Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Χρονικό

(Ιστορίες μπονζάι)
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ λοιπὸν ἐκεῖνα εἶχε ξεσπάσει πάλι ἡ ἐσωκομματικὴ διαπάλη. Μὲ τέτοια ἔνταση, ποὺ ἂν εἴχαμε πολυβόλα θὰ εἴχαμε μείνει οἱ μισοί. Καὶ εὐτυχῶς πολυβόλα εἶχε μόνο ἡ φρουρά.
Ἐκεῖνα τὰ χρόνια εἴχανε καθιερωθεῖ καὶ τρέχανε καὶ τὰ μέτρα ἐπιεικείας, ὅπως τὰ λέγανε. Στὴν ἀρχὴ μὲ τὸν Πλαστήρα καὶ ὕστερα μὲ τὸν Παπάγο. Μποροῦσες, δηλαδή, νὰ ζητήσεις τὴν ἀναθεώρηση τῆς δίκης σου. Ἔτσι πολλὲς χιλιάδες, ποὺ εἴχανε καταδικασθεῖ, ἀκόμη καὶ δὶς ἢ τρὶς εἰς θάνατον, εἶχαν ἐπιτύχει τὸν μετριασμὸ τῆς ποινῆς τους ἢ ἀκόμη καὶ τὴν πλήρη ἀθώωσή τους.

Τέτοια ἦταν ἡ περίπτωση τοῦ Σπύρου Π. ἀπὸ τὴν Κέρκυρα. Ὕστερα ἀπὸ δέκα χρόνια στὴ φυλακή, τὸ Ἀναθεωρητικὸ τὸν εἶχε κρίνει ἀθῶο καὶ εἶχε διατάξει τὴν ἀπόλυσή του. Καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτό, νά, τώρα, ἔπλενε τὰ ροῦχα του καὶ ἑτοιμαζόταν. Τότε ἦταν ποὺ ἐκεῖ, στὴ βρύση, ἔγινε ὁ ἀκόλουθος διάλογος μὲ τὸν συμπολίτη του Ν.Κ., ποὺ κι αὐτός, δίπλα του, ἔπλενε τὰ δικά του, τὰ χιλιομπαλωμένα, ἀλλὰ ποὺ εἶχε ταχθεῖ μὲ τοὺς ἄλλους.
— Φεύγεις, λοιπόν;
— Ναί, φεύγω.
— Καὶ θὰ πᾶς στὸ χωριό;
— Ναί, θὰ πάω.
— Καὶ θὰ βρεῖς τὴ γυναίκα σου;
— Ναί, θὰ τὴ βρῶ.
— Καὶ τὸ παιδί;
— Ναί, καὶ τὸ παιδί.
Ὅλος ὁ διάλογος αὐτὸς δὲν θὰ εἶχε ἰδιαίτερη σημασία ἂν δὲν κατέληγε στὴν τελευταία ἐρώτηση, ποὺ βέβαια μόνο ἐρώτηση δὲν ἦταν, καὶ στὴν τελευταία ἀπάντηση.
— Καὶ τὸ παιδί;
— Ναί, καὶ τὸ παιδί.
Γιατὶ ὁ Σπύρος ὁ Κερκυραῖος, ἀπὸ τὸ χωριὸ τοῦ Κωνσταντίνου Θεοτόκη, ὅταν μπῆκε στὴ φυλακὴ δὲν εἶχε παιδί. Καὶ τώρα, ὅλοι τὸ ξέρανε, ἡ γυναίκα του, ἐκεῖ στοὺς Καρουσάδες, εἶχε ἕνα παιδὶ δυόμισι χρονῶ.
Πηγή: Ἀνέκδοτο.

Χρίστος Ρουμελιωτάκης (Ἀργυρούπολη Ρεθύμνου, 1938). Ποιητής. Σπούδασε Νομικὰ στὴν Ἀθήνα καὶ ἐργάστηκε ὡς δικηγόρος. Πρῶτο του βιβλίο: Κλειστὴ θάλασσα (1989, ποίηση). Τελευταῖο: Ἀποθῆκες ὑφάλων ὅπλων, Δοκίμιο αὐτογνωσίας (ἐκδ. Τυπωθήτω, Ἀθήνα, 2009). (http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου