Ίσως 1948. Εγώ 10 χρονών. Στο μέγαρο Τσιροπινά ,άδειο από τότε, η Κατίνα Σιδερή μου μάθαινε γαλλικά. Θυμάμαι μόνο τη λέξη table –το τραπέζι. Οι Γάλλοι, το ουδέτερο τραπέζι το έχουν θηλυκό. La table. Αυτή τη λέξη μόνο από εκείνο τον καιρό θυμάμαι από τα μαθήματα της.
Λίγο αργότερα θα μάθαινα μόνος μου πια ότι και ο θάνατος, στα γαλλικά, είναι γένους θηλυκού.La mort.Έτσι τον θέλουν οι Γάλλοι. Οι Έλληνες τον κρατήσαμε άνδρα.
Ο απόηχος του εμφυλίου πολέμου μόλις και ακουγόταν τότε στις συζητήσεις. Αργότερα άκουγα όλους για τον 380 παράλληλο. Οι στερήσεις όμως χτυπούσαν την πόρτα κάθε πρωί όλων σχεδόν των κατοίκων.
Έρχονταν καραβοτσακισμένοι θίασοι, κάπου κάπου κι ένας περιπλανώμενος μάγος ή ένας παλαιστής, ο οποίος έκανε τα θαύματα του στην πλατεία του Ηρώου-δηλαδή στην καρδιά της γειτονιάς της Κατίνας Σιδερή, και δίπλα στην δική μου.
Η σιωπή γύρω απ’ τα ερειπωμένα εργοστάσια συνεχώς μεγάλωνε. Από το μάθημα των γαλλικών θυμάμαι ακόμη ένα θαυμάσιο γαλλικό παιδικό βιβλίο με έξοχες λιθογραφίες που πήρα ως δώρο στο τέλος μιας περιόδου για κάποια, προφανώς επίδοση μου. Το έδωσα για το διαβάσει στην χαμένη πια και αγαπημένη φίλη Μαρουσώ Κοτσολάκη.
Δεν το ξαναείδα. Επί 30 και 40 χρόνια την ικέτευα να το βρει. Κάποια στιγμή το βρήκε στο παλιό της σπίτι, αλλά το νερό της βροχής που έμπαινε απ΄ τη στέγη, το κατέστρεψε. Και το πέταξε. Αλλά η Μαρουσώ δεν ήταν αυτού του κόσμου. ΄Ηταν άλλου κόσμου. Για μένα όμως αυτό το ταπεινό βιβλίο ήταν το εισιτήριο μιας αγάπης της Κατίνας Σιδερή για να μπω στο θέατρο του κόσμου. Αυτό το ελάχιστο δώρο χάθηκε. Και ήταν από τα δύο τρία αντικείμενα της παιδικής μου ηλικίας.
΄Εχω διεξέλθει το περιοδικό που εξέδιδε με την Ρίτα Μπούμη. Κορίτσια του Μεσοπολέμου που ζητούσαν στην ταπεινή επαρχία τους πόρτες και παράθυρα που ίσως τα οδηγούσαν κάπου αλλού. Η δουλειά- χειροποίητη- ενός περιοδικού είναι εξοντωτική. Συλλογή συνεργασιών, ταξινόμηση, διόρθωση δοκιμίων, εκτύπωση, μεταφορά των τευχών σε κάποιο σπίτι, αντιγραφή διευθύνσεων για δημοσιογράφους, για τιμής ένεκεν, για συνδρομητές, προώθηση στο Ταχυδρομείο και επιστροφή στο σπίτι με την ψυχή στο στόμα για την ετοιμασία του επόμενου τεύχους.
Τον Νοέμβριο του 1930 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή της Ρίτας Μπούμη "Τα τραγούδια στην αγάπη" Στην τέταρτη σελίδα υπάρχει η σημείωση ότι ¨Οι βινιέτες¨ του βιβλίου έχουν σχεδιαστεί από την ερασιτέχνιδα δεσποινίδα Κατίνα Μπάιλα, η μετέπειτα Κατίνα Σιδερή.
Οι βινιέτες είναι μέσα στο κλίμα του Μεσοπολέμου. Φωλιά με χελιδόνια. Δύο χέρια στον αέρα που ραντίζουν το άπειρο με ροδοπέταλα. Τρία γυμνά γυναικεία χέρια .Στο τέλος ένα ακάνθινο στεφάνι. Το βιβλίο το αγόρασα σε κάποια δημοπρασία το 1994, για 1500δραχμές. Η αφιέρωση είναι για τον λόγιο της εποχής Γιώργο Κυπραίο.
Για το βιβλίο της Κατίνας Σιδερή λίγα λόγια, γιατί γι΄ αυτό μαζευτήκαμε σήμερα- ένα κεράκι όχι μόνο στη μνήμη της, αλλά και σε όλους εκείνους που ήταν γύρω της. Δεν έχω δει τα πρωτότυπα χειρόγραφα-να δω δηλαδή τις διαδοχικές γραφές-της καθημερινής γραφής, ως αλλάζει μελάνι, πως αλλάζει κάπως και ο γραφικός χαρακτήρας, αν έχει διαγραφεί, μια υποψία στόματος, ίσως με αχνό μολύβι.
Μου έκανε εντύπωση ο χαρακτηρισμός μεταξωτό μαυσωλείο- το γράφει με αργώ για κάποια κυρία πολύφερνη του Λυκείου των Ελληνίδων . Μόνο μία φορά της ξεφεύγει με θαυμασμό ένα όνομα, το όνομα ενός παιδιού, που κατά σύμπτωση ήταν συμμαθητής μου στο δημοτικό, στο 4ο Δημοτικό Σχολείο, λίγα χρόνια μεγαλύτερος μου.
Μιλώ για τον κύριο Δεκαβάλλα, τον επιλεγμένο "Αή". Αυτός πρέπει να ήταν. Δεν κάνω λάθος. Αυτά μόνος αυτός είχε την ικανότητα, την ευφυΐα, το θάρρος που έχει η παιδική αθωότητα και βέβαια η σπάνια ικανότητα του αιλουροειδούς για να απλώσει το χεράκι του να πάρει κάτι από τις αποθήκες ή από ένα αυτοκίνητο του σιδερόφρακτου κατακτητή.
Η Σύρα, ολόκληρη η Σύρα πλήρωσε ακριβά αυτόν τον πόλεμο. Δεν έμαθα αν είχαμε και εκτελέσεις. Υπήρξε όμως αντίσταση. Τα ‘ Συριανά γράμματα ΄ ,το λαμπρό περιοδικό του Δημ. Βαρθαλίτη, αφιέρωσε πολλές σελίδες σ΄ αυτήν την τρομακτική περίοδο. Ο θάνατος από πείνα και ανέχεια ήταν καθημερινό θέατρο. Δυστυχών στις κατηγορίες εναντίων των καθαρμάτων, στη Νυρεμβέργη, το 1945, δεν περιλαμβάνονται και οι θάνατοι από πείνα εκατομμυρίων ανθρώπων.
Για τη Σύρα –ας μείνουμε επιτέλους- δεν έχουμε δυστυχώς γραπτές μαρτυρίες για κείνη την τρομακτική περίοδο κάποιος παλιάνθρωπος πρόδωσε τότε τον Ανδρέα Δρακάκη για το ημερολόγιο που κρατούσε, γράφοντας τα βάσανα, τις ελλείψεις,τους θανάτους, την απελπισία, την πείνα και βέβαια αρκετά για τους συνεργάτες των Γερμανών, τους σπιούνους και για όλα τα μπουμπούκια της εποχής. Παρά τρίχα γλίτωσε την εκτέλεση ο Δρακάκης. Δεν μας είπε ποτέ το όνομα του. ΄Ισως το είχε πει μόνο στ΄ αδέλφια του. Τον γνώριζε.
΄Ετσι πορεύεται ο κόσμος. Με τους καλούς και τους παλιανθρώπους.
Γι΄ αυτά τα μπουμπούκια δεν γράφει τίποτα η Κατίνα Σιδερή. Πρέπει να τα ήξερε. Είχαμε στη γειτονιά μας τέτοια περιστατικά. Όπως είχαμε και λαμπρές εξαιρέσεις.
Βεβαίως αυτή η αυτολογοκρισία στην περίπτωση της Κατίνας Σιδερή ήταν λύση ανάγκης. Δεν γινόταν αλλιώς. Το άδικο είναι ότι ο Θεός δεν της χάρισε 30 και 40 χρόνια παραπάνω. Ασφαλώς θα ξανακοίταζε τα γραπτά της – αυτό το ματωμένο χρονικό- θα το συμπλήρωνε, όχι με ονόματα, αλλά με περιστατικά. Κάπου στο βιβλίο με αγκύλωσε μια φράση της θα ΄θελα να κάνω κάτι το απαγορευμένο ¨
΄Ισως μια πράξη αντίστασης. Τρία σπίτια μακριά από το δικό της, επί της σημερινής οδού Νικηφόρου Μανδηλαρά, Βασιλέως Κων/νου τότε, υπήρχε μια γιάφκα ψυχωμένων Συριανών, που είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους για ν΄ αντιμετωπίσουν τους κατακτητές, στέλνοντας πληροφορίες για τις δυνάμεις και τις κινήσεις του κατακτητή. Ασφαλώς κάτι αόριστο θα είχε μάθει.
Στο σπίτι της Σιδερή μπαινόβγαινα συνεχώς στα παιδικά μου χρόνια. Θαύμαζα ιδιαίτερα τα εκπληκτικά χειροτεχνήματα του Δημήτρη από χαρτί, πουλιά και καραβάκια. ΄Εκανε απίθανα πράγματα.
Στα 1950 λοιπόν που πέθανε η Κατίνα Σιδερή εγώ ήμουν 12 χρόνων. ΄Εξω απ΄ το σπίτι είχε μαζευτεί κόσμος και ντουνιάς περιμένοντας το φέρετρο για να την ακολουθήσουν ως τον ΄Αγιο Γεώργιο. Εγώ στεκόμουν κάπως μακριά με την γιαγιά μου. Μια στιγμή άκουσα μια σπαρακτική κραυγή από το σπίτι, σημάδι ότι το φέρετρο αποχαιρετούσε για πάντα το σπίτι της νεκρής. ΄Ηταν η κραυγή της μάνας της. Τότε είδα τη γιαγιά μου να κλαίει με λυγμούς.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια και έμενα στην Αθήνα. Και πήγα στο Ηρώδειο Θέατρο να δω την Παξινού να παίζει Εκάβη, του Ευριπίδη. Και άκουσα μια φοβερή κραυγή της που τράνταξε το θέατρο. Αμέσως, χωρίς να το θέλω, ο νους μου πήγε σ΄ εκείνη την κραυγή της μητέρας της Κατίνας Σιδερή.
΄Εκτοτε οσάκις έβλεπα την Παξινού και την είδα σε πολλές τραγωδίες, πάντα την Κατίνα Σιδερή μου θύμιζε.
Ας είναι αναπαυμένοι όλοι εκεί που βρίσκονται. ΄Ισως βρίσκονται σ΄ έναν καλύτερο κόσμο. Αυτό μόνο ας μας δίνει λίγη χαρά."
Το κείμενο αυτό αποτελεί την εισήγηση του Μάνου Ελευθερίου στην εκδήλωση του Λυκείου Ελληνίδων Σύρου στο Πνευματικό Κέντρο Ερμούπολης για την παρουσίαση του βιβλίου της Κατίνας Μπάιλα Σιδερή «Το πολεμικό τρίπτυχο μιας γυναίκας- Σύρος 1941-1945», εκδόσεις ΑΓΓΕΛΑΚΗ, που επιμελήθηκαν και εξέδωσαν τα παιδιά της Νικηφόρος και Δημήτρης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου