Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

«Μίλησε, μνήμη»

(Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, ο Κώστας Ακρίβος - https://bookpress.gr/)

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ 

«Είμαστε και οι δύο πέντε χρονών. Έχετε έρθει για καλοκαίρι στην Αθήνα με τη μαμά σου απ΄ τον Βόλο. Μένουμε στα Τουρκοβούνια. Ο μπαμπάς δουλεύει στο ζαχαροπλαστείο Ρωσσικόν. Αυτές τις μέρες πήρε άδεια γιατί θέλει να σας δείξει τα αξιοθέατα. Πήγαμε στο Σούνιο, στον Λυκαβηττό, στο Ζάππειο, στην Κηφισιά, στο Σύνταγμα, σήμερα στην Ακρόπολη. Τα βράδια γυρίζουμε με το Ντεσεβό του μπαμπά στα λούνα παρκ. Σου αρέσουν τα συγκρουόμενα, εμένα οι κούνιες. Πηγαίνουμε και σε κέντρα που παίζουν μουσική. Σε έμαθα να χορεύεις τουίστ και όλοι οι άλλοι γελάνε μαζί μας με τις φιγούρες που κάνουμε. 

Ένα βράδυ πήγαμε στις Τζιτζιφιές, εκεί που τραγουδάει ένας μεγάλος τραγουδιστής που τον λένε Μπιθικώτση. Χτες το βράδυ ήρθες κρυφά στο κρεβάτι μου και είπες πως όλα αυτά τα βλέπεις για πρώτη φορά στη ζωή σου και σου αρέσουν πάρα πολύ. Ναι, όμως εσύ έχεις μπει σε καράβι και σε τρένο που εγώ ακόμα δεν έχω μπει. Με τη μαμά σου ταξιδέψατε με το πλοίο ΚΥΚΝΟΣ μέχρι τη Χαλκίδα και από εκεί ως την Αθήνα με το τρένο. Του χρόνου που θα έρθουμε εμείς στον Βόλο, θα πηγαίνουμε κάθε μέρα για μπάνιο στη θάλασσα και θα κάνουμε εκδρομές στο όμορφο βουνό που έχετε. Ωραία δεν είναι εδώ στην Ακρόπολη; Η μαμά σου ήξερε όλη την ιστορία για τα αρχαία και μας την είπε. Εμείς δεν φοράμε γυαλιά για τον ήλιο, οι μεγάλοι φοράνε. 
Χτες το Σάββατο πήγαμε στον Κατράντζο και σου αγόρασαν καινούργια παπούτσια, επειδή δεν σου αρέσει να φοράς τα πλαστικά σαντάλια. Εδώ δείχνεις πως θέλεις να γελάσεις, αλλά δεν σε αφήνει ο θυμός, επειδή το πρωί σε έβαλαν να πιεις με το ζόρι το γάλα που εσύ το σιχαίνεσαι. Πολλές φορές πεισμώνεις και θέλεις πάντα να γίνεται το δικό σου. Εγώ γελάω μαζί σου, αλλά εσύ μου κάνεις όλα τα χατίρια. Έχεις φέρει μαζί σου το άλμπουμ της ΜΕΛΟ, γιατί λες ότι ψάχνεις να βρεις τη σημαία από μια χώρα της Αφρικής που σου λείπει και εδώ στην πρωτεύουσα μπορεί να ΄σαι τυχερός και να τη βρεις. 
Μερικές φορές ο μπαμπάς μου και η μαμά σου κουβεντιάζουν για κάτι που το λένε «τα πολιτικά» και μιλάνε ψιθυριστά λες και δεν θέλουν να τους ακούσει κανένας άλλος. 
Εγώ όταν θα μεγάλωνα, ήθελα να γίνω γιατρός στα μικρά παιδιά. Όμως δεν πρόλαβα, «έφυγα» λίγες μέρες, αφού είχα κλείσει τα δεκαοχτώ. Οι μεγάλοι «έφυγαν» πολύ αργότερα, όταν μεγάλωσαν κι άλλο. 
Όμως θέλω να ξέρεις πως αυτό ήταν το καλύτερο καλοκαίρι της ζωής μου και εσύ ο πιο αγαπημένος ξάδερφος που είχα...»

ΠΗΓΗ: https://bookpress.gr/

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Η Νόσος του Μικρού Θεού

Ευτυχία Γιαννάκη, εκδ. Ίκαρος 

Πάρος, Κυκλάδες, Αθήνα, Ζυρίχη. Καλοκαίρι 2018...

Μια γυναίκα εντοπίζεται νεκρή στο σκάφος της στο νότιο άκρο της Πάρου. Ο Αστυνόμος Χάρης Κόκκινος θα εμπλακεί σε μια υπόθεση που θα τον αναγκάσει να βουτήξει στη μικρή κοινωνία του νησιού, στο σκοτεινό παρελθόν της, σε παράξενα σουβενίρ και σε κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας, σε οικογένειες που αποτελούν το τέλειο εγκληματολογικό εργαστήριο και τελικά στον δικό του βυθό, εκεί που το φως μπλέκεται με το σκοτάδι...

H νόσος του μικρού θεού, το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα της Ευτυχίας Γιαννάκη, σηματοδοτεί την επιστροφή της στο σκοτεινό και εύπλαστο σύμπαν του Αστυνόμου Χάρη Κόκκινου με το πρώτο μέρος μιας νέας σειράς αστυνομικών μυθιστορημάτων και τον γενικό τίτλο «Η Τριλογία του βυθού». 

«Είναι ένας μικρός θεός. Ξέρεις ποιον λένε μικρό θεό;» 
«Δεν έχω ιδέα». 
«Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία». 
«Δεν σκαμπάζω απ’ αυτά. Το μυαλό μου είναι φτιαγμένο μόνο για νούμερα». 
«Είναι το κεφάλι ενός Έρωτα. Μικρός θεός λέγεται ο Έρωτας».

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

«Η θάλασσα μες στα χέρια μας»

(Αποσπάσματα από το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ 
 «Το καλοκαίρι» Εκδόσεις Πατάκη)

 "Μεγάλωσα στη θάλασσα και η φτώχεια ήταν για μένα χλιδή, ύστερα έχασα τη θάλασσα κι όλη η πολυτέλεια τότε μου φάνηκε γκριζωπή, η μιζέρια αβάσταχτη. Από τότε περιμένω. ¨
Περιμένω τα πλοία του γυρισμού, το σπίτι των νερών, τη διάφανη μέρα. Κάνω υπομονή, βάζω τα δυνατά μου να είμαι ευγενικός. Με βλέπουν να περνώ απ’ όμορφους δρόμους όλο σοφία, θαυμάζω τα τοπία, χειροκροτώ όπως όλος ο κόσμος, δίνω το χέρι, κάποιος άλλος μιλά με τη φωνή μου. Με επαινούν, ονειρεύομαι λίγο, με προσβάλλουν, μόλις που αντιδρώ. 
 Ύστερα ξεχνώ και χαμογελώ σ’ εκείνον που με προσβάλλει ή χαιρετώ με υπερβολική ευγένεια τον άλλο που αγαπώ. Τι να κάνω όταν δε θυμάμαι παρά μονάχα μια εικόνα; Με προστάζουν τέλος να τους πω ποιος είμαι. «Ακόμα τίποτα, ακόμα τίποτα…» […] 
[…] Τα μεσάνυχτα μόνος στην ακροθαλασσιά. Θα περιμένω κι άλλο και ύστερα θα φύγω. Ακόμα κι ο ουρανός στέκει ακίνητος μ’ όλα τα αστέρια του, όπως εκείνα τα υπερωκεάνια γεμάτα φώτα που, τούτη την ίδια ώρα, φωτίζουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο τα σκοτεινά νερά των λιμανιών. 
 Ο χώρος και η σιωπή σμίγουν και γίνονται βάρος στην καρδιά. Μια ξαφνική αγάπη, ένα μεγάλο έργο, μια αποφασιστική πράξη, μια σκέψη που μεταμορφώνει προκαλούν σε ορισμένες στιγμές την ίδια ανυπόφορη αγωνία, ανάμεικτη μ’ ακαταμάχητα θέλγητρα. 
 Γλυκιά υπαρξιακή αγωνία, εξαίσιο άγγιγμα ενός κινδύνου που δεν ξέρουμε τ’ όνομά του, το ότι ζω σημαίνει άραγε πως τρέχω προς το χαμό μου; Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς το χαμό μας. Είχα πάντα την αίσθηση πως ζούσα στο πέλαγος, σε κίνδυνο, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης ευτυχίας." 

 Πηγή : https://www.andro.gr/