Σαν σήμερα, στις 26 Αυγούστου 1919, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Έλληνας σατιρικός ποιητής, δημοσιογράφος κι εκδότης της εφημερίδας «Ο Ρωμηός», ο Γεώργιος Σουρής, γεννημένος στην Ερμούπολη στις 2 Φεβρουαρίου 1883.
Έναν και πλέον αιώνα μετά το θάνατό του η σάτιρά του εξακολουθεί να είναι επίκαιρη σε βαθμό που εύκολα να πιστεύει κανείς ότι γράφτηκαν επί των ημερών μας!
Χαρακτηριστικό
–και όχι τόσο γνωστό- ποίημά του είναι αυτό που έγραψε για την «φωτιά της αγοράς»
σατιρίζοντας τόσο μεταφορικά τις τιμές της αγοράς που «έκαιγαν» (κι
εξακολουθούν να μας «καίνε»), όσο και κυριολεκτικά για τις φλόγες που τύλιξαν
την αγορά της Αθήνας.
Διαβάστε
το υπομονετικά μέχρι το τέλος και θα καταλάβετε γιατί ο Γεώργιος Σουρής υπήρξε
και παραμένει ο μεγαλύτερος -και ο πλέον διαχρονικός- σατιρικός ποιητής μας!
ΑΣ ΡΙΞΩΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ - ΣΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΜΑΣ ΤΗ ΦΩΤΙΑ
Κοντὰ στὴ
μιὰ καταστροφὴ καινούργια μᾶς προφθάνει,
κοντὰ στὶς τόσες συμφορὲς καὶ στὶς πολλὲς θυσίες,
δὲν ξέρω τίνος βάλθηκε παντοῦ φωτιὲς νὰ βάνει
καὶ κάθε βράδι νἄχουμε φρικτὲς φωτοχυσίες.
Καὶ δός του νέα πυρκαγιὰ καὶ κάτω στὸ παζάρι,
καὶ μέσα στὴ σαρακοστὴ ἐκάη τὸ χαβιάρι.
Ἐκάηκαν τὰ βούτυρα, τὰ μῆλα καὶ τ᾿ ἀχλάδια,
οἱ μπάμιες τὰ πετρέλαια, τὰ ραζακιὰ σταφύλια,
οἱ λεμονάδες, οἱ ἐλιὲς τὸ γιάτσο καὶ τὰ λάδια,
ἡ ζάχαρη καὶ ὁ καφές, λουμίνια καὶ φυτίλια.
Γιατ᾿ ἦλθαν χρόνια δίσεκτα, καταραμένα χρόνια,
νὰ ψήνονται στὴν ἀγορὰ καὶ τ᾿ ἄγουρα πεπόνια.
Ἦτο σχεδὸν
μεσάνυχτα καὶ λίγο περασμένα,
ὁ Ταβουλάρης ἔπαιζε στὸ θέατρο ἀκόμα,
ὅταν μπὰμ μποὺμ ἀκούσθηκαν στὰ ὕψη σκορπισμένα,
κι ὅλος ὁ κόσμος φώναξε ἀμέσως μ᾿ ἕνα στόμα:
Συναθροισθῆτε, σκαπανεῖς, ὁρμήσετε φαντάροι,
ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη χαλασμός... φωτιὰ καὶ στὸ παζάρι.
Κι ἰδοὺ μὲ
σκούφους ναυτικούς, μὲ νυχτικὰ φουστάνια,
γυναῖκες κι ἄνδρες ὤρμησαν μέσα στοὺς δρόμους ὅλοι,
μὲ στάμνες, μὲ πλατύσταμνα, καὶ μὲ τὰ γιαταγάνια,
κι ἔβλεπες σὰν στρατόπεδο τῶν Ἀθηνῶν τὴν πόλη.
Ἐν τούτοις μὲς στὴν ταραχὴ πολὺ παρετηρεῖτο,
πὼς μόνον ὁ πρωθυπουργὸς στὴν πυρκαγιὰ δὲν ἦτο.
Ὡς τὰ ἑπτὰ οὐράνια ἀνέβαιναν οἱ φλόγες,
κι ἐφώτιζαν τὰ τέσσερα τῆς πόλεως σημεῖα,
σὰν σκάγια ἐσκορπίζονταν τῶν σταφυλιῶν οἱ ρόγες,
καὶ πέριξ διεχέετο μεγάλη εὐθυμία…
Ὢ τόσων ἀναμνήσεων καημένο μου παζάρι,
μὲ τ᾿ ἀκριβά σου κρέατα, τὰ βρώμια σου τὰ ψάρια,
τὶς ξύλινες παράγκες σου, τὸν κάθε μακελάρη,
τὶς ζυγαριὲς τὶς ξύγκικες, τὰ ξύγκικα καντάρια,
αἰώνια στὴ μνήμη του κανεὶς θὰ σὲ φυλάττει
καὶ γαῖαν ἔχεις ἐλαφράν, ὦ Ἀγορὰ φιλτάτη.
Αὔγουστος
1884
(ΠΗΓΗ: http://users.uoa.gr/ )