Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

«Ο καιρός των χρυσανθέμων»

Μάνος Ελευθερίου–Εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

 (Σαν σήμερα, 12 Μαρτίου το 1938 γεννήθηκε ο Μάνος Ελευθερίου, ο μεγάλος Συριανός λογοτέχνης. Στη μνήμη του δημοσιεύουμε σήμερα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το πρώτο του μυθιστόρημα , στο οποίο περιγράφει τη λαμπερή εικόνα του θεάτρου «Απόλλων» της Ερμούπολης του 19ου αιώνα…)

 "Από πολύ νωρίς το θέατρο «ΑΠΟΛΛΩΝ» ήταν σημαιοστολισμένο και φωταγωγημένο μέσα κι έξω και στις τρεις μεγάλες πόρτες της εισόδου είχαν καρφωθεί προσεκτικά φύλλα φοινικιά για να υποδεχτούν το κοινό απόψε που δινόταν σε δύο ευεργετικές παραστάσεις της Παρασκευοπούλου η «Φαύστα» του Δημητρίου Βερναρδάκη. .. Διαρκώς κατέφθαναν οι θεατές με άμαξες ή πεζοί όσοι έμεναν κοντά στο θέατρο, και οι κυρίες στέκονταν στη δεξιά μεριά του θεάτρου για ν’ αλλάξουν παπούτσια, γιατί ετούτα τα πρόχειρα που φόρεσαν είχαν γεμίσει λάσπες και τα ‘παιρναν γρήγορα οι μικρές υπηρέτριες, τα τύλιγαν προσεκτικά με πανιά ή εφημερίδες και τρέχανε κι αυτές μέσα στο θέατρο για να στριμωχτούν στο ψηλότερο θεωρείο και πολλές, αν σήκωναν τα χεράκια τους, θα άγγιζαν τα ζωγραφιστά αγγελάκια της κορυφής…

Το θέατρο έλαμπε. Οι τέσσερις της επιτροπής μπαινόβγαιναν ευχαριστημένοι , χαιρετώντας γνωστούς και αγνώστους, προσέχοντας να μη γίνει καμιά παρατυπία στις πωλήσεις των εισιτηρίων, ελέγχοντας τη συμπεριφορά των ανθρώπων που δούλευαν στο θέατρο, δίνοντάς τους οδηγίες για να ανοίξουν τα παράθυρα των επάνω ορόφων για να φεύγει ο καπνός των τσιγάρων… Οι γυναίκες τους είχαν ήδη θρονιαστεί στο πρώτο θεωρείο, που βρισκόταν πάνω στη σκηνή- και εκείνους πρώτους χαιρετούσαν με βαθιά υπόκλιση οι ηθοποιοί, όταν έκλεινε η αυλαία…

Τα θεωρεία άστραφταν από τα κοσμήματα και τα μεταξωτά των κυριών, που συχνά πυκνά κουνούσαν ναζιάρικα και με σκέρτσο το κεφαλάκι τους στους συνοδούς τους ή έγνεφαν σηκώνοντας ελαφρά το χέρι και, σαν να ‘παιζαν πιάνο στον αέρα, χαιρετούσαν γνωστούς και φίλους στα απέναντι θεωρεία ή στην πλατεία… 
Για κλάσματα δευτερολέπτου κοίταζαν τους απέναντί τους και ιδίως οι κυρίες, που προσπαθούσαν να κοστολογήσουν με φανερή περιέργεια και ζήλια την αξία των κοσμημάτων της καθεμιάς και να θυμηθούν αν είχαν δει σε κάποιο παριζιάνικο φιγουρίνι το φόρεμά της. 

Στην πλατεία δεν ήταν λίγες οι κυρίες που έλεγαν κιόλας στους διπλανούς τους την υπόθεση του έργου, γυρνώντας και πίσω τους για ν’ ακούγονται καλύτερα ή σκύβοντας και κάτι ψιθυρίζοντας στην μπροστινή κυρία και το σύζυγό της, «τι έργο, χρυσή μου… τι έργο… Και θα δεις την τελευταία σκηνή, ανάμεσα στο βασιλέα Κωνσταντίνο και τη Φαύστα και άσε πια τη σκηνή της εξομολογήσεως του έρωτά της προς τον Κρίσπο, ό,τι και να σου πω είναι λίγο… 
Μια ωραία μυρωδιά χρυσανθέμων και τριαντάφυλλων πλημμύριζε σιγά σιγά το θέατρο απ’ άκρη σ’ άκρη. Κάποιος από την επιτροπή είχε την τύχη να ανακαλύψει και ένα θαυμάσιο μυριστικό. Φύλλα αρωματικών θάμνων και βότανα στην οδό Ευριπίδου της Αθήνας… 
Μετά την παράσταση θα ακολουθούσε δείπνο στο σπίτι των Πινά με όλους τους ηθοποιούς του θιάσου και τουλάχιστον άλλους είκοσι εξωθεατρικούς , τα μεγάλα ονόματα της πόλης. «Σήμερα θα τους θαμπώσω, Άγγελέ μου», έλεγε η Ζενή στο σύζυγό της. «Θα βγάλω το μεγάλο μας καλό σερβίτσιο και θ’ ανοίξω και την άλλη τραπεζαρία για να βλέπουν στη βιτρίνα το μικρό σερβίτσιο που βγάλαμε στο βασιλιά μας Γεώργιο!» 

Στους δρόμους, έξω από το θέατρο, χιόνιζε πάλι και όλα πια ήταν κάτασπρα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου