Το μόνο βίος των περήφανων Ελλήνων
“ Δύο κληματόβεργες, το μόνο βίος των περήφανων Ελλήνων του Πόντου, που κυνηγημένοι εγκαταλείπουν την πατρική γη και παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς! Τόσοι νομάτοι η οικογένεια του παπα-Χαράλαμπου, ρίξαμε μαύρη πέτρα στη γη που μας ανάθρεψε, και γυρέψαμε μια νέα πατρίδα.
Δύσκολος δρόμος, επικίνδυνος, οι Τούρκοι στο κατόπι μας, να κυνηγούν τους άπιστους, να κλέβουν, να βιάζουν τις γυναίκες μας, να μαγαρίζουν εκκλησιές και σύμβολα Ελληνικά και Ορθόδοξα. Μα εμείς δεν χάσαμε ποτέ την ανθρωπιά μας κι όποτε χρειάστηκε το δείχναμε, πως ήμασταν ανώτεροι απ’ τον εχθρό μας.
Όμως και η πατρίδα που αφήσαμε, δεν χάνεται ποτέ, δεν λησμονιέται, δεν πεθαίνει. Έχει τις ρίζες της βαθιά χωμένες στην ψυχή και το νου μας. Όπως τ’ αμπέλια που ριζώνουν στα έγκατα της άνυδρης γης και δίνουν τους καρπούς τους.
Δυο κληματόβεργες λοιπόν απ’ το παλιό τ’ αμπέλι μας, το μόνο βιος μας, μας θυμίζουν για πάντα την πρότερη ζωή μας, μας δένουν με ό,τι αγαπήσαμε, έτσι που να μη λησμονήσουμε ποτέ, όπου κι αν βρεθούμε, τ’ αμπέλι μας στον Πόντο…”
“ Δύο κληματόβεργες, το μόνο βίος των περήφανων Ελλήνων του Πόντου, που κυνηγημένοι εγκαταλείπουν την πατρική γη και παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς! Τόσοι νομάτοι η οικογένεια του παπα-Χαράλαμπου, ρίξαμε μαύρη πέτρα στη γη που μας ανάθρεψε, και γυρέψαμε μια νέα πατρίδα.
Δύσκολος δρόμος, επικίνδυνος, οι Τούρκοι στο κατόπι μας, να κυνηγούν τους άπιστους, να κλέβουν, να βιάζουν τις γυναίκες μας, να μαγαρίζουν εκκλησιές και σύμβολα Ελληνικά και Ορθόδοξα. Μα εμείς δεν χάσαμε ποτέ την ανθρωπιά μας κι όποτε χρειάστηκε το δείχναμε, πως ήμασταν ανώτεροι απ’ τον εχθρό μας.
Όμως και η πατρίδα που αφήσαμε, δεν χάνεται ποτέ, δεν λησμονιέται, δεν πεθαίνει. Έχει τις ρίζες της βαθιά χωμένες στην ψυχή και το νου μας. Όπως τ’ αμπέλια που ριζώνουν στα έγκατα της άνυδρης γης και δίνουν τους καρπούς τους.
Δυο κληματόβεργες λοιπόν απ’ το παλιό τ’ αμπέλι μας, το μόνο βιος μας, μας θυμίζουν για πάντα την πρότερη ζωή μας, μας δένουν με ό,τι αγαπήσαμε, έτσι που να μη λησμονήσουμε ποτέ, όπου κι αν βρεθούμε, τ’ αμπέλι μας στον Πόντο…”