβάσει ούτε ένα. Η μητέρα μου διάβαζε αισθηματικά περιοδικά. Κι οι δυο τους διάβαζαν εφημερίδα. Γνώριζαν ελάχιστα για την πολιτική, πέραν του ότι ο Φράνκλιν Ρούζβελτ ήταν καλός άνθρωπος γιατί βοηθούσε τους φτωχούς.
Οταν όμως ήμουν δέκα χρονώ η "New York Post" πρόσφερε ένα σετ με τα άπαντα του Τσαρλς Ντίκενς (που εκείνοι δεν είχαν ακουστά, εννοείται).
Χρησιμοποιώντας κουπόνια που έκοβαν από την εφημερίδα, έπαιρναν έναν τόμο την εβδομάδα για λίγα σεντ. Γράφτηκαν συνδρομητές γιατί ήξεραν ότι μ' άρεσε το διάβασμα. Κι έτσι διάβασα τον Ντίκενς στη σειρά με την οποία λαμβάναμε τα βιβλία, αρχίζοντας με τον "Ντέιβιντ Κόπερφιλντ", κατόπιν "Ολιβερ Τουίστ", "Μεγάλες προσδοκίες", "Τα έγγραφα Πίκγουικ", "Δύσκολοι καιροί", "Ιστορία δυο πόλεων".
Δεν ήξερα τι θέση είχε ο Ντίκενς στην ιστορία της νεότερης λογοτεχνίας, αφού ήταν ο μόνος γνωστός μου εκπρόσωπος αυτής της λογοτεχνίας. Δεν ήξερα ότι ήταν ο δημοφιλέστερος, μάλλον, μυθιστοριογράφος στον αγγλόφωνο κόσμο (κι ίσως σε όλον τον κόσμο) περί τα μέσα του 19ου αιώνα, ούτε ότι ήταν μεγάλος ηθοποιός κι έκανε αναγνώσεις των έργων του προσελκύοντας πλήθη ανθρώπων, ούτε ότι, όταν στα τριάντα του, επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1842, αποβιβάστηκε στη Βοστόνη, όπου κάποιοι από τους αναγνώστες του είχαν έρθει από την άγρια Δύση, ταξιδεύοντας τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα για να τον δουν.
Αυτό που ήξερα ήταν ότι μου ξυπνούσε θυελλώδη αισθήματα. Κατ' αρχάς, οργή για την αυθαίρετη εξουσία, φουσκωμένη από τα πλούτη και διατηρημένη χάρη στο νόμο. Προπάντων όμως μια βαθύτατη συμπόνια για τους φτωχούς. Δεν θεωρούσα τον εαυτό μου φτωχό με την έννοια που ήταν φτωχός ο Ολιβερ Τουίστ. Δεν συνειδητοποιούσα ότι η ιστορία του με συγκινούσε τόσο επειδή η ζωή του άγγιζε χορδές της δικής μου ζωής.
Πόσο σοφός ήταν ο Ντίκενς, να κάνει τους αναγνώστες του να αισθανθούν τη φτώχεια και τη σκληρότητα μέσα από τη μοίρα των παιδιών, που δεν είχαν αγγίξει την ηλικία στην οποία οι υποκριτικές και ευκατάστατες τάξεις θα μπορούσαν να τα κατηγορήσουν ότι ήταν υπαίτια για τη μιζέρια τους.
Σήμερα, διαβάζοντας πλαδαρά, μουδιασμένα μυθιστορήματα περί "σχέσεων" ανακαλώ την αδιάντροπη διέγερση των συναισθημάτων από τον Ντίκενς, τους ξεκαρδιστικά αστείους χαρακτήρες του, τα επικά σκηνικά του -πόλεις γεμάτες πείνα κι εξαθλίωση, χώρες επαναστατημένες, όπου διακυβεύονταν η ζωή κι ο θάνατος, όχι μόνο για μια οικογένεια, αλλά για χιλιάδες(...)
Για τα γενέθλιά μου όταν έκλεινα τα δεκατρία, οι γονείς μου, που ήξεραν ότι έγραφα σε σημειωματάρια, μου αγόρασαν μία ανακατασκευασμένη/ μεταχειρισμένη γραφομηχανή Underwood. Μαζί υπήρχε κι ένα βιβλίο πρακτικής για τη μάθηση του τυφλού συστήματος και σύντομα έγραφα ανασκοπήσεις/περιλήψεις όλων των βιβλίων που διάβαζα και τις έβαζα στο συρτάρι μου. Ποτέ δεν τις έδειξα σε κανέναν.
Μου έδινε χαρά και περηφάνια το να ξέρω ότι είχα διαβάσει αυτά τα βιβλία κι έγραφα γι' αυτά -σε μια γραφομηχανή». (ΕΠΤΑ-http://www.enet.g)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου