Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

«Η φιλία είναι και δεν είναι παντοτινή»

Απόσπασμα από το νέο βιβλίο 
της Μάρως Βαμβουνάκη (εκδόσεις «Αρμός»)
 
 «…Την πρώτη μου ανάρτηση στο φέισμπουκ την έκανα απόγευμα με καύσωνα, τον Αύγουστο του 2014. Το γεγονός ότι δεν υποφέρω τη ζέστη του καλοκαιριού με έχει αρκετές φορές ωθήσει σε μια παραπάνω εργατικότητα προκειμένου να βρω ένα ενδιαφέρον, ένα καταφύγιο από το θερμό του μαρτύριο, να αποξεχαστώ…. 
Μέχρι τότε ελάχιστα γνώριζα, ελάχιστα με απασχολούσε. Μάλλον αρνητική ήταν η αόριστη ιδέα μου για το περίπλοκο σύμπαν του μέσα στο λάπτοπ. ‘Άκουγα ένα σωρό για τους κινδύνους του, τη δύναμή του, την επικινδυνότητα, ή την ανοησία του, κυρίως για την ανοησία του, αλλά ειλικρινά βαριόμουν να μπω κι εγώ στο παιχνίδι. Όμως εντέλει και σχετικά σύντομα κατέληξα πως, 
Το φέισμπουκ είναι ψυχογράφημα! 
Το λέω και το ξαναλέω και όσο περνά ο καιρός με την ενασχόληση, σιγουρεύομαι. Κανείς δεν ξεσκεπάζεται καλύτερα από εκείνον που επίμονα προσπαθεί να σκεπαστεί… 
Όπως ξεκίνησα να γράφω για τον δήθεν ψευτόκοσμο του φέισμπουκ, όσο το συλλογιζόμουν και όσο σύγκρινα, κατέληγα πως και το διαδίκτυο μιμείται και επαναλαμβάνει τελικά τη ζωή κι ας μην το θέλει. Καμιά φορά μάλιστα πιο έντιμα και ξεκαθαρισμένα στους όρους που υπογράφονται. Σε τελευταία ανάλυση και οι σχέσεις στο φέις, και οι σχέσεις στη ζώσα ζωή, είναι κι από τα δύο: και γνήσιες και εικονικές… 

Εννοείται πως η μέση φιλία στο φέισμπουκ δεν θα είναι παντοτινή, αργά ή γρήγορα ο ένας από τους δυο θα αραιώσει, θα σταματήσει να επικοινωνεί, θα κατεβάσει τη σελίδα του, θα την καταργήσει… 
Να όμως που και στη ζωντανή ζωή σχέσεις και φιλίες δεν είναι οπωσδήποτε παντοτινές… 
Και η αγάπη που είναι παντοτινή; Θα ρωτήσουν με το δίκιο τους κάποιοι. 
Η αγάπη μένει, μιλάμε για επαφές. Η αγάπη μένει, ίσως και να μεγαλώνει με ζωντανούς και νεκρούς μας, η αγάπη που συνεργάζεται πια με τη μνήμη είναι πάλι αγάπη, μπορεί και αγάπη πιο μεστή. Θα θυμίσω εκείνο το όμορφο: Έχω χρόνια να σε δω αλλά δεν έλειψες ποτέ από τη ζωή μου…

Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ»…

«Εκεί οπούφκιαχνα τις θέσες εις τους Μύλους(Κοντά στο Ναύπλιο) ήρθε ο Ντερνύς (Derigny Anri Gautier, Γάλλος ναύαρχος) να με ιδή. Μου λέγει. «Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραϊμη αυτού;»
– Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο θεός όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραϊμη, παρηγοριόμαστε μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν»
«Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ.
Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ» Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέμε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς»κι όχι στο «εγώ».»
«Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακορίζικους, όπου ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης.»  
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ- ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Το τρελοβάπορο

Οδυσσέας Ελύτης
(Ηράκλειο Κρήτης, 2 Νοεμβρίου 1911 
- Αθήνα, 18 Μαρτίου 1996)














Ο ήλιος, είναι για τον Ελύτη, σύμβολο χαράς της ελληνικής ψυχής, είναι η επιβεβαίωση της πίστης του ποιητή στη δύναμη της ζωής, στην παντοτινή λάμψη του ελληνικού πνεύματος. Είναι δύσκολο να πούμε αν ο Ελύτης γράφει ή ζωγραφίζει. Εκείνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι ότι η ποιητική του φαντασία δίνει εικόνες μαγικές, εικόνες με εξαιρετική ευαισθησία. Εικόνες μέσα από ένα βλέμμα καθαρό, γνήσιο, μέσα από μια παιδική ματιά. Μιλά με σύμβολα απλά, άμεσα, ζωντανά και κατανοητά. Αναζητά όμως και μια λέξη σπάνια και έντονη, που θα βάλει την προσωπική του σφραγίδα και αυτή, στο "Τρελοβάπορο" δεν είναι άλλη από τον"Ήλιο τον Ηλιάτορα" (www.agiazoni.gr/)

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά 
κι αρχίζει τις μανούβρες βίρα μάινα 

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές 
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ τις δυο μεριές 

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ\' όνειρο 
κι έχει λοστρόμο αθώο, ναύτη πονηρό. 

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

“Άνθρωπος στο πηγάδι”

Με αφορμή την σημερινή ημέρα γενεθλίων 
του Μάνου Ελευθερίου (12 του Μάρτη) 
αναδημοσιεύουμε κείμενο που έγραψε, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του “ Άνθρωπος στο πηγάδι ” (Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ)
 «Με τα πηγάδια έχω μια μυστική σχέση. Το πρώτο παραμύθι που θυμάμαι από τη γιαγιά μου αναφερόταν σε κάποιο πηγάδι. Ένας "δράκος" είχε φυλακίσει εκεί μέσα ένα κορίτσι αφάνταστης ομορφιάς. Ξέχασα τα υπόλοιπα.
 Η πατρίδα μου, η Σύρος, έχει πολλές στέρνες στις κουζίνες των σπιτιών και πολλά πηγάδια στις εξοχές. Το νερό το αγαπούν και το σέβονται. Κάποτε έκαναν λιτανείες για να βρέξει. Δεν πρόλαβα τέτοιες τελετές. Το 1983 κυκλοφόρησα μια ποιητική συλλογή με τίτλο "Το μυστικό πηγάδι", φόρος τιμής στις παιδικές αναμνήσεις μου.
 Το βρόχινο νερό που είχαν στις στέρνες ήταν για τη λάτρα του σπιτιού και για το λούσιμο των μαλλιών. Ακόμη θυμάμαι το μπρούντζινο σκέπασμα να γυαλίζει κι εκείνο τον αντίλαλο της φωνής που επέστρεφε μπάσα και άγνωστη.

 Στα πηγάδια που είχαν στις εξοχές για το πότισμα των κηπευτικών, πάντα υπήρχε προστατευτικό τοιχίο ολόγυρα από το στόμιό του και πάντα ξύλινο σκέπασμα. Δεν ξέρω τι συνέβη κι αυτά τα τοιχία γκρεμίστηκαν. Μόλις πέρυσι ένας δεκαοχτάχρονος, στην περιοχή της Βάρης της Σύρου, προχωρώντας νύχτα ανάμεσα σε χωράφια έπεσε σ' ένα απ' αυτά τα «αδέσποτα» πηγάδια.

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

Το καπλάνι της βιτρίνας (απόσπασμα)

Άλκη Ζέη (Δεκέμβρης 1923-Φεβρουάριος 2020) 
 Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 
 «Την Κυριακή, το χειμώνα, είναι η πιο βαρετή μέρα. Από το πρωί, η Μυρτώ κι εγώ παίζουμε, τσακωνόμαστε, διαβάζουμε κανένα βιβλίο, αλλά το απόγευμα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τί να κάνουμε. 
Τα απογεύματα μένουμε στο σπίτι μόνες με τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι ο διευθυντής του μπαμπά στην τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδερφή του παππού, πάει επίσκεψη στις φίλες της, κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια, έχει έξοδο. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του και διαβάζει τους «αρχαίους» του. Πηγαίνουμε τότε στην τζαμωτή βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες πάνω τους, μοιάζουν με δάκρυα… 
Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήταν έρημος. Ήταν σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ, ΒΟΥ, ΓΑ, ΔΕ, ΚΕ, ΖΩ, ΝΗ… Ήταν ο παππούς. Όταν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. 
Μετά ο παππούς ήρθε στη τζαμωτή, μας πήρε στην τραπεζαρία και μας έδωσε να φάμε καρύδια με μέλι. Όταν η Μυρτώ ζήτησε και τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς είπε:
 — Μυρτώ, τί προτιμάς; Κι άλλα καρύδια ή να σου διηγηθώ ένα μύθο; 
— Φυσικά, καρύδια — απάντησε εκείνη. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται.