Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Γιαγιά Φιλιώ

Πρωτοχρονιά στα Βουρλά…* 

«... Από τα Χριστούγεννα μέχρι των Φώτων κανείς δεν δούλευε! Οι μέρες πέρναγαν με γλέντια και φαγοπότι. Βέβαια έριχναν μια ματιά και τάιζαν τα ζώα τους, γιατί, όπως έλεγαν, «αυτά που δεν μπορούν να μιλήσουν πρέπει να φάνε πρώτα και να καλοπεράσουν». 
 Κι ερχόταν η παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Μεγάλη έγνοια το ποδαρικό και μεγάλη προσοχή μη το κάνει άνθρωπος που δεν γνώριζαν. Ένας άνθρωπος αποδεδειγμένα γούρικος η το βαφτιστήρι της οικογένειας ήταν αυτός που συνήθως έκανε ποδαρικό. Απ’ αυτό εξαρτιόταν αν τα αμπέλια θα είχαν καλή σοδειά, μαξούλι, να μη χαλάσουν τα κρασιά και να μην τύχουν αρρώστιες. 
 Όπως όλες οι γιορτές, κι αυτή ξεκινούσε με εκκλησιασμό. Μόνο οι κατάκοιτοι και οι άρρωστοι δεν πήγαιναν στην Εκκλησία. Αφού χαιρετούσε ο παπάς, όλοι εύχονταν, φιλιούνταν και γυρνούσαν στα σπίτια τους. Ο πατέρας κρατούσε το κλειδί, σταύρωνε την πόρτα και έλεγε: 
 «Και του χρόνου! Καλή χρονιά! Ευτυχισμένοι να ΄μαστε!» 
 Έβαζε το κλειδί και ξεκλείδωνε κι όλοι περίμεναν απέξω. Εκείνος έμπαινε πρώτος μέσα και πατούσε ένα ρόδι που είχε στη τσέπη του - η νοικοκυρά είχε προβλέψει αποβραδίς να βάλει κάτι στο πάτωμα για να μη λεκιάσει-κι ευχόταν: 
 «Καλή χρονιά! Να ‘μαστε καλά και να χουμε ειρήνη και αγάπη!» 
 Η γυναίκα απαντούσε: 
«Να είσαι καλά! Και του χρόνου να μας ξανακάνεις ποδαρικό!» κι έμπαινε κι αυτή στο σπίτι κρατώντας μια πέτρα και λέγοντας: 
«Όπως βαραίνει η πέτρα, έτσι να βαραίνει και του αντρός μου η σακούλα!» και άφηνε την πέτρα πίσω από την πόρτα. 
 Εμείς, τα παιδιά, μπαίναμε ένα ένα, φιλάγαμε το χέρι του πατέρα κι ύστερα της μητέρας μας κι εκείνοι μας έδιναν φιλοδώρημα... Δεν υπήρχε σπιτικό που να μη γινόταν όλη αυτή η τελετουργία. 
Εμείς οι Μικρασιάτες τα έθιμα τα κρατάγαμε και τα κρατάμε ακόμα…»

 *( Απόσπασμα από το βιβλίο της Φιλιώς Χαϊδεμένου «Τρεις αιώνες μια ζωή» - Εκδόσεις Λιβάνη)

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

«Έφθασαν τα Χριστούγεννα»

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Γ' ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ 

 ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 
ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ 1966-1967 

 Οι χριστουγεννιάτικες ετοιμασίες έκαμαν τα σπίτια, άνω κάτω.
Τα χριστόψωμα, οι κουραμπιέδες και τα κουλουράκια πηγαινοέρχονται στο φούρνο. Όλη ή γειτονιά στο πόδι!
Ο λαχανοπώλης, ο κρεοπώλης, ό παντοπώλης, ό έμπορος, ό ζαχαροπλάστης, έχουν στολίσει τα καταστήματά τους.
Οι μητέρες των παιδιών ετοιμάζουν τα καινούργια φορέματα των παιδιών και τα δώρα των πτωχών.
Αύριο την παραμονή θα γίνει στο σχολείο η Χριστουγεννιάτικη εορτή.
Στη μεγάλη αίθουσα έχουν τακτοποιήσει τα θρανία γύρο-γύρο και στη μέση έχουν στήσει το Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Έχουν στολίσει την αίθουσα με κλάδους και με μια ωραία μεγάλη εικόνα, πού παρασταίνει τη Γέννησι. Όσα παιδιά ημπορούν πρέπει να φέρουν διάφορα πράγματα, για να κρεμάσουν στους κλάδους του δένδρου.
Ο Κωστάκης και η Ελενίτσα άδειασαν τούς κουμπαράδες των και αγόρασαν δυο σφυρίχτρες, τρία μπαλόνια χρωματιστά, δύο μανδηλάκια, ένα ζευγάρι κάλτσες, μια κουβαρίστρα κι ένα κτένι.
Το πρωί τής παραμονής τα παιδιά εστόλισαν το δένδρο. Ετοποθέτησαν σε όλα τα μέρη άσπρα μικρά κεράκια. Έπειτα σε διάφορα μέρη εκρέμασαν τα δώρα.

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Χριστουγεννιάτικη ιστορία…

Charles Dickens: “A Christmas Carol” 

Η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Dickens παραμένει ένα από τα αγαπημένα βιβλία των γιορτών, ακόμα και 165 χρόνια μετά την έκδοσή του. Ακόμα θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία να βλέπω στην τηλεόραση την προσαρμοσμένη ταινία του 1951 με τις αλυσίδες του φαντάσματος του Jacobs Marley να έχουν στοιχειώσει τη μνήμη μου για τη δυστυχία του Σκρουτζ. Ήταν τρομακτικό, αλλά και τρυφερό για ένα παιδί και νομίζω με βοήθησε να δω τη ζωή διαφορετικά. Υπήρξαν πολλές παραλλαγές ταινιών από τότε, αλλά αυτή η πρώτη ήταν που μου εντυπώθηκε.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΑΩ ΕΓΩ

Σοφία Νικολαΐδου - Εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 

 Το νέο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου καλύπτει έναν αιώνα (1916-2016), μία πόλη, μία εποχή: Το 1916 η Ελλάδα χωρίζεται στα δύο. Το κράτος των Αθηνών με τον Βασιλιά. Το κράτος της Θεσσαλονίκης με τον Βενιζέλο. Ο ένας διάβολος, ο άλλος μεσσίας. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη. Κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει.
Έναν αιώνα μετά, ένας καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο σχεδιάζει μια σειρά εκδηλώσεων για τον Μεγάλο Πόλεμο. Έχει στο μάτι ευρωπαϊκά κονδύλια. Η Σοφία Νικολαϊδου με αυτό το μυθιστόρημά της ολοκληρώνει την άτυπη τριλογία της που είχε ξεκινήσει με το "Απόψε δεν έχουμε φίλους" και συνεχίσει με το "Χορεύουν οι ελέφαντες".
 Ιστορία δεν είναι οι απόψεις των ιστορικών, είναι οι ζωές των ανθρώπων.
Ένας ζαχαροπλάστης που φτιάχνει την καλύτερη κρέμα στην πόλη.
Ένας Κρητικός χωροφύλακας που κάνει σαματά.
Μία παρέα από φοιτητές και ο παλιός τους δάσκαλος.
Ένα Γάλλος γιατρός που έζησε πολλά.
Μία αρτίστα που κεντάει γιασεμιά στον ποδόγυρο.
Ένας απότακτος Πελοποννήσιος με σχέδια κρυφά.
Γονείς και παιδιά, φίλοι και συνεργάτες, αδέλφια, μοναχικοί λύκοι, ερωτευμένα ζευγάρια.
Ένας φόνος, μία παρ’ ολίγον κατάχρηση και μερικά μυστικά.
Από τη Θεσσαλονίκη του Μεγάλου Πολέμου ως τα capital control, οι ήρωές μας παίρνουν φόρα και προχωρούν μπροστά.

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Ο γέρος και η θάλασσα

Έρνεστ Χέμινγουεϊ (απόσπασμα)

(Ο Σαντιάγο, ένας γέρος μοναχικός ψαράς που οι άλλοι θεωρούν γρουσούζη, θα δώσει τη μεγαλύτερη κι ίσως την τελευταία μάχη του με τον μεγάλο ξιφία στα ανοιχτά της Κούβας.
Θα χρησιμοποιήσει όλη τη μαστοριά, το μυαλό και την τέχνη του. Τρεις μέρες θα κρατήσει η μάχη κι ο Σαντιάγο θα νικήσει.
Όταν, αργά την τρίτη νύχτα, θα μπει στο λιμάνι, δίπλα στη μικρή του βάρκα θα πλέει μονάχα το άσπρο κόκαλο από το τεράστιο ψάρι που καταβρόχθισαν στη διαδρομή τους οι καρχαρίες.

Μια σημαντική στιγμή της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ένα από τα αξεπέραστα έργα του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα, το σπουδαιότερο ίσως κείμενο που γράφτηκε ποτέ για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση.)

«Το ψάρι είναι φίλος μου» είπε δυνατά. «Δεν έχω ξαναδεί ούτε έχω ξανακούσει για κανένα τέτοιο ψάρι». Όμως πρέπει να το σκοτώσω. Πάλι καλά που δεν είμαστε αναγκασμένοι να σκοτώσουμε τ’ αστέρια» 
 Φαντάσου να έπρεπε κάθε μέρα κάποιος να προσπαθεί να σκοτώσει το φεγγάρι, συλλογίστηκε. Το φεγγάρι σώνεται και χάνεται. Φαντάσου όμως να ήταν αναγκασμένος κάθε μέρα κάποιος να προσπαθεί να σκοτώσει τον ήλιο; Γεννηθήκαμε τυχεροί, σκέφτηκε. 
 Τότε, λυπήθηκε το μεγάλο ψάρι που δεν είχε τίποτα να φάει μα η απόφασή του να το σκοτώσει δεν κλονίστηκε στιγμή από τη λύπησή του για αυτό. Πόσους ανθρώπους θα ταΐσει, σκέφτηκε. Όμως αξίζουν να το φάνε; Όχι βέβαια. Κανείς δεν είναι άξιος να το φάει, έτσι όπως φέρεται, και έτσι περήφανο που είναι. 
 Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα, σκέφτηκε. Όμως, πάλι καλά που δεν είμαστε αναγκασμένοι να προσπαθήσουμε να τα βάλουμε με τον ήλιο, το φεγγάρι ή τ’ αστέρια. 

 Φτάνει που ζούμε από τη θάλασσα και σκοτώνουμε τα αληθινά μας αδέλφια…» 

 ΠΗΓΗ: http://logotexnikesmikrografies.blogspot.gr

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

«Πόσο μας έλειψες»

Βαδίζοντας στα δάση της Ρωσίας, 
αναζητώντας το δρόμο της καρδιάς… 
 Κάθε χρόνο τον Ιούνιο πραγματοποιείται στη Ρωσία η μεγαλύτερη λιτανεία στον κόσμο, η λιτανεία της εικόνας του Αγίου Νικολάου.
 Οι πιστοί διανύουν πεζοί 170 χιλιόμετρα από την πόλη Κίροφ, όπου φυλάσσεται η εικόνα, έως το χωριό Βελικορέτσκι, όπου βρέθηκε από έναν χωρικό τον 13ο αιώνα.
Εμπνευσμένο από αυτή τη λιτανεία είναι το μυθιστόρημα της Κατερίνας Τσούκη «Πόσο μας έλειψες», από τις εκδόσεις ΑΘΩΣ. 

Ο Νικολάι, ένα επιτυχημένο στέλεχος τράπεζας, έπειτα από μια λαμπρή σταδιοδρομία αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα. Η ηλικιωμένη θεία Αλιόνα που τον ανέθρεψε του προτείνει να συμμετάσχει στη λιτανεία της εικόνας του Αγίου Νικολάου. Μια πορεία 170 χιλιομέτρων μέσα στα αφιλόξενα δάση, στους βάλτους και τα ποτάμια της Ρωσίας.
 Από αγάπη προς την απλή αυτή χωρική, που λόγω αναπηρίας δεν μπόρεσε ποτέ να ακολουθήσει τη λιτανεία, ο Νικολάι δέχεται.
Θα τα καταφέρει ως το τέλος; Τι θα αλλάξει μέσα του καθώς βλέπει τους πιστούς από όλη τη Ρωσία να μεταφέρουν την εικόνα του Αγίου Νικολάου στα χέρια τους αλλά και όταν μαθαίνει την κρυφή περιπέτεια του παππού του που ως τότε αγνοούσε.

 Το βιβλίο διανθίζεται με πολύ εκφραστικές φωτογραφίες του Ρώσου φωτογράφου Αλεξέι Μιάκισεφ.

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Θαλασσινέ μου Άη Νικόλα...

"Θαλασσινέ μου Άγιε, Καλέ μ' Άη Νικόλα, 
εφτά κεράκια σού 'φερα και σου τ' ανάβω όλα. 
Θα 'ρχομαι τώρα ταχτικά ν' ανάβω το καντήλι, 
γι' αυτόν που έφυγε προχθές κουνώντας το μαντήλι. 
Προστάτευέ τον Άγιε, των ναυτικών Προστάτη! 
Και κάθε άλλος ναυτικός ας σ' έχει παραστάτη!" 
(Από τα "Αμοργιανά", Σύνδεσμος Αμοργινών) 

 Στις 6 Δεκεμβρίου, γιορτάζουμε τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο "της γης και του πελάγου", που φέρνει χιόνια στα βουνά, φουρτούνες στα πελάγη. Ο Άγιος Νικόλας, πέρα από άρχοντας του χειμώνα, είναι ο κατ' εξοχήν προστάτης των ναυτικών μας.
Γράφει ο Γ.Α. Μέγας στο βιβλίο του "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας" : " [...] Για το λαό μας μάλιστα ο άγιος Νικόλας δεν είναι ο ονομαστός μητροπολίτης των Μύρων της Μ. Ασίας, αλλά κάποιος που ασκούσε το επάγγελμα του θαλασσινού. Ως καραβοκύρη παριστάνουν τον άγιο και οι αγιογράφοι. Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις, τα ρούχα του είναι πάντοτε βρεγμένα απ' την άρμη, τα γένεια του στάζουν θάλασσα, το μέτωπό του είναι ιδρωμένο απ' την προσπάθεια να προφτάσει παντού, να βοηθήσει τα καράβια που θαλασσοπνίγονται. Πάρα πολλές είναι οι διηγήσεις για τα θαύματά του. Αλλά την προϋπόθεση για τη βοήθειά του, εκφράζει η παροιμία:
"-Άγιε Νικόλα βοήθα με! 
-Κούνα και συ το χέρι σου. (ή -Σείσε και συ το πόδι σου.)"
Ο Άγιος Νικόλαος είναι κύριος των ανέμων και της τρικυμίας. Γι' αυτό πολλές είναι οι προσφορές, οι λιτανείες, και οι παρακλήσεις των ναυτικών μας σ' αυτόν. Η εικόνα του δε λείπει από κανένα ελληνικό πλοίο, μεγάλο ή μικρό.
Από τα κόλλυβα, που στέλνουν στην εκκλησία την ημέρα του αγίου Νικολάου, παίρνουν οι θαλασσινοί της Κίου, όταν ταξιδεύουν. Αν τους πιάσει τρικυμία, τα σκορπούν στη θάλασσα και λέγουν: Άι-Νικόλα μου, και πάψε την οργή σου! Και αμέσως παύει η τρικυμία.