Ο ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ «ΑΓΚΡΙΤΖΕΝΤΟ»
Ο Κώστας Χατζηαντωνίου δεν είναι ένα άγνωστο πρόσωπο στους τόπους όπου συχνάζει η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Όμως, από ιδιοσυγκρασία και χαρακτήρα εσωστρεφής, αποφεύγει τη συνάφεια, χωρίς να απουσιάζει, όποτε τον χρειάζονται οι φίλοι του, οι οποίοι δεν είναι κατ' ανάγκην συγγραφείς.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Αγκριτζέντο», τιμήθηκε με το «European Union Prize for Literature», το οποίο συνοδεύεται από το ποσόν των 5.000 ευρώ. Πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ιδεόγραμμα» και τα πνευματικά δικαιώματα τα έχουν πλέον οι εκδόσεις Λιβάνη, από τις οποίες κυκλοφορεί (σελ. 380, 16,50 ευρώ ). Ο αρχαίος Ακράγαντας και το σημερινό Αγκριτζέντο συναντώνται στο βιβλίο του, με το φάντασμα του Εμπεδοκλή να εμπεδώνει στους ήρωες τις αρχές της φιλότητος και του νείκους. Μια ερωτική σχέση δοκιμάζεται κάτω από τον σικελικό ήλιο, ενώ εκεί που δημιουργεί σκιές κρύβεται ένας παράνομος. Ένα μυθιστόρημα - ύμνος για τη Σικελία και την αληθινή ζωή.
Πώς και γιατί επιλέξατε να τοποθετήσετε το μυθιστόρημα στον αρχαίο Ακράγαντα; Αρχαιολατρία, εγκώμιο στον Εμπεδοκλή, αναπόληση της Μεγάλης Ελλάδας;
«Ο αρχαίος Ακράγαντας είναι μια όψη του μυθιστορήματος. Πεδίο ζωής των ηρώων και εξέλιξης του βιβλίου είναι ο σύγχρονος Ακράγαντας, το Αγκριτζέντο. Η επιλογή αυτή δεν επισημαίνει μόνο το γεγονός του ανέκκλητα χαμένου δυτικού Ελληνισμού, αυτού της Σικελίας, ούτε εξαντλείται στο θαυμασμό μου σ' ένα μεγάλο τέκνο αυτής της πόλης, τον Εμπεδοκλή. Αναζήτησα πώς επιβιώνει σε σημερινούς χαρακτήρες μια παράδοση, έστω φαντασιακή, και πώς η ιστορία επαναλαμβάνεται ως τραγωδία επ' άπειρον».
Το μυθιστόρημα, χωρίς να είναι ιστορικό, επεξεργάζεται το υλικό της Ιστορίας και εγκιβωτίζει τις δύο εμπεδόκλειες αρχές του νείκους και της φιλότητος, για να μιλήσει για την ορμή του έρωτα και του θανάτου;
«Ξεκινώντας να γράφω το "Αγκριτζέντο" το πρώτο πράγμα που είχα ξεκάθαρο ήταν πως δεν ήθελα ακόμη ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Αυτό το οποίο κυρίως με ενδιέφερε ήταν να δείξω πώς πρέπει να λειτουργεί το βάρος της ιστορίας σε ανθρώπους του καιρού μας. Οι κοσμογονικές αρχές του νείκους και της φιλότητος, του μίσους και του έρωτα, νομίζω δίνουν απαντήσεις για κάθε εποχή. Μήπως όλη η ζωή των ανθρώπων, όλη η ιστορία των λαών δεν είναι παρά η διαρκής αντιμαχία αυτών των δύο δυνάμεων που αέναα χωρίζουν αλλά και ενώνουν;».
Η επανένωση, έπειτα από δεκαπέντε χρόνια χωρισμού, του Λίνου και της Ισαβέλλας λειτουργεί ως αντίποδας του μαφιόζου Γκαετάνο;
«Αν ο φυγόδικος που κρύβεται στο Αγκριτζέντο, ο Γκαετάνο, συμβολίζει τις δυνάμεις του μίσους -είτε στο όνομα μιας ιδεολογίας είτε με τη χωρίς προφάσεις εγκληματική δράση-, το ερωτικό ζευγάρι του βιβλίου επιτελεί όχι απλώς μιαν αναγκαία ερωτική εξισορρόπηση, αλλά συνιστά και τη μόνη δυνατότητα να βγούμε από τον φαύλο κύκλο της αντιμαχίας αυτής. Ο έρωτας, το διπλό άλμα προς το απρόσιτο, δεν απαντά μόνο στο μίσος. Είναι και η μόνη απάντηση στο θάνατο. Έστω σαν αυταπάτη».
Εκτιμάτε ότι το έργο σας χαρακτηρίζεται από μεταφυσική και μυστικιστική ενατένιση, που έχουν απαξιωθεί στους καιρούς μας, αφού έχουν μετατραπεί σε «οδηγίας προς ναυτιλλομένους» για ψυχική ανακούφιση;
«Είναι γνωστή, και δεν είναι βέβαια δική μου, η διάκριση σε λογοτεχνία καλλιέργειας και σε λογοτεχνία ψυχαγωγίας. Δεν μ' αρέσει να κρίνω τις επιλογές των ανθρώπων που γράφουν, ούτε εκείνων που διαβάζουν. Γράφω με τον τρόπο που δίνει νόημα στον δικό μου κόσμο και μοιραία απευθύνομαι σ' ένα κοινό που αισθάνεται να το ενδιαφέρει αυτός ο κόσμος. Αποδέχομαι τους όρους μεταφυσική και μυστικισμός, αν αυτοί σημαίνουν ότι η ζωή δεν εξαντλείται στην αιτιοκρατία και στα φυσικά φαινόμενα. Είμαι πολύ επιφυλακτικός, όμως, όταν χρησιμοποιούνται ως όχημα επιστροφής στη δεισιδαιμονία».
Ποιες είναι οι πνευματικές και λογοτεχνικές καταβολές σας και πώς έχουν επηρεάσει την προσωπική σας γραφή;
«Η γενιά του '30 και οι Ρώσοι κλασικοί υπήρξαν οι πρώτες μου αναγνώσεις και παραμένουν ως σήμερα οι λογοτεχνικές εμμονές μου. Ανατρέχω διαρκώς στους Έλληνες τραγικούς, στον αγγλικό και τον γερμανικό ρομαντισμό και διαφεύγω πάντα με τη ματιά του Λουίτζι Πιραντέλο. Με συγκινούν εξίσου ο Όμηρος και ο Δαβίδ, οι δύο πηγές του πολιτισμού μας. Και επειδή δεν πρέπει να ξεχνάμε τις οφειλές μας σε ζώντες, με τιμά η μαθητεία μου κοντά στον Κώστα Τσιρόπουλο».
Για ποιους λόγους πιστεύετε ότι η επιτροπή σάς βράβευσε και μάλιστα για το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο σας;
«Το "Αγκριτζέντο" είναι το πρώτο μυθιστόρημα, αλλά δεν είναι το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο μου. Έχουν προηγηθεί βιβλία αφηγημάτων και δοκιμίων. Η επιλογή είναι ιδιαίτερη τιμή για μένα, δεδομένου ότι υπάρχουν αρκετοί εξαιρετικοί συγγραφείς στη γενιά μου. Ίσως η πρωτοτυπία της σύνθεσης που συναιρεί διαφορετικά είδη γραφής, με μιαν επιμονή στη γλώσσα, να έπαιξε ρόλο στην εκλογή. Νομίζω πως θα μπορούσα να υποστηρίξω παντού αυτή τη σύνθεση ως αναγκαία για να μιλάει η σύγχρονη λογοτεχνία σε κάθε αναζήτηση της ψυχής».
Έχετε περάσει από την επιτροπή απονομής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας. Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία; Έχει τα προσόντα να σταθεί δίπλα στις λογοτεχνίες των μεγάλων γλωσσών χωρίς σύνδρομα μειονεξίας;
«Η θητεία μου στην Επιτροπή Κρατικών Βραβείων υπήρξε πολλαπλώς διδακτική. Διάβασα πλήθος βιβλίων και διαπίστωσα πόση -εν πολλοίς άγνωστη- δημιουργικότητα υπάρχει στον τόπο μας και στη γλώσσα μας. Θα ήταν λάθος να αναλωθούμε σε συγκρίσεις με άλλες εποχές, που ζούσαν συγγραφείς τους οποίους θαυμάζουμε. Δεν νομίζω άλλωστε ότι και διεθνώς η σύγχρονη λογοτεχνία μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη ή με κλασικούς συγγραφείς των δύο τελευταίων αιώνων. Σε κάθε περίπτωση, αν η ελληνική λογοτεχνία μοιάζει να υστερεί, αιτία δεν είναι η ποιότητά της, αλλά γενικότερες παθογένειες της ελλαδικής ζωής που η κρίση ήδη τις φωτίζει...». (http://www.enet.gr/ - ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου