Αφήγηση: Μαρία Τζώρτζη Βουτσίνου (Κοτσοντζόλενα) - Αύγουστος 1992
Καταγραφή: Κατερίνα Βουτσίνου – Πλαστουργού
«Τις Απόκριες ηκάνανε ρεφενάτα, ήβανες εσύ το φαί σου, εγώ το δικό μου, ξέρω γω, κι ημαζευούμαστε σ’ ένα σπίτι που ‘ταν το πιο μεγάλο κι ηδιασκεδάζαμε. Και την τελευταία απόκρια, την τελευταία Δευτέρα ηπηγαίναμε όλοι στο καφενείο με τα παιδιά μας. Τότε το καφενείο το είχε η Φραγκίσκα Φρέρη (Σκιγίδενα) με τον άντρα ντης το δουλεύανε, ηκάνανε λουκουμάδες, ηκάνανε τέτοια πράματα κι ήκανε και φαγιά και πηγαίνανε και διασκεδάζανε, αλλά την τελευταία απόκρια παίρναμε τα φαγιά μας όλοι, ίσαμε τη Δευτέρα το βράδυ ήτανε το γλέντι ηκρατούσε. Τη Κυριακή δε μας το δίνανε το καφενείο γιατί ηδουλεύανε και τη Δευτέρα ηπηγαίναμε και μέσα κει, ίσαμε το βράδυ ηγλεντούσαμε και τη Τρίτη το βράδυ ηκάνανε ο καθένας στο σπίτι ντου ένα καλό φαί, να κάτσουνε να κάνουνε αναμετάξυ ντονε, δυο τρεις γειτόνοι, τέτοια.
Καταγραφή: Κατερίνα Βουτσίνου – Πλαστουργού
«Τις Απόκριες ηκάνανε ρεφενάτα, ήβανες εσύ το φαί σου, εγώ το δικό μου, ξέρω γω, κι ημαζευούμαστε σ’ ένα σπίτι που ‘ταν το πιο μεγάλο κι ηδιασκεδάζαμε. Και την τελευταία απόκρια, την τελευταία Δευτέρα ηπηγαίναμε όλοι στο καφενείο με τα παιδιά μας. Τότε το καφενείο το είχε η Φραγκίσκα Φρέρη (Σκιγίδενα) με τον άντρα ντης το δουλεύανε, ηκάνανε λουκουμάδες, ηκάνανε τέτοια πράματα κι ήκανε και φαγιά και πηγαίνανε και διασκεδάζανε, αλλά την τελευταία απόκρια παίρναμε τα φαγιά μας όλοι, ίσαμε τη Δευτέρα το βράδυ ήτανε το γλέντι ηκρατούσε. Τη Κυριακή δε μας το δίνανε το καφενείο γιατί ηδουλεύανε και τη Δευτέρα ηπηγαίναμε και μέσα κει, ίσαμε το βράδυ ηγλεντούσαμε και τη Τρίτη το βράδυ ηκάνανε ο καθένας στο σπίτι ντου ένα καλό φαί, να κάτσουνε να κάνουνε αναμετάξυ ντονε, δυο τρεις γειτόνοι, τέτοια.