Η 28η Οκτωβρίου 1940 υπήρξε ένα γεγονός καθοριστικό για την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Ο ίδιος κατατάχθηκε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Λίγους μήνες αργότερα, στις 13 Φεβρουαρίου 1941,τον μετέθεσαν στην πρώτη γραμμή.
«…Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε με στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε
ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδιοι τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι
από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά
ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου
κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και
αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία – μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή
φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα
ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό,
κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα
σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε
μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’
αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το’ χε
συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως….»