(30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1898)
Το λογοτεχνικό αυτό ναυτικό διήγημα του Πέτρου Δ. Αργύρη είναι παρμένο από την πραγματικότητα. Συνέβη στα τέλη τον περασμένου αιώνα. Την αλήθεια της όλης υπόθεσης την μαρτυρεί το ΑΣΗΜΕΝΙΟ καράβι πού κρέμεται στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στις Σπέτσες.
“Ήταν ξημέρωμα του Άγιαντρέα 30 Νοεμβρίου του 1898
Τα περισσότερα σπίτια του νησιού τα φώτιζε ένα μικρό λυχνάρι ή κάποια λάμπα πετρελαίου. Οι νοικοκυρές ετοιμάζονταν για την εκκλησία μόλις ή πρώτη καμπάνα του Άγιαντρέα αντήχησε χαρμόσυνα.
Έξω έκανε τσουχτερό κρύο και μόλις είχε σταματήσει ή θύελλα πού σάρωσε τα πάντα χθες βράδυ.
Ήταν 8 περίπου ή ώρα κι ή εκκλησία ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο, παρά το τσουχτερό κρύο. Την ώρα 'κείνη έβγαζε ό παπάς τα "Άγια, όταν όλων τα μάτια στράφηκαν προς την πόρτα.
Ένα τσούρμο από γενειοφόρους, κακοντυμένους, μουσκεμένους και καταματωμένους από τις λαβωματιές μπήκε μέσα στην εκκλησία με επικεφαλής τον καπετάνιο. Πλησίασαν στην εικόνα του Άγιαντρέα και γονάτισαν όλοι. Σε μια στιγμή και ο παπάς σταμάτησε την ψαλμωδία βλέποντας τους.
Μπροστά, πρώτος γονάτισε ο καπετάνιος και μετά όλοι ναύτες.
Τα πρόσωπα τους φαίνονταν άγρια, παγωμένα και χλωμά. Ή αλμύρα της θάλασσας και κάποια μεγάλη ίσως αγωνία είχε χαράξει στα μέτωπα τους βαθιές ρυτίδες. Τα μαλλιά τους ήσαν κολλημένα στο κεφάλι τους ανακατεμένα με αίμα από τις πληγές τους. Τα ρούχα τους ήσαν σχεδόν κουρελιασμένα και διέκρινες από τις τρύπες των παντελονιών και πουκαμίσων τραύματα πού πάνω τους είχε ξεραθεί το αίμα.
Το λογοτεχνικό αυτό ναυτικό διήγημα του Πέτρου Δ. Αργύρη είναι παρμένο από την πραγματικότητα. Συνέβη στα τέλη τον περασμένου αιώνα. Την αλήθεια της όλης υπόθεσης την μαρτυρεί το ΑΣΗΜΕΝΙΟ καράβι πού κρέμεται στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στις Σπέτσες.
“Ήταν ξημέρωμα του Άγιαντρέα 30 Νοεμβρίου του 1898
Τα περισσότερα σπίτια του νησιού τα φώτιζε ένα μικρό λυχνάρι ή κάποια λάμπα πετρελαίου. Οι νοικοκυρές ετοιμάζονταν για την εκκλησία μόλις ή πρώτη καμπάνα του Άγιαντρέα αντήχησε χαρμόσυνα.
Έξω έκανε τσουχτερό κρύο και μόλις είχε σταματήσει ή θύελλα πού σάρωσε τα πάντα χθες βράδυ.
Ήταν 8 περίπου ή ώρα κι ή εκκλησία ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο, παρά το τσουχτερό κρύο. Την ώρα 'κείνη έβγαζε ό παπάς τα "Άγια, όταν όλων τα μάτια στράφηκαν προς την πόρτα.
Ένα τσούρμο από γενειοφόρους, κακοντυμένους, μουσκεμένους και καταματωμένους από τις λαβωματιές μπήκε μέσα στην εκκλησία με επικεφαλής τον καπετάνιο. Πλησίασαν στην εικόνα του Άγιαντρέα και γονάτισαν όλοι. Σε μια στιγμή και ο παπάς σταμάτησε την ψαλμωδία βλέποντας τους.
Μπροστά, πρώτος γονάτισε ο καπετάνιος και μετά όλοι ναύτες.
Τα πρόσωπα τους φαίνονταν άγρια, παγωμένα και χλωμά. Ή αλμύρα της θάλασσας και κάποια μεγάλη ίσως αγωνία είχε χαράξει στα μέτωπα τους βαθιές ρυτίδες. Τα μαλλιά τους ήσαν κολλημένα στο κεφάλι τους ανακατεμένα με αίμα από τις πληγές τους. Τα ρούχα τους ήσαν σχεδόν κουρελιασμένα και διέκρινες από τις τρύπες των παντελονιών και πουκαμίσων τραύματα πού πάνω τους είχε ξεραθεί το αίμα.