Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

«Ο διαχρονικός Γεώργιος Σουρής»

 Σαν σήμερα, στις 26 Αυγούστου 1919, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Έλληνας σατιρικός ποιητής, δημοσιογράφος κι εκδότης της εφημερίδας «Ο Ρωμηός», ο Γεώργιος Σουρής, γεννημένος στην Ερμούπολη στις 2 Φεβρουαρίου 1883.

Έναν και πλέον αιώνα μετά το θάνατό του η σάτιρά του εξακολουθεί να είναι επίκαιρη σε βαθμό που εύκολα  να πιστεύει κανείς ότι γράφτηκαν επί των ημερών μας!

Χαρακτηριστικό –και όχι τόσο γνωστό- ποίημά του είναι αυτό που έγραψε για την «φωτιά της αγοράς» σατιρίζοντας τόσο μεταφορικά τις τιμές της αγοράς που «έκαιγαν» (κι εξακολουθούν να μας «καίνε»), όσο και κυριολεκτικά για τις φλόγες που τύλιξαν την αγορά της Αθήνας.

Διαβάστε το υπομονετικά μέχρι το τέλος και θα καταλάβετε γιατί ο Γεώργιος Σουρής υπήρξε και παραμένει ο μεγαλύτερος -και ο πλέον διαχρονικός- σατιρικός ποιητής μας!

ΑΣ ΡΙΞΩΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ - ΣΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΜΑΣ ΤΗ ΦΩΤΙΑ

Κοντὰ στὴ μιὰ καταστροφὴ καινούργια μᾶς προφθάνει,
κοντὰ στὶς τόσες συμφορὲς καὶ στὶς πολλὲς θυσίες,
δὲν ξέρω τίνος βάλθηκε παντοῦ φωτιὲς νὰ βάνει
καὶ κάθε βράδι νἄχουμε φρικτὲς φωτοχυσίες.
Καὶ δός του νέα πυρκαγιὰ καὶ κάτω στὸ παζάρι,
καὶ μέσα στὴ σαρακοστὴ ἐκάη τὸ χαβιάρι.
Ἐκάηκαν τὰ βούτυρα, τὰ μῆλα καὶ τ᾿ ἀχλάδια,
οἱ μπάμιες τὰ πετρέλαια, τὰ ραζακιὰ σταφύλια,
οἱ λεμονάδες, οἱ ἐλιὲς τὸ γιάτσο καὶ τὰ λάδια,
ἡ ζάχαρη καὶ ὁ καφές, λουμίνια καὶ φυτίλια.
Γιατ᾿ ἦλθαν χρόνια δίσεκτα, καταραμένα χρόνια,
νὰ ψήνονται στὴν ἀγορὰ καὶ τ᾿ ἄγουρα πεπόνια.

Ἦτο σχεδὸν μεσάνυχτα καὶ λίγο περασμένα,
ὁ Ταβουλάρης ἔπαιζε στὸ θέατρο ἀκόμα,
ὅταν μπὰμ μποὺμ ἀκούσθηκαν στὰ ὕψη σκορπισμένα,
κι ὅλος ὁ κόσμος φώναξε ἀμέσως μ᾿ ἕνα στόμα:
Συναθροισθῆτε, σκαπανεῖς, ὁρμήσετε φαντάροι,
ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη χαλασμός... φωτιὰ καὶ στὸ παζάρι.

Κι ἰδοὺ μὲ σκούφους ναυτικούς, μὲ νυχτικὰ φουστάνια,
γυναῖκες κι ἄνδρες ὤρμησαν μέσα στοὺς δρόμους ὅλοι,
μὲ στάμνες, μὲ πλατύσταμνα, καὶ μὲ τὰ γιαταγάνια,
κι ἔβλεπες σὰν στρατόπεδο τῶν Ἀθηνῶν τὴν πόλη.
Ἐν τούτοις μὲς στὴν ταραχὴ πολὺ παρετηρεῖτο,
πὼς μόνον ὁ πρωθυπουργὸς στὴν πυρκαγιὰ δὲν ἦτο.
Ὡς τὰ ἑπτὰ οὐράνια ἀνέβαιναν οἱ φλόγες,
κι ἐφώτιζαν τὰ τέσσερα τῆς πόλεως σημεῖα,
σὰν σκάγια ἐσκορπίζονταν τῶν σταφυλιῶν οἱ ρόγες,
καὶ πέριξ διεχέετο μεγάλη εὐθυμία…
Ὢ τόσων ἀναμνήσεων καημένο μου παζάρι,
μὲ τ᾿ ἀκριβά σου κρέατα, τὰ βρώμια σου τὰ ψάρια,
τὶς ξύλινες παράγκες σου, τὸν κάθε μακελάρη,
τὶς ζυγαριὲς τὶς ξύγκικες, τὰ ξύγκικα καντάρια,
αἰώνια στὴ μνήμη του κανεὶς θὰ σὲ φυλάττει
καὶ γαῖαν ἔχεις ἐλαφράν, ὦ Ἀγορὰ φιλτάτη.

Αὔγουστος 1884

(ΠΗΓΗ: http://users.uoa.gr/ )

Σάββατο 19 Αυγούστου 2023

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο

Απόσπασμα από τον "Ήλιο τον Πρώτο"
(Οδυσσέας Ελύτης)



Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο 
κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο 
ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες. 
Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού 
αδερφάκι του σύννεφου! 

Κοντά σου είδες ν' ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο, 
άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι. 
Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες, 
τα πιο χρωματιστά. 

Βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου, 
ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο 
και πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα. 

Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη, 
το πρωινό λουτρό της το φύλλο της φραγκοσυκιάς, 
το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου, 
αλλά και τ' αγριοχαμόγελο. 

Σε μεγάλους χτύπους δέντρων. 
Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάς 
εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα. 
Εκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερού, 
εκεί που τ' άστρα προμηνούν τη θύελλα. 

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο 
χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικο. 
Παντελονάκι αέρινο, 
στήθος του βράχου κρίνο του νερού. 
Μορτάκι του άσπρου σύννεφου!

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2023

«Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο»

 Μαίρη Κόντζογλου–Εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

 «Η ανάγνωση, όπως και η συγγραφή, τελικά είναι αγρύπνια» λέει της Θεολογίας ο βαθυστόχαστος ιδιοκτήτης του Φεγγαριού, βιβλιοπωλείου που διανυκτερεύει για να βρίσκουν εκεί καταφύγιο οι αθεράπευτα βιβλιομανείς, και την προσλαμβάνει… 

Μια νύχτα που η πόλη δακρύζει από την πυκνή ομίχλη, το Φεγγάρι δέχεται κάθε είδους επισκέπτες: εραστές της λογοτεχνίας, προδομένες υπάρξεις, οικονομικούς και ερωτικούς μετανάστες, διανοούμενους και τύπους λαϊκούς, επιχειρηματίες και καλλιτέχνες, ορθολογιστές και ρομαντικούς, ακόμη και ήρωες του Σαίξπηρ.
Όλοι τους, μέσα στη ζεστασιά του Φεγγαριού, θα απλώσουν την προσωπική τους πραμάτεια, τις πληγές, τα όνειρα, τις χαρές και τις λύπες τους, αγωνίες, ελπίδες και δεδομένα και θα γεμίσουν τις ώρες της αγρύπνιας μέχρι ο ήλιος να λάμψει πάλι.

Παρ’ όλο τον σχεδιασμό και τις λεπτομερείς ετοιμασίες, το ξεκίνημα ενός καινούργιου βιβλίου –όπως και η αναχώρηση για ένα ταξίδι– ποτέ δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί και αγνοεί παντελώς πού θα την οδηγήσει, σε ποια ακτή ονείρων θα την ξεβράσει μισοπνιγμένη από τη συγκίνηση, σε πόσες βουνοκορφές θα την ανεβάσει για να αγναντέψει τις πεδιάδες των ιστοριών κάτω από τα πόδια της.

(ΠΗΓΗ: https://www.literature.gr/ )

 Διαβάστε ένα απόσπασμα ΕΔΩ.


Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

Γιάννης Ρίτσος:

«Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού»
                     (Απόσπασμα-Εκδ. ΚΕΔΡΟΣ) 

 Το «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» είναι ένα λυρικό ποίημα που αναφέρεται στα παιδικά χρόνια. Ένα αφιέρωμα στα νιάτα, στη χαρά και στην ελευθερία. 

 «ΤΩΡΑ έχουν κλείσει τα σχολεία. Έχουμε καλοκαίρι. 
 Μαζεύουμε λουλούδια και τζιτζίκια και γεμίζουμε το γραφείο του πατέρα και τα τραπέζια όπου σκύβαμε τις νύχτες του χειμώνα διαβάζοντας λατινικά. 
 Αντί για αλάτι ρίχνουμε κρυφά δυό φούχτες ήλιο και φαί που μαγερεύει η μάνα μας. 
 Το μεσημέρι δε θα φάει κανένας. 
 Μέσα στα πιάτα θα γυαλίζει ο ήλιος. 
 Ο πατέρας θα ‘ναι σοβαρός. 
 Η μητέρα λυπημένη. 
 Εμείς θα κάνουμε πως δεν ξέρουμε τίποτα. 
Θα κοιτάμε απ’ το παράθυρο τον ήλιο και θα κρυφογελάμε. 
 Εμείς θα φάμε το φαΐ μας. 
Κι όταν έρθει μεθαύριο ο χειμώνας, ακόμα ο ήλιος θα φέγγει στην καρδιά μας. 
 ΑΡΧΙΣΕ κείνο το παιχνίδι που ‘χε τελειώσει. 

 Οι παπαρούνες μέθυσαν από ήλιο κι έγιναν κόκκινες πεταλούδες που γεμίζουν τον αέρα, κάθουνται στ’ άσπρο καμπαναριό της μικρής αγροτικής εκκλησιάς και ζυγιάζουνται στους ώμους των περιστεριών. 
Τούτη την ώρα δεν ξέρουμε τίποτα να πούμε – μια κι ο ήλιος που ξέρει απ’ όλους πιο πολλά μας φωνάζει να παίξουμε στον κάμπο…»