Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Μαγιό, καπέλο, ψάθα, αντιηλιακό και...


«ΓΥΜΝΟΣ, ΙΟΥΛΙΟ ΜΗΝΑ, το καταμεσήμερο… Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα… Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο… Γεννήθηκα για να ’χω τόσα… Απ’ το ελάχιστο φτάνεις σύντομα οπουδήποτε…»*

 Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι ερώτημα σε δημοσκόπηση (γκάλοπ στα …νεοελληνικά)! Άραγε, τι θα συμπλήρωνε καθένας που θα αποφάσιζε να απαντήσει; Τι άλλο «απαραίτητο» θα σκεφτόταν για μια επίσκεψη στη θάλασσα, για ένα Σαββατοκύριακο ή και για περισσότερες μέρες; Πόσοι θα διάλεγαν ανάμεσα στ’ άλλα και «ένα βιβλίο» για τις …ελεύθερες ώρες; Βέβαια, εφημερίδες, περιοδικά, ΜΜΕ, κάποια –όχι όλα- social media και εκδοτικοί οίκοι δεν χάνουν ευκαιρία, κάθε μέσο για τους «δικούς του λόγους», να μας θυμίζουν πως «και το καλοκαίρι ένα βιβλίο είναι πάντα ένας καλός και πρόσχαρος «φίλος» που μας προσφέρει «συντροφιά κι ευχαρίστηση», όταν και όποτε εμείς θελήσουμε!

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 1909…

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού: 
«Λίγες και μία νύχτες» - Εκδ. ΠΑΤΑΚΗ)

 «…Την παραμονή του Αϊ-Γιάννη του Κλήδονα οι μαχαλάδες πάνω και κάτω απ’ τη μεγάλη λεωφόρο βρίσκονταν σε αναβρασμό. Δεν είχε αποσώσει ακόμη η ζέστη του μεσημεριού και στους χωμάτινους δρόμους σηκωνόταν εδώ κι εκεί σκόνη απ’ τα ξερόκλαδα που έσερναν τα παιδιά και τα στοίβαζαν. Κάποια απ’ αυτά ήταν κοτζάμ δέντρα πελεκημένα, που τα ΄χαν αφήσει κάμποσες μέρες σ’ αδειανά οικόπεδα στον ήλιο για να ξεραθούν. 
Κάθε γειτονιά είχε φροντίσει για μια θημωνιά από κλαδιά και κούτσουρα. Κάποια σύννεφα που είχαν μαζευτεί το απόγευμα τρόμαξαν λίγο τους πιο ένθερμους, αλλά διαλύθηκαν με τον ερχομό της νύχτας. Όσοι Ρωμιοί κατοικούσαν στ’ ασβεστωμένα φτωχόσπιτα παράμερα απ’ το φωτισμένο λιθόστρωτο με τις δεντροστοιχίες, είχαν μαζευτεί από νωρίς σε συντροφιές κι είχαν γεμίσει με νερό στέρνες, στάμνες, κιούπια, ό,τι είχε το κάθε σπιτικό. Ύστερα περνούσαν ένας ένας και πετούσαν μέσα δαχτυλίδια, κέρματα, ξύλινους και αργυρούς σταυρούς και χρυσά δόντια, για να τους φωτίσει ο άγιος για τα μελλούμενα. 
Κάτω απ’ τις κληματαριές είχαν βγει τα κεράσματα: ρακί με ζεματισμένα κουκιά στο ξίδι, κουλούρια με κανέλα, καφέδες που έβραζαν σε μεγάλα μπρίκια κι έδιναν μοσχοβολιά στις μικρές αυλές, όπου ωρίμαζαν καΐσια και αμύγδαλα. Οι Έλληνες της συνοικίας των Εξοχών γιόρταζαν τις πιο μεγάλες μέρες του θέρους, και καθώς δεν ήταν γεωργοί για να τους έχουν ολημερίς ανάγκη τα χωράφια, είχαν τον χρόνο να το ρίξουν έξω και να ξενυχτήσουν.

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Για την Ημέρα του Πατέρα...



Ο πατέρας μου

Τον θυμάμαι να έρχεται στο σπίτι κατά το δείλι
κι όπως από μακριά ξεπρόβαλλε
δείχνοντας κουρασμένος,
η αδελφούλα μου κι εγώ,
ακουμπισμένοι από τα πριν στο παραθύρι,
τρέχαμε και συναγωνιζόμαστε
ποιος στην αγκάλη του πιο γρήγορα θα πέσει!
Χαμογελούσε εκείνος, μας αγκάλιαζε
κι όλο χαρές κι οι τρεις ευτυχισμένοι
τρέχαμε ν’ αγκαλιάσουμε τη μητέρα… (Π.Λ.)

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

«Τα ανατρεπτικά βιβλία»

Πάμπλο Γκουτιέρεθ 
Εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 

Λίγες ώρες μετά τον θάνατο του συζύγου της, ένα κιβώτιο με βιβλία φθάνει στο σπίτι της Ρέμε κατά λάθος. Εκείνη, αντί να τα επιστρέψει, βγάζει ένα στην τύχη και αρχίζει να το διαβάζει.
 Από εκείνη τη στιγμή κάτι παράξενο συμβαίνει: η Ρέμε κλείνεται στο σπίτι της και τα καταβροχθίζει όλα με μια δονκιχωτική απόλαυση. Νιώθει ότι τα βιβλία περιγράφουν την ίδια τη ζωή της, μια ιστορία επιβίωσης, συγκρατημένης σεξουαλικότητας και πολλών απογοητεύσεων. 
Όταν πλέον βγαίνει από την απομόνωσή της, όλα της φαίνονται διαφορετικά και μισητά στη συνοικία ενός προαστίου όπου ζει, έχοντας ουσιαστικά χαραμίσει την ύπαρξή της.
 Ωστόσο, γοητευμένη από τα κείμενα που έχει μόλις ανακαλύψει, η Ρέμε αρχίζει να βλέπει τον κόσμο μέσα από τα αναγνώσματά της και σταδιακά της αποκαλύπτεται μια εξέγερση ισχυρή και συμβολική, ένα είδος ανυποταγής ικανό να ξεπεράσει τα όρια της μυθοπλασίας και να εισχωρήσει στην πραγματικότητα: η συνοικία σύντομα θα μετατραπεί σ’ ένα νέο πεδίο μάχης, χωρίς ανεμόμυλους ούτε μαγεμένα πανδοχεία.
 Κοινωνική κριτική και σάτιρα συνδυάζονται με ευαισθησία σε αυτό το εκλεπτυσμένο μυθιστόρημα.
 Ο Πάμπλο Γκουτιέρεθ έγραψε έναν ύμνο στη θεραπευτική δύναμη της λογοτεχνίας.

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

Ανησυχίες για το μέλλον του βιβλίου

Άρθρο του Άγγελου Τερζάκη 

 Το παρόν και το μέλλον του βιβλίου είναι το παρόν και το μέλλον του πολιτισμού μας στο σύνολό του, πνευματικού και μη (θα έλεγα «αντιπνευματικού»). Το παρόν το ζούμε όλοι μας. Για το μέλλον είμαι ανήσυχος, δεν το κρύβω.
 Πιστεύω στο βιβλίο. Υπάρχουν άνθρωποι στον τόπο μας (μήπως οι πιο πολλοί;) που νομίζουν πως οποιοδήποτε διάβασμα είναι το ίδιο. Λάθος τραγικό: Η εφημερίδα σε πληροφορεί, το βιβλίο σε διαμορφώνει.
Ο ελληνικός λαός είναι εφημεριδοδίαιτος, νομίζει πως με τ' αναγνώσματα του ημερήσιου Τύπου επιπλώνει τον εσωτερικό του χώρο. Το βιβλίο έχει άλλη αρετή - γι' αυτό κι ο Ρωμιός του πεζοδρομίου τ' αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ακούτε να σας λένε, κατά προτίμηση οι εκπρόσωποι της μέσης τάξης, που είναι και η πιο υπεύθυνη, γιατί περνάει για ηγετική τάξη: «Πού καιρός για διάβασμα». Έχουν όμως όλοι τους αμέτρητο καιρό να χαρτοπαίζουν μετά μανίας τις νύχτες ως τα χαράματα στα σπίτια τους, στις εκδρομές, όπου κουβαλιούνται, για να φάνε και να χαρτοπαίζουν.

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

Τα μάγια των βιβλίων

Η γυναίκα πρέπει να έχει αλ μπενί, έλεγε συχνά στις κουβέντες της η μητέρα μου που είχε γεννηθεί στην Κομοτηνή, ήξερε τα τουρκικά και είχε μεγαλώσει μαζί με τις τουρκάλες. Εκείνες της είχαν μάθει πώς να κάνει μακιγιάζ, να βγάζει τα φρύδια της, να βάφει τα νύχια της, να φτιάχνει κρέμες για το πρόσωπο και πολλά άλλα μυστικά της γυναικείας ομορφιάς.

Τι σήμαινε όμως αυτό το «αλ μπενί», που ο μπαμπάς μου το ονόμαζε γκελ και κουνούσε πάντα με νόημα το κεφάλι του. Μεγάλη υπόθεση το γκελ, δηλαδή το σεξαπίλ στα τουρκικά και τυχερές όσες το διέθεταν.