(Αποσπάσματα από το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ
«Το καλοκαίρι» Εκδόσεις Πατάκη)
"Μεγάλωσα στη θάλασσα και η φτώχεια ήταν για μένα χλιδή, ύστερα έχασα τη θάλασσα κι όλη η πολυτέλεια τότε μου φάνηκε γκριζωπή, η μιζέρια αβάσταχτη. Από τότε περιμένω. ¨
Περιμένω τα πλοία του γυρισμού, το σπίτι των νερών, τη διάφανη μέρα. Κάνω υπομονή, βάζω τα δυνατά μου να είμαι ευγενικός. Με βλέπουν να περνώ απ’ όμορφους δρόμους όλο σοφία, θαυμάζω τα τοπία, χειροκροτώ όπως όλος ο κόσμος, δίνω το χέρι, κάποιος άλλος μιλά με τη φωνή μου. Με επαινούν, ονειρεύομαι λίγο, με προσβάλλουν, μόλις που αντιδρώ.
Ύστερα ξεχνώ και χαμογελώ σ’ εκείνον που με προσβάλλει ή χαιρετώ με υπερβολική ευγένεια τον άλλο που αγαπώ. Τι να κάνω όταν δε θυμάμαι παρά μονάχα μια εικόνα; Με προστάζουν τέλος να τους πω ποιος είμαι. «Ακόμα τίποτα, ακόμα τίποτα…» […]
[…] Τα μεσάνυχτα μόνος στην ακροθαλασσιά. Θα περιμένω κι άλλο και ύστερα θα φύγω. Ακόμα κι ο ουρανός στέκει ακίνητος μ’ όλα τα αστέρια του, όπως εκείνα τα υπερωκεάνια γεμάτα φώτα που, τούτη την ίδια ώρα, φωτίζουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο τα σκοτεινά νερά των λιμανιών.
Ο χώρος και η σιωπή σμίγουν και γίνονται βάρος στην καρδιά. Μια ξαφνική αγάπη, ένα μεγάλο έργο, μια αποφασιστική πράξη, μια σκέψη που μεταμορφώνει προκαλούν σε ορισμένες στιγμές την ίδια ανυπόφορη αγωνία, ανάμεικτη μ’ ακαταμάχητα θέλγητρα.
Γλυκιά υπαρξιακή αγωνία, εξαίσιο άγγιγμα ενός κινδύνου που δεν ξέρουμε τ’ όνομά του, το ότι ζω σημαίνει άραγε πως τρέχω προς το χαμό μου; Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς το χαμό μας. Είχα πάντα την αίσθηση πως ζούσα στο πέλαγος, σε κίνδυνο, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης ευτυχίας."
Πηγή : https://www.andro.gr/
«Το καλοκαίρι» Εκδόσεις Πατάκη)
"Μεγάλωσα στη θάλασσα και η φτώχεια ήταν για μένα χλιδή, ύστερα έχασα τη θάλασσα κι όλη η πολυτέλεια τότε μου φάνηκε γκριζωπή, η μιζέρια αβάσταχτη. Από τότε περιμένω. ¨
Περιμένω τα πλοία του γυρισμού, το σπίτι των νερών, τη διάφανη μέρα. Κάνω υπομονή, βάζω τα δυνατά μου να είμαι ευγενικός. Με βλέπουν να περνώ απ’ όμορφους δρόμους όλο σοφία, θαυμάζω τα τοπία, χειροκροτώ όπως όλος ο κόσμος, δίνω το χέρι, κάποιος άλλος μιλά με τη φωνή μου. Με επαινούν, ονειρεύομαι λίγο, με προσβάλλουν, μόλις που αντιδρώ.
Ύστερα ξεχνώ και χαμογελώ σ’ εκείνον που με προσβάλλει ή χαιρετώ με υπερβολική ευγένεια τον άλλο που αγαπώ. Τι να κάνω όταν δε θυμάμαι παρά μονάχα μια εικόνα; Με προστάζουν τέλος να τους πω ποιος είμαι. «Ακόμα τίποτα, ακόμα τίποτα…» […]
[…] Τα μεσάνυχτα μόνος στην ακροθαλασσιά. Θα περιμένω κι άλλο και ύστερα θα φύγω. Ακόμα κι ο ουρανός στέκει ακίνητος μ’ όλα τα αστέρια του, όπως εκείνα τα υπερωκεάνια γεμάτα φώτα που, τούτη την ίδια ώρα, φωτίζουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο τα σκοτεινά νερά των λιμανιών.
Ο χώρος και η σιωπή σμίγουν και γίνονται βάρος στην καρδιά. Μια ξαφνική αγάπη, ένα μεγάλο έργο, μια αποφασιστική πράξη, μια σκέψη που μεταμορφώνει προκαλούν σε ορισμένες στιγμές την ίδια ανυπόφορη αγωνία, ανάμεικτη μ’ ακαταμάχητα θέλγητρα.
Γλυκιά υπαρξιακή αγωνία, εξαίσιο άγγιγμα ενός κινδύνου που δεν ξέρουμε τ’ όνομά του, το ότι ζω σημαίνει άραγε πως τρέχω προς το χαμό μου; Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς το χαμό μας. Είχα πάντα την αίσθηση πως ζούσα στο πέλαγος, σε κίνδυνο, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης ευτυχίας."
Πηγή : https://www.andro.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου