Ιωάννας Καρυστιάνη -Εκδ.Καστανιώτης
Το διάγγελμα του Γεωργίου Β΄, με την κατάληξη εν τοις Ανακτόροις των Αθηνών, δεν άφησε καμιά αμφιβολία στη Σαλταφέραινα ότι κηρύχτηκε πόλεμος, είχε καθίσει να βουτήσει στον καφέ της και το άκουσε και στο ραδιόφωνο, στις 9:30 το πρωί έγιναν αεροπορικοί βομβαρδισμοί σε Τατόι, Πειραιά, Πάτρα, αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους, πάνω στα σύνορα αυτό, άλλωστε εδώ και ώρα οι καμπάνες όλων των εκκλησιών του νησιού σήμαιναν το κακό νέο, η Σαλταφέραινα με το εξασκημένο αυτί άκουγε τα ντιν νταν κι από τα μακρινά χωριά, τα μακρινά νησιά, τις πόλεις της άνω και κάτω Ελλάδας, μιας Ελλάδας άνω κάτω.
[…]
Η πλατεία πήχτρα στον κόσμο, παιδάκια με τη σχολική ποδιά, γυναίκες με την ποδιά της κουζίνας, αρχοντοκυρές και παραμάνες, ψαρομάλληδες, κοψομεσιασμένοι από την υγρασία, πεσμένοι πάνω στα μπαστούνια, πλάσματα σημαδεμένα από τη σύφιλη, και βέβαια αγόρια και νέοι άντρες που έσπευδαν να καταταγούν, θα έπαιρναν βαπόρι για τη Σύρα, πολλοί κατηφόριζαν ποδαρόδρομο από Βραχνού, Πιτροφό, Στραπουργιές, Στενιές, Αποίκια και την πιο ορεινή Βουρκωτή, σε παρέες, τραγουδώντας, σφυρίζοντας και κάνοντας ένα τρελό κέφι που οι γυναίκες δεν το συμμερίζονταν με τίποτα.
Ο παπα-Φίλιππας, με το χούι της ενέδρας, την είχε στημένη στην αποβάθρα κι όλο ξεφούρνιζε μέσα από τα ράσα του κουτιά με πούρα και κερνούσε τους στρατεύσιμους, ξεχνούσε να τους ευλογήσει με μια χριστιανική ευχή, θυμόταν όμως όλα τα ονοματεπώνυμα, δεκάδες κι εκατοντάδες ονοματεπώνυμα, χάιδευε τα μαλλιά των αγοριών, τους έκλεινε το μάτι, μέχρι που τους φιλούσε και το χέρι.
Το διάγγελμα του Γεωργίου Β΄, με την κατάληξη εν τοις Ανακτόροις των Αθηνών, δεν άφησε καμιά αμφιβολία στη Σαλταφέραινα ότι κηρύχτηκε πόλεμος, είχε καθίσει να βουτήσει στον καφέ της και το άκουσε και στο ραδιόφωνο, στις 9:30 το πρωί έγιναν αεροπορικοί βομβαρδισμοί σε Τατόι, Πειραιά, Πάτρα, αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους, πάνω στα σύνορα αυτό, άλλωστε εδώ και ώρα οι καμπάνες όλων των εκκλησιών του νησιού σήμαιναν το κακό νέο, η Σαλταφέραινα με το εξασκημένο αυτί άκουγε τα ντιν νταν κι από τα μακρινά χωριά, τα μακρινά νησιά, τις πόλεις της άνω και κάτω Ελλάδας, μιας Ελλάδας άνω κάτω.
[…]
Η πλατεία πήχτρα στον κόσμο, παιδάκια με τη σχολική ποδιά, γυναίκες με την ποδιά της κουζίνας, αρχοντοκυρές και παραμάνες, ψαρομάλληδες, κοψομεσιασμένοι από την υγρασία, πεσμένοι πάνω στα μπαστούνια, πλάσματα σημαδεμένα από τη σύφιλη, και βέβαια αγόρια και νέοι άντρες που έσπευδαν να καταταγούν, θα έπαιρναν βαπόρι για τη Σύρα, πολλοί κατηφόριζαν ποδαρόδρομο από Βραχνού, Πιτροφό, Στραπουργιές, Στενιές, Αποίκια και την πιο ορεινή Βουρκωτή, σε παρέες, τραγουδώντας, σφυρίζοντας και κάνοντας ένα τρελό κέφι που οι γυναίκες δεν το συμμερίζονταν με τίποτα.
Ο παπα-Φίλιππας, με το χούι της ενέδρας, την είχε στημένη στην αποβάθρα κι όλο ξεφούρνιζε μέσα από τα ράσα του κουτιά με πούρα και κερνούσε τους στρατεύσιμους, ξεχνούσε να τους ευλογήσει με μια χριστιανική ευχή, θυμόταν όμως όλα τα ονοματεπώνυμα, δεκάδες κι εκατοντάδες ονοματεπώνυμα, χάιδευε τα μαλλιά των αγοριών, τους έκλεινε το μάτι, μέχρι που τους φιλούσε και το χέρι.