Αφήγημα της Λουκρητίας Δούναβη
Η κάμαρα είχε χρώμα τριανταφυλλί. Στο παράθυρο καρσί, η στρίψη του αμαξωτού τόσο μακριά, ίσα που ηγνώριζες άνθρωπο πριν σουρουπώσει. Όταν κοντολοούσε άνοιξη, αφήναμε το παράθυρο ανοιχτό, για να μπει φρέσκο. Τη νύχτα με τη νέκρα, τέντα το παράθυρο, παραφρινούμαστε με τ’ άστρα κι ακούγαμε απ’ τον αμαξωτό τα πορπατήματα, τις ψίθυροι και τα τραγούδια.
«Κλείστε το βραδυνιάτικα», ηφώναζε η μάννα.
Το παλληκάρι ήτανε δεκαεννιά χρονών και ετραγουδούσε:
Εκείνη λίγωνε να τον ακούει κι εγώ καμάρωνα το αίστημά τωνε. Οι γονείς δεν τόνε θέλανε εξαρχής και αρχέψανε το ζόρισμα και τη μουρμούρα. Με το πες πες της τα σιάξανε μ’ έναν αψηλό και ταχτοποιημένο, που ξημεροβραδιαζούντανε για χάρη της. Στο τέλος ηδέχτηκε με το στανιό, να μην τσε παρακούσει. Όλον τον καιρό δεν ήσκαγε το χείλι της. Το παλληκάρι τό ‘μαθε και πάλι τής ετραγουδούσε:
Η μάννα κορνιζάρισε τον γαμπρό με το μουστάκι και τον έβαλε στο κομοντίνο, απάνω σ’ ένα πετσετάκι πλεγμένο με βελονάκι, ενθύμιο της γιαγιάς. Όταν ήστρωνε η μάννα τα κρεβάτια, ήβλεπε τη φωτογραφία του γαμπρού μπρουμουτισμένη.
Μια μέρα την αρωτά:
«Μαρή κόρη, τον αγαπάς;»
«Αφού τον αγαπάς εσύ, η γνώμη μου περσσεύει», είπε σεκλεντισμένη.
Τότες η μάννα για μια στιγμίτσα παρασόλιασε κι απέ βγάζει τη φωτογραφία του ταχτοποιημένου και στη θέση της βάζει μια φωτογραφία προπολεμικιά της συχωρεμένης της γιαγιάς, που χαμογελούσε. Αναθάρρεψε η κόρη. Μάνι μάνι στέρνει πίσω το δαχτυλίδι του γαμπρού, μαλαματένιο ήτανε με δυο σειρές, η μια με κόκκινες κι η άλλη με άσπρες πέτρες.
Κι όπως μας κοίταζε από την κορνίζα η γιαγιά και μας χαμογελούσε, τα μάτια της σαν καντηλάκια φέγγανε τη νύχτα, άμαν ησβήναμε τη λάμπα, για να ονειρευτούμε…
Γλωσσάρι
καρσί: απέναντι
στρίψη: στροφή
κοντολοούσε: πλησίαζε
παραφρινούμαστε: αφαιρούμαστε
παρασόλιασε: αφαιρέθηκε, σώπασε
άμαν: όταν
Booksyros: Το αφήγημα αυτό της συριανής ποιήτριας και συγγραφέως Λουκρητίας Δούναβη, γραμμένο, όπως και τα υπόλοιπα της συλλογής, με την απανωσυριανή ντοπιολαλιά, περιλαμβάνεται στο βιβλίο της: «ΦΩΝΕΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ»- Αφηγήματα
(Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ)
Η κάμαρα είχε χρώμα τριανταφυλλί. Στο παράθυρο καρσί, η στρίψη του αμαξωτού τόσο μακριά, ίσα που ηγνώριζες άνθρωπο πριν σουρουπώσει. Όταν κοντολοούσε άνοιξη, αφήναμε το παράθυρο ανοιχτό, για να μπει φρέσκο. Τη νύχτα με τη νέκρα, τέντα το παράθυρο, παραφρινούμαστε με τ’ άστρα κι ακούγαμε απ’ τον αμαξωτό τα πορπατήματα, τις ψίθυροι και τα τραγούδια.
«Κλείστε το βραδυνιάτικα», ηφώναζε η μάννα.
Το παλληκάρι ήτανε δεκαεννιά χρονών και ετραγουδούσε:
Μη σε τρομάζουν τα γκρίζα μαλλιά μου
κι οι τόσες ρυτίδες.
Έχω λουλούδια νωπά στην καρδιά μου
που ακόμα δεν είδες…
Εκείνη λίγωνε να τον ακούει κι εγώ καμάρωνα το αίστημά τωνε. Οι γονείς δεν τόνε θέλανε εξαρχής και αρχέψανε το ζόρισμα και τη μουρμούρα. Με το πες πες της τα σιάξανε μ’ έναν αψηλό και ταχτοποιημένο, που ξημεροβραδιαζούντανε για χάρη της. Στο τέλος ηδέχτηκε με το στανιό, να μην τσε παρακούσει. Όλον τον καιρό δεν ήσκαγε το χείλι της. Το παλληκάρι τό ‘μαθε και πάλι τής ετραγουδούσε:
Πουλιά και λούλουδα κι ανθρώπινες καρδιές
όλα μαράθηκαν, αγάπη μου, απόψε.
Μπες μες στον κήπο με τις χίλιες ευωδιές
και το πιο όμορφο τριαντάφυλλό σου κόψε.
Να σου στολίσω τα σγουρά σου τα μαλλιά,
που της νυχτιάς έχουν, αγάπη μου, το χρώμα
Μια μέρα την αρωτά:
«Μαρή κόρη, τον αγαπάς;»
«Αφού τον αγαπάς εσύ, η γνώμη μου περσσεύει», είπε σεκλεντισμένη.
Τότες η μάννα για μια στιγμίτσα παρασόλιασε κι απέ βγάζει τη φωτογραφία του ταχτοποιημένου και στη θέση της βάζει μια φωτογραφία προπολεμικιά της συχωρεμένης της γιαγιάς, που χαμογελούσε. Αναθάρρεψε η κόρη. Μάνι μάνι στέρνει πίσω το δαχτυλίδι του γαμπρού, μαλαματένιο ήτανε με δυο σειρές, η μια με κόκκινες κι η άλλη με άσπρες πέτρες.
Κι όπως μας κοίταζε από την κορνίζα η γιαγιά και μας χαμογελούσε, τα μάτια της σαν καντηλάκια φέγγανε τη νύχτα, άμαν ησβήναμε τη λάμπα, για να ονειρευτούμε…
Γλωσσάρι
καρσί: απέναντι
στρίψη: στροφή
κοντολοούσε: πλησίαζε
παραφρινούμαστε: αφαιρούμαστε
παρασόλιασε: αφαιρέθηκε, σώπασε
άμαν: όταν
Booksyros: Το αφήγημα αυτό της συριανής ποιήτριας και συγγραφέως Λουκρητίας Δούναβη, γραμμένο, όπως και τα υπόλοιπα της συλλογής, με την απανωσυριανή ντοπιολαλιά, περιλαμβάνεται στο βιβλίο της: «ΦΩΝΕΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ»- Αφηγήματα
(Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου