(Του Φώτη Κόντογλου)
«Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ'
από τη Λειτουργία των Θεοφανείων. Έτσι τον ρίχνανε και στην πατρίδα μου, κ'
ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο».
Ξεκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη.
Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ'
ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια,
παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και
κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουργία
και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορτή πιο επίσημη.
Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ' οι πιο
καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά, κι όχι
σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλμωδία μας σαν ανάλατα και
ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.
Σαν φτάνανε στ' Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη
την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή
σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό.
Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας
όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε
κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας
ήτανε μαζεμένα ίσαμε 100 καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες
γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης.
Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐκια, μοιάζανε σαν
αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο.
Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα
τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. ΄Αλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις
βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ' ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων
θαλασσινοί και παιδομάνι.
Σ' αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές
φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο.
Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των
καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα
ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα.
Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια.
Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στεριά
και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα - δυο
νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά.
Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε
ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί
ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα
κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο…
Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι
ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις
βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ' οι άλλοι τραβούσανε τα
κουπιά, για να 'ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα 'πεφτε ο Σταυρός. ʼλλοι
φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για
να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο.
Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε
τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ' έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» - δηλαδή:
«Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ' οι ψαλτάδες
ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε».
Στο τέλος το 'ψελνε κι ο δεσπότης κ' έριχνε τον
Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα
καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το 'να τ' άλλο.
Οι πλώρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά,
κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε
στο νερό κ' ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ' αυτούς
κάνανε ώρα πολλή ν' ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο
να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε
γλήγορα πριν να το δεις.
Έξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ' ένα
χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό - Παρασκευάς. Με δυο -
τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά.
Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ' έδωσε τον
Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο
κ' υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά.
Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος
αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς
θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις
ταβέρνες κ' έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε.
Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο
βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάν τους ώμους του δεν ανεσήκωνε.
Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας
πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα
τα παλιά τα χρόνια, κ' οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός
αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει
ποτές.
Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα
καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε
την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.
(Από το βιβλίο του συγγραφέα «Το Αϊβαλί η πατρίδα
μου»)
|
Μ' αρέσει ο Φώτης Κόντογλου ως προς τη γραφή, τα θέματα, τη γνησιότητα του ελληνικού χαρακτήρα του έργου του. Το βιβλίο "Το ΑΪβαλί η πατρίδα μου" - απ' όπου και η καταχώριση σας "Τα Φώτα ς' Αϊβαλί" είναι από τα ωραιότερα κείμενα της Ν.Ε. Λογοτεχνίας.
ΑπάντησηΔιαγραφή