Τζορτζ Όργουελ – Εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Ξεκινώντας από το ερώτημα αν ξοδεύει περισσότερα στο διάβασμα ή στο κάπνισμα, ο Τζορτζ Όργουελ στα απολαυστικά αυτά κείμενα εξετάζει μια σειρά από θέματα: από τους κινδύνους που κρύβουν τα παλαιοβιβλιοπωλεία ως το πώς ζει ο κριτικός βιβλίων, από την ελευθερία του τύπου ως την πραγματική έννοια του πατριωτισμού.
Στη συλλογή "Βιβλία εναντίον τσιγάρου" που με τόσο χυμώδη τρόπο απέδωσε στη γλώσσα μας ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, ο Οργουελ ξετινάζει και ξεμπροστιάζει τον πατριωτισμό ("Η πατρίδα μου, δεξιά ή αριστερά"), τις θλιβερές ελλείψεις της κοινωνικής πρόνοιας και των δημόσιων νοσοκομείων ("Πώς πεθαίνουν οι πτωχοί"), τη νοσηρότητα του εκδοτικού milieu. Κι ακόμη, αποτολμώντας μια μελλοντική πρόβλεψη για το είδος των αναγνωσμάτων που θα επιβίωναν σε μια αυστηρά ολοκληρωτική κοινωνία, περιγράφει, μέχρι κεραίας, τη σύγχρονη συνθήκη:
"Οι εφημερίδες μπορεί να υποτεθεί ότι θα κυκλοφορούν ώσπου να φτάσει σε ένα υψηλότερο επίπεδο η τηλεοπτική τεχνική, αλλά εκτός από τις εφημερίδες είναι αμφίβολο ακόμα και τώρα κατά πόσον η μεγάλη μάζα του πληθυσμού στις εκβιομηχανισμένες χώρες αισθάνεται την ανάγκη οποιουδήποτε είδους λογοτεχνίας.
Οι άνθρωποι πλέον είναι απρόθυμοι, όπως και να 'χει, να δαπανούν για αναγνώσματα όσα δαπανούν για άλλες ψυχαγωγίες. Πιθανόν τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα να ξεπεραστούν απολύτως από τις κινηματογραφικές και ραδιοφωνικές παραγωγές. Ή ίσως να επιβιώσει κάποιο είδος χαμηλής ποιότητας εντυπωσιακής μυθοπλασίας, που θα παράγεται από κάτι σαν ιμάντα μεταφοράς, ο οποίος θα περιορίζει στο ελάχιστο την ανθρώπινη πρωτοβουλία".
(Κατερίνα Σχινά, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής)
Ο Έρικ Άρθουρ Μπλερ, γνωστός ως Τζορτζ Όργουελ, γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου του 1903, μορφώθηκε, μόχθησε, πολέμησε, αγάπησε, κάπνισε, διάβασε, ήπιε, συζήτησε, αρρώστησε, γέλασε, πόνεσε, πάλεψε, παντρεύτηκε, έγραψε (τα διασημότερα έργα του "1984" και "Η Φάρμα των Ζώων") και έφυγε από τούτο τον κόσμο στις 21 Ιανουαρίου του 1950.
Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης διαβάζοντας τα κείμενα του παρόντος τόμου, ο Όργουελ ανήκει σε μια κατηγορία ανθρώπων που επιλέγουν να εκφραστούν με το γράψιμο, πιστοί στην ιδέα ότι οι λέξεις μπορούν να είναι φορείς και μεταδότες αληθείας, να είναι οι πομποί του επιτακτικώς αληθούς, ο συνδυασμός τους να σου επιτρέπει να μιλήσεις για ό,τι πιο βαθύ, ειλικρινές, ωραίο, πλούσιο, ευγενές τυχαίνει να συναντάς ή/και να συλλαμβάνεις, αλλά και για ό,τι χθαμαλό, ποταπό, εξευτελισμένο, παραπεταμένο, συκοφαντημένο "φτάνει στα γυαλιά σου" (όπως έλεγε ένας παλιός ποιητής).
(Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, από την παρουσίαση της έκδοσης)
Ξεκινώντας από το ερώτημα αν ξοδεύει περισσότερα στο διάβασμα ή στο κάπνισμα, ο Τζορτζ Όργουελ στα απολαυστικά αυτά κείμενα εξετάζει μια σειρά από θέματα: από τους κινδύνους που κρύβουν τα παλαιοβιβλιοπωλεία ως το πώς ζει ο κριτικός βιβλίων, από την ελευθερία του τύπου ως την πραγματική έννοια του πατριωτισμού.
Στη συλλογή "Βιβλία εναντίον τσιγάρου" που με τόσο χυμώδη τρόπο απέδωσε στη γλώσσα μας ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, ο Οργουελ ξετινάζει και ξεμπροστιάζει τον πατριωτισμό ("Η πατρίδα μου, δεξιά ή αριστερά"), τις θλιβερές ελλείψεις της κοινωνικής πρόνοιας και των δημόσιων νοσοκομείων ("Πώς πεθαίνουν οι πτωχοί"), τη νοσηρότητα του εκδοτικού milieu. Κι ακόμη, αποτολμώντας μια μελλοντική πρόβλεψη για το είδος των αναγνωσμάτων που θα επιβίωναν σε μια αυστηρά ολοκληρωτική κοινωνία, περιγράφει, μέχρι κεραίας, τη σύγχρονη συνθήκη:
"Οι εφημερίδες μπορεί να υποτεθεί ότι θα κυκλοφορούν ώσπου να φτάσει σε ένα υψηλότερο επίπεδο η τηλεοπτική τεχνική, αλλά εκτός από τις εφημερίδες είναι αμφίβολο ακόμα και τώρα κατά πόσον η μεγάλη μάζα του πληθυσμού στις εκβιομηχανισμένες χώρες αισθάνεται την ανάγκη οποιουδήποτε είδους λογοτεχνίας.
Οι άνθρωποι πλέον είναι απρόθυμοι, όπως και να 'χει, να δαπανούν για αναγνώσματα όσα δαπανούν για άλλες ψυχαγωγίες. Πιθανόν τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα να ξεπεραστούν απολύτως από τις κινηματογραφικές και ραδιοφωνικές παραγωγές. Ή ίσως να επιβιώσει κάποιο είδος χαμηλής ποιότητας εντυπωσιακής μυθοπλασίας, που θα παράγεται από κάτι σαν ιμάντα μεταφοράς, ο οποίος θα περιορίζει στο ελάχιστο την ανθρώπινη πρωτοβουλία".
(Κατερίνα Σχινά, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής)
Ο Έρικ Άρθουρ Μπλερ, γνωστός ως Τζορτζ Όργουελ, γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου του 1903, μορφώθηκε, μόχθησε, πολέμησε, αγάπησε, κάπνισε, διάβασε, ήπιε, συζήτησε, αρρώστησε, γέλασε, πόνεσε, πάλεψε, παντρεύτηκε, έγραψε (τα διασημότερα έργα του "1984" και "Η Φάρμα των Ζώων") και έφυγε από τούτο τον κόσμο στις 21 Ιανουαρίου του 1950.
Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης διαβάζοντας τα κείμενα του παρόντος τόμου, ο Όργουελ ανήκει σε μια κατηγορία ανθρώπων που επιλέγουν να εκφραστούν με το γράψιμο, πιστοί στην ιδέα ότι οι λέξεις μπορούν να είναι φορείς και μεταδότες αληθείας, να είναι οι πομποί του επιτακτικώς αληθούς, ο συνδυασμός τους να σου επιτρέπει να μιλήσεις για ό,τι πιο βαθύ, ειλικρινές, ωραίο, πλούσιο, ευγενές τυχαίνει να συναντάς ή/και να συλλαμβάνεις, αλλά και για ό,τι χθαμαλό, ποταπό, εξευτελισμένο, παραπεταμένο, συκοφαντημένο "φτάνει στα γυαλιά σου" (όπως έλεγε ένας παλιός ποιητής).
(Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, από την παρουσίαση της έκδοσης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου