«Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού»
(Απόσπασμα-Εκδ. ΚΕΔΡΟΣ)
Το «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» είναι ένα λυρικό ποίημα που αναφέρεται στα παιδικά χρόνια. Ένα αφιέρωμα στα νιάτα, στη χαρά και στην ελευθερία.
«ΤΩΡΑ έχουν κλείσει τα σχολεία. Έχουμε καλοκαίρι.
Μαζεύουμε λουλούδια και τζιτζίκια και γεμίζουμε το γραφείο του πατέρα και τα τραπέζια όπου σκύβαμε τις νύχτες του χειμώνα διαβάζοντας λατινικά.
Αντί για αλάτι ρίχνουμε κρυφά δυό φούχτες ήλιο και φαί που μαγερεύει η μάνα μας.
Το μεσημέρι δε θα φάει κανένας.
Μέσα στα πιάτα θα γυαλίζει ο ήλιος.
Ο πατέρας θα ‘ναι σοβαρός.
Η μητέρα λυπημένη.
Εμείς θα κάνουμε πως δεν ξέρουμε τίποτα.
Θα κοιτάμε απ’ το παράθυρο τον ήλιο και θα κρυφογελάμε.
Εμείς θα φάμε το φαΐ μας.
Κι όταν έρθει μεθαύριο ο χειμώνας, ακόμα ο ήλιος θα φέγγει στην καρδιά μας.
ΑΡΧΙΣΕ κείνο το παιχνίδι που ‘χε τελειώσει.
Οι παπαρούνες μέθυσαν από ήλιο κι έγιναν κόκκινες πεταλούδες που γεμίζουν τον αέρα, κάθουνται στ’ άσπρο καμπαναριό της μικρής αγροτικής εκκλησιάς και ζυγιάζουνται στους ώμους των περιστεριών.
Τούτη την ώρα δεν ξέρουμε τίποτα να πούμε – μια κι ο ήλιος που ξέρει απ’ όλους πιο πολλά μας φωνάζει να παίξουμε στον κάμπο…»
(Απόσπασμα-Εκδ. ΚΕΔΡΟΣ)
Το «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» είναι ένα λυρικό ποίημα που αναφέρεται στα παιδικά χρόνια. Ένα αφιέρωμα στα νιάτα, στη χαρά και στην ελευθερία.
«ΤΩΡΑ έχουν κλείσει τα σχολεία. Έχουμε καλοκαίρι.
Μαζεύουμε λουλούδια και τζιτζίκια και γεμίζουμε το γραφείο του πατέρα και τα τραπέζια όπου σκύβαμε τις νύχτες του χειμώνα διαβάζοντας λατινικά.
Αντί για αλάτι ρίχνουμε κρυφά δυό φούχτες ήλιο και φαί που μαγερεύει η μάνα μας.
Το μεσημέρι δε θα φάει κανένας.
Μέσα στα πιάτα θα γυαλίζει ο ήλιος.
Ο πατέρας θα ‘ναι σοβαρός.
Η μητέρα λυπημένη.
Εμείς θα κάνουμε πως δεν ξέρουμε τίποτα.
Θα κοιτάμε απ’ το παράθυρο τον ήλιο και θα κρυφογελάμε.
Εμείς θα φάμε το φαΐ μας.
Κι όταν έρθει μεθαύριο ο χειμώνας, ακόμα ο ήλιος θα φέγγει στην καρδιά μας.
ΑΡΧΙΣΕ κείνο το παιχνίδι που ‘χε τελειώσει.
Οι παπαρούνες μέθυσαν από ήλιο κι έγιναν κόκκινες πεταλούδες που γεμίζουν τον αέρα, κάθουνται στ’ άσπρο καμπαναριό της μικρής αγροτικής εκκλησιάς και ζυγιάζουνται στους ώμους των περιστεριών.
Τούτη την ώρα δεν ξέρουμε τίποτα να πούμε – μια κι ο ήλιος που ξέρει απ’ όλους πιο πολλά μας φωνάζει να παίξουμε στον κάμπο…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου