Σαν σήμερα -26 Αυγούστου 1919- πέθανε ο Γεώργιος Σουρής, διαχρονικά επίκαιρος σατυρικός ποιητής, δημοσιογράφος κι εκδότης της εφημερίδας «Ο ΡΩΜΗΟΣ». Με αφορμή την επέτειο αυτή δημοσιεύουμε το κλασικό ποίημά του «Ο Ρωμηός»! Άραγε, αν ζούσε σήμερα ο Σουρής, θα άλλαζε κάτι στους στίχους του ή θα τους άφηνε ίδιους κι απαράλλαχτους, αφού ο σύγχρονος «Ρωμηός» δεν άλλαξε τις συνήθειες και τη νοοτροπία του;
Στον καφενέ απ’ έξω σαν
μπέης ξαπλωμένος,
τού ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.
Σε μια καρέκλα το ‘να ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τούς υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.
Ψυχή μου! τι λιακάδα! τι ουρανός! τι φύσις!
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω
και στρίβω το μουστάκι μ’ αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τον νου στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.
Τη φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ...
Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.
Στον καφετζή ξεσπάω...φωτιά και κείνος παίρνει.
Αμέσως άνω κάτω τού κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος δεν πληρώνω...δεκάρα τον καφέ.