«…Ωστόσο οι μηχανές μήτε από ιστορία ξέρουν, μήτε από καρδιά. Οι ερπύστριες γύρισαν. Το αγριο τέρας, αναποδογύρισε τη γυναίκα, μάτσισε την άσφαλτο, σκαρφάλωσε στο πεζοδρόμιο. Τα παιδιά, αλύγιστα, τραγουδούσαν ασταμάτητα μπροστά του, σκαρφαλωμένα σαν άγγελοι θεού πάνω στα κάγκελα της πύλης. Μαζί τους πάντα κι εκείνος κι δυό του γιοί. Το τέρας μούγκρισε, πήρε φόρα, ώρμησε. Η πύλη γκρεμίστηκε στο λεφτό, έγινε άμορφος σωρός, χώματα, σίδερα. Ο όλεθρος κι θάνατος πέρασαν από πάνω αδάκρυτοι, αλέθοντας πέτρες, τραγούδια και σάρκες...
Με την αύριο, όταν οι δυνάμεις της «εξουσίας» καθάριζαν τον τόπο της σφαγής απ’ τα αίματα κα τις άλλες ακαθαρσίες, βρήκαν μες στο σωρό ένα κομμάτι ξεσκισμένο σακκακιού, με μιαν ανοιχτή τσέπη να χάσκη μπροστά στα βαριεστημένα τους μάτια. Μεσ’ απ’ αυτήν την τσέπη ξεμύτιζε ένα βρώμικο χαρτί. Το τράβηξαν, το εξέτασαν. Διάβασαν τούτα τα γράμματα με μολύβι...
Κ α τ α γ γ έ λ λ ω
Κ α τ α γ γ έ λ λ ω τ ο ν ε α υ τ ό μ ο υ , π ο υ δ ε ν ξ ύ π ν η σ α π ι ο μ π ρ ο σ τ ά , π ο υ δ ε ν ξ ε σ η κ ώ θ η κ α π ι ο μ π ρ ο σ τ ά , ν’ α ν τ ι σ τ α θ ώ σ τ η β ί α κ α ι σ τ ο ν τ ρ ό μ ο . Κ α τ α γ γ έ λ λ ω τ ο ν ε α υ τ ό μ ο υ , π ο υ υ π ή ρ ξ α έ ν α ς π ο λ ί τ η ς ε λε ε ι ν ή ς μ ο ρ φ ή ς ...»
Από το μυθιστόρημα «Ένας πολίτης ελεεινής μορφής», Αθήνα 1975
( ΠΗΓΗ: http://www.sarantakos.com)