Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

«Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα…»

Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Εκπαιδευτικών δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη  «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα…» αφιερωμένο στον εκπαιδευτικό που κάθε μέρα «αγκαλιάζει» ένα παιδί απ' τα παιδιά μας...

 


«…Σε τρεις μέρες του ’φερε ένα, και του το ’δωσε. «Το πασπάτεψα από παντού, λέει στο παιδί. Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρτο εσύ, μην ’πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε.»
   Το παιδί  άνοιξε το χαρτί που του έδωσε ο μπάρμπας, λίγο πιο χοντρό απ’ το βαγγέλιο τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι. «Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού» έλεγε το ξώφυλλό του. Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το ’μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το ’χε φέρει, τ’ άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ’ όποιον ήθελε.
 Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος για κείνο το παραπαίδι, σ' όλα τα σπίτια. Το μάθε κι ο δάσκαλος, και μια μέρα του παράγγειλε να πάει να τον δει. Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάμισο και πάει.

 -Α, έλα δω... του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που λες τα παραμύθια;
-Δε φταίω γω... έκανε το παιδί.
  -Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά καμωμένα είν’ αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε να μάθεις και γράμματα του σκολειού; Ε; Δεν τ' αγαπάς;
   Γράμματα του σκολειού! Αν τ’ αγαπούσε! Μα υπήρχαν πιο γλυκά γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μάθαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας, μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια. Να βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ’ αγαπούσε λέει! Τι λόγια είν’ αυτά που λες, κυρ-δάσκαλε! Μα πόσα κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα σκολειά σ’ αυτό τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να πάει; Εδώ ή εκεί;
Πάει λοιπόν με το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήμα, που είναι πηχτός ιδρός. Το μαζεύει λίγο λίγο, όπως το μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει την ελπίδα ότι έτσι δε θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι είναι καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε.
  Και, τώρα, να ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. Η καλή του τύχη τον έφερε μπροστά του. Και τι;... Δάσκαλος αληθινός, με γυαλιά! Και τον καλάει και στο σπίτι του. Ώρα ήταν λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το κουνάει.
   -Τ’ είν’ αυτό; ρωτάει ο δάσκαλος.
 -Χρήματα… Είναι για γράμματα. Μα δεν είναι πολλά. Άμα τα κάνω μπόλικα, θα τα φέρω εδώ να μου μάθεις. Μπορεί να γίνει αυτό κυρ-δάσκαλε;
 -Αν μπορεί;...
   Ο δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο μάτι για να διώξει ένα σκουπίδι. Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα μάτια.
  -Λοιπόν... πήγε να του πει.
   Η φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι σαν βραχνή.
   -Άστα... Άστα εκεί είπε, και πήγαινε... Αύριο, που θα παχνίσεις τα δαμάλια σου, έλα... του λέει.
  -Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρτιά, μολύβια;  
-Όχι, όχι, καλό μου παιδί... πώς είναι τ' όνομα σου;  
-Μέλιος.  
-Όχι, Μέλιο.
   Και πάλι ήταν αλλαγμένη η φωνή του, πιο πολύ αλλαγμένη και πιο βραχνή…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου