«Είναι φορές που ξεκινάς να διαβάζεις ένα βιβλίο και λες:«Δεν με κυνηγάει κανείς!Γιατί να βιαστώ να το τελειώσω;»Κι όμως, το ίδιο το βιβλίο σε κάνει,θέλοντας και μη, να βιάζεσαι...
Παρασύρεται το μάτι σε ένα γρήγορο ταξίδι πάνω στις σελίδες,από τις οποίες δε λέει να ξεκολλήσει...Είναι τόση η λαχτάρα σου να δεις «το παρακάτω», την άλλη...την άλλη...και την άλλη σελίδα...
Ξεχνιέσαι...Αποκόβεσαι από τους γύρω σου, νιώθεις μοναδικός ταξιδιώτης σ΄ένα τρένο που σε ταξιδεύει σ΄έναν κάμπο γεμάτο λουλούδια...Δε χορταίνει ομορφιά το μάτι σου και όλο ζητά κι άλλα...κι άλλα να δει...κι αυτό δε σταματά παρά μόνο σαν φτάσεις στον τελευταίο σταθμό με την επιγραφή «ΤΕΛΟΣ» !
Τότε μόνο κλείνεις τα μάτια και –σαν να έχεις να δώσεις λόγο στο δάσκαλο- θυμάσαι και ξαναζείς όλα όσα αχόρταγα αποζητούσες να απολαύσεις...
Κάπως έτσι ένιωθα διαβάζοντας κάποτε τη συλλογή διηγημάτων του Αντώνη Σαμαράκη «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ»! Το ένα διήγημα πιο όμορφο από το άλλο...Βιαζόμουν να τελειώσει το ένα γιατί ήξερα ότι με περιμένει ένα το ίδιο ή και περισσότερο όμορφο διήγημα.
Ένιωθα σαν μικρό λαίμαργο παιδί μπροστά στο βάζο με το γλυκό της γιαγιάς που βιάζεται να το αδειάσει κι ύστερα κάθεται και γλείφει τα δάχτυλά του για να μην του φύγει η γλύκα...Μια γλυκιά εμπειρία που δεν θα ξεχάσει, ακόμα κι όταν θα έχουν περάσει τα χρόνια...
Είναι,όμως, κάτι άλλες στιγμές που ξεκινάς μ΄ ένα βιβλίο, πάντα με τη βιάση να πάρεις ό,τι πιο όμορφο κρύβεται στις σελίδες του και τότε, περίεργο πράγμα, το βλέμμα, η σκέψη κι η λαχτάρα σε συγκρατούν σαν...«όργανα της τάξεως» που σ΄ έπιασαν να παρανομείς!
Τότε, το βλέμμα κολλά, θαρρείς, πάνω στις σελίδες, το χέρι δε λέει να υπακούσει και αλλάζοντας φύλλο, να σε οδηγήσει στην επόμενη σελίδα...
Τα σημάδια πάνω στο χαρτί παύουν να είναι μαύρα, άψυχα γράμματα...Γίνονται νότες στο πεντάγραμμο μιας μελωδίας που μόνο με τα αυτιά της ψυχής μπορείς ν΄ακούσεις!
Συγκρατείς το βλέμμα,βιαστικό άλλες φορές, να σταματήσει ξανά και ξανά στην ίδια παράγραφο, στην ίδια γραμμή, στα ίδια λόγια που γέννησε κάποια συγγραφική πένα, αλλά που παίρνουν ζωή από τη στιγμή που εσύ, ο αναγνώστης, παίρνεις το βιβλίο στα χέρια κι αρχίζεις να ταξιδεύεις με συνταξιδιώτες τους ήρωες της φαντασίας του συγγραφέα...
Βρίσκεσαι ξάφνου σ΄ένα πλοίο που ταξιδεύει με καλό καιρό, πλέοντας αργά αργά ανάμεσα στις Κυκλάδες κι εσύ γοητευμένος παρακαλάς να μην τελειώσει αυτό το ταξίδι...
Αισθάνεσαι στο πλάι σου το συγγραφέα να σε κρατά από το μπράτσο ,«πάμε παρακάτω, θα δεις κι άλλα όμορφα» κι εσύ πεισματικά να τον παρακαλάς «μη βιάζεσαι, άσε με να γεμίσω σπειρί σπειρί το σακούλι της ψυχής μου...»
Ποιος, για παράδειγμα, μπορεί,όταν διαβάζει «ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΤΡΑΕΙ Τ΄ ΑΣΤΡΑ» να «ταχύνει το βήμα του» και δεν θα θελήσει να βιώσει σελίδα σελίδα, παράγραφο παράγραφο, γραμμή γραμμή, λέξη προς λέξη τη μαγεία που σκορπά απλόχερα πάνω στο χαρτί η πένα του Μενέλαου Λουντέμη;
Είναι κάποια βιβλία που τα διαβάζεις με τα μάτια «κλειστά», μόνο και μόνο γιατί την ίδια ώρα η ψυχή σου έχει ανοίξει διάπλατα τα δικά της «μάτια»...Τότε συνειδητοποιείς ότι κάποια «Ιθάκη» «σ΄έδωκε το ωραίο ταξίδι»...
Γιατί, τι άλλο είναι η ανάγνωση ενός βιβλίου, παρά ένα ταξίδι, κάθε φορά για άλλη «Ιθάκη», με διαφορετική παρέα και διαφορετικό «προορισμό»;
Ένα ταξίδι που άλλοτε με ανυπομονησία βιάζεσαι να φτάσεις στο τέρμα του κι άλλοτε εύχεσαι να μην τελειώσει ποτέ, γιατί, πιο πολύ κι από την εμπειρία που σε περιμένει στο τέρμα, νοιάζεσαι να νιώσεις τις ομορφιές που μία μία περνούν σαν σε παρέλαση από μπροστά σου...
Ένα ταξίδι μιας «αξέχαστης εκδρομής»...
ΥΓ Η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι προσωπική υπόθεση κι επιλογή του κάθε αναγνώστη. Μπορεί, λοιπόν, κάθε αναγνώστης - πέρα από το Σαμαράκη και το Λουντέμη που ενδεικτικά αναφέρονται- να σκεφτεί κι άλλους συγγραφείς που θα γίνουν οδηγοί ή συνταξιδιώτες του στο φανταστικό του ταξίδι...» (Π.Λ.)
ΠΗΓΗ: Εφημ. «Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ»
Παρασύρεται το μάτι σε ένα γρήγορο ταξίδι πάνω στις σελίδες,από τις οποίες δε λέει να ξεκολλήσει...Είναι τόση η λαχτάρα σου να δεις «το παρακάτω», την άλλη...την άλλη...και την άλλη σελίδα...
Ξεχνιέσαι...Αποκόβεσαι από τους γύρω σου, νιώθεις μοναδικός ταξιδιώτης σ΄ένα τρένο που σε ταξιδεύει σ΄έναν κάμπο γεμάτο λουλούδια...Δε χορταίνει ομορφιά το μάτι σου και όλο ζητά κι άλλα...κι άλλα να δει...κι αυτό δε σταματά παρά μόνο σαν φτάσεις στον τελευταίο σταθμό με την επιγραφή «ΤΕΛΟΣ» !
Τότε μόνο κλείνεις τα μάτια και –σαν να έχεις να δώσεις λόγο στο δάσκαλο- θυμάσαι και ξαναζείς όλα όσα αχόρταγα αποζητούσες να απολαύσεις...
Κάπως έτσι ένιωθα διαβάζοντας κάποτε τη συλλογή διηγημάτων του Αντώνη Σαμαράκη «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ»! Το ένα διήγημα πιο όμορφο από το άλλο...Βιαζόμουν να τελειώσει το ένα γιατί ήξερα ότι με περιμένει ένα το ίδιο ή και περισσότερο όμορφο διήγημα.
Ένιωθα σαν μικρό λαίμαργο παιδί μπροστά στο βάζο με το γλυκό της γιαγιάς που βιάζεται να το αδειάσει κι ύστερα κάθεται και γλείφει τα δάχτυλά του για να μην του φύγει η γλύκα...Μια γλυκιά εμπειρία που δεν θα ξεχάσει, ακόμα κι όταν θα έχουν περάσει τα χρόνια...
Είναι,όμως, κάτι άλλες στιγμές που ξεκινάς μ΄ ένα βιβλίο, πάντα με τη βιάση να πάρεις ό,τι πιο όμορφο κρύβεται στις σελίδες του και τότε, περίεργο πράγμα, το βλέμμα, η σκέψη κι η λαχτάρα σε συγκρατούν σαν...«όργανα της τάξεως» που σ΄ έπιασαν να παρανομείς!
Τότε, το βλέμμα κολλά, θαρρείς, πάνω στις σελίδες, το χέρι δε λέει να υπακούσει και αλλάζοντας φύλλο, να σε οδηγήσει στην επόμενη σελίδα...
Τα σημάδια πάνω στο χαρτί παύουν να είναι μαύρα, άψυχα γράμματα...Γίνονται νότες στο πεντάγραμμο μιας μελωδίας που μόνο με τα αυτιά της ψυχής μπορείς ν΄ακούσεις!
Συγκρατείς το βλέμμα,βιαστικό άλλες φορές, να σταματήσει ξανά και ξανά στην ίδια παράγραφο, στην ίδια γραμμή, στα ίδια λόγια που γέννησε κάποια συγγραφική πένα, αλλά που παίρνουν ζωή από τη στιγμή που εσύ, ο αναγνώστης, παίρνεις το βιβλίο στα χέρια κι αρχίζεις να ταξιδεύεις με συνταξιδιώτες τους ήρωες της φαντασίας του συγγραφέα...
Βρίσκεσαι ξάφνου σ΄ένα πλοίο που ταξιδεύει με καλό καιρό, πλέοντας αργά αργά ανάμεσα στις Κυκλάδες κι εσύ γοητευμένος παρακαλάς να μην τελειώσει αυτό το ταξίδι...
Αισθάνεσαι στο πλάι σου το συγγραφέα να σε κρατά από το μπράτσο ,«πάμε παρακάτω, θα δεις κι άλλα όμορφα» κι εσύ πεισματικά να τον παρακαλάς «μη βιάζεσαι, άσε με να γεμίσω σπειρί σπειρί το σακούλι της ψυχής μου...»
Ποιος, για παράδειγμα, μπορεί,όταν διαβάζει «ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΕΤΡΑΕΙ Τ΄ ΑΣΤΡΑ» να «ταχύνει το βήμα του» και δεν θα θελήσει να βιώσει σελίδα σελίδα, παράγραφο παράγραφο, γραμμή γραμμή, λέξη προς λέξη τη μαγεία που σκορπά απλόχερα πάνω στο χαρτί η πένα του Μενέλαου Λουντέμη;
Είναι κάποια βιβλία που τα διαβάζεις με τα μάτια «κλειστά», μόνο και μόνο γιατί την ίδια ώρα η ψυχή σου έχει ανοίξει διάπλατα τα δικά της «μάτια»...Τότε συνειδητοποιείς ότι κάποια «Ιθάκη» «σ΄έδωκε το ωραίο ταξίδι»...
Γιατί, τι άλλο είναι η ανάγνωση ενός βιβλίου, παρά ένα ταξίδι, κάθε φορά για άλλη «Ιθάκη», με διαφορετική παρέα και διαφορετικό «προορισμό»;
Ένα ταξίδι που άλλοτε με ανυπομονησία βιάζεσαι να φτάσεις στο τέρμα του κι άλλοτε εύχεσαι να μην τελειώσει ποτέ, γιατί, πιο πολύ κι από την εμπειρία που σε περιμένει στο τέρμα, νοιάζεσαι να νιώσεις τις ομορφιές που μία μία περνούν σαν σε παρέλαση από μπροστά σου...
Ένα ταξίδι μιας «αξέχαστης εκδρομής»...
ΥΓ Η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι προσωπική υπόθεση κι επιλογή του κάθε αναγνώστη. Μπορεί, λοιπόν, κάθε αναγνώστης - πέρα από το Σαμαράκη και το Λουντέμη που ενδεικτικά αναφέρονται- να σκεφτεί κι άλλους συγγραφείς που θα γίνουν οδηγοί ή συνταξιδιώτες του στο φανταστικό του ταξίδι...» (Π.Λ.)
ΠΗΓΗ: Εφημ. «Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου