Απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη
«Οι αδερφοφάδες» - Εκδ. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
«…Ακούμπησε το πηγούνι του στο χοντρό ραβδί του ο παπα-Γιάνναρος κι ανέβηκαν οι μεγάλες θύμησες, φούσκωσε η καρδιά του… Χτυπούσε το κλουβί της να φύγει. Πώς ξαφνικά, τώρα και λίγα χρόνια, είχαν γεμίσει ετούτα τα βουνά φαντάρους κι ευζωνάκια, τι γιουρούσι ήταν εκείνο, τι φωνές, τι χαρές, τι συνέπαρμα θεϊκό, πώς ο θάνατος είχε κατατροπωθεί κι εξευτελιστεί από την ψυχή του ανθρώπου! Κι η Παναγιά, όχι πια μαυροφορεμένη, χαροκαμένη μάνα, παρά στρατεμένη κι αυτή, φορώντας το ηπειρώτικο χοντρόμαλλο ζιπούνι και στα πόδια χωριάτικες μενεξελιές κάλτσες και μ’ ένα μάλλινο σκούφο αψηλό, πολεμικό, σαν περικεφαλαία στα ξέπλεκα ψαρά μαλλιά της, πήγαινε μπροστά από τα ρωμέικα φουσάτα και χούγιαζε, κοιτάζοντας καταβορρά, κατά τους Άγιους Σαράντα και τον Αυλώνα! Τη νύχτα, μέσα στα ονείρατα του φαντάρου, τη μέρα, μέσα στον ήλιο και στα χιόνια, έτρεχε, φώναζε, δρασκέλιζε τα βουνά, κουβαλούσε τα κανόνια στη ράχη της, μοίραζε την κουραμάνα στους στρατιώτες και κρατούσε ένα μεγάλο αστέρευτο σταμνί δροσάτο νερό και τους πότιζε. Και μια φορά, ένα δειλινό, την είδε ετούτος ο παπάς, πριν ακόμα σκολάσει η μάχη, την είδε με τα μάτια του, να κρατάει απλωτά στην αγκαλιά της ένα λαβωμένο φαντάρο, βροχή οι οβίδες γύρα της κι αυτή δρασκελούσε τις μπροστοφυλακές κι έγερνε τρυφερά απάνω στο πληγωμένο αγόρι και του χαμογελούσε.
Μιαν άλλη μέρα, καταμεσήμερα, είδε
ο παπα-Γιάνναρος τον πρωτολεβέντη της Ελλάδας, τον Άι-Γιώργη, στο άσπρο του
άλογο, έτρεχε, τρικύμιζαν τα ξανθά μαλλιά του στον άνεμο και στα καπούλια του
αλόγου του κάθουνταν και τον κερνούσε από χρυσό μπρίκι μια κοπέλα μελαχρινή,
μεγαλομάτα –η Ελλάδα.
Όλα η ορατή κι αόρατη Ελλάδα είχαν
ανέβει αδερφωμένες στα ηπειρώτικα ετούτα κατσάβραχα, ψυχή και κορμί είχαν γίνει
ένα κι από θάμα σε θάμα, από βουνό σε βουνό, κυνηγούσαν τον πίβουλο ξενομπάτη
και λευτέρωσαν τ’ άγια χώματα…
-Όλη δόξα κι όλη χάρη είσαι,
κακομοίρα Ελλάδα, φώναξε ο παπα-Γιάνναρος, από τη φτέρνα ως την κορφή όλο ψυχή.
Δεν πρέπει να χαθείς, όχι, δε θα σε αφήσουμε εμείς να χαθείς, μάνα!»