Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι του Μετρό, σχεδόν τρέχοντας και κάθισε λαχανιασμένος στη μοναδική άδεια θέση. Πήρε βαθιές ανάσες και κοίταξε γύρω. Εκτός από μία παρέα μαθητών που γελούσαν και πείραζε ο ένας τον άλλο, όλοι οι άλλοι έδειχναν σοβαροί, βλοσυροί μάλλον, με το βλέμμα απλανές. Τόσο κοντά-στριμωγμένοι σαν σαρδέλες-κι όμως τόσο μακριά ο ένας από τον άλλο!
Χωρίς να στρέψει το κεφάλι, πρόσεξε με την άκρη των ματιών το διπλανό του που διάβαζε ένα βιβλίο.Λόξα κι αυτή, σκέφτηκε, να διαβάζουν τη λίγη ώρα που βρίσκονται στο Μετρό…
«Επόμενος σταθμός…» Η ειδοποίηση έκανε το διπλανό του να τιναχτεί και με βιαστικές κινήσεις να κατευθυνθεί προς την πόρτα ξεχνώντας πίσω του το βιβλίο! Έκανε να φωνάξει, όμως ο «επιβάτης-αναγνώστης» είχε ήδη χωθεί στο πλήθος που έτρεχε προς την έξοδο…
Πήρε στα χέρια το βιβλίο σαστισμένος.Το ξεφύλλισε στα γρήγορα…Γεμάτο υπογραμμίσεις και σημειώσεις!Αυτή κι αν είναι λόξα! Να διαβάζεις ένα βιβλίο για να περάσεις την ώρα σου και να υπογραμμίζεις, κρατώντας σημειώσεις σαν μαθητής γυμνασίου που αναζητεί τα SOS για το διαγώνισμα της Ιστορίας!
Από περιέργεια άρχισε να διαβάζει υπογραμμισμένες φράσεις…Πού χρόνος να διαβάσει ολόκληρο βιβλίο!
«Οι φίλοι σου είναι το εισιτήριο για να μπεις σε μια πόλη...Μοιάζουν να χάνονται σιγά σιγά, όπως αν αφήσεις τη φωτογραφία πολύ καιρό στον ήλιο…»
«Πώς χάνονται όλα; Και πώς γίνεται κάποια στιγμή ν’ ανοίγει κάποιος την πόρτα για ν’ αγοράσει εφημερίδα και να χάνεται για πάντα;»
«Έφτασε στον μικρό ανηφορικό δρόμο. Εδώ απότομα σταματούσε η φασαρία της πόλης. Ήταν τα σύνορα ενός άλλου κόσμου…»
Και μήπως ο καθένας μας δε ζει στο δικό του κόσμο, ξεχωριστό από κείνον των φίλων-ξεχασμένων ή χαμένων από καιρό-και όλων των άλλων που τον περιτριγυρίζουν;
Γύρισε λίγες σελίδες… Στάθηκε σε δυο άλλες υπογραμμισμένες φράσεις…
«Η γυναίκα μου… εκείνη το αποφάσισε… γέμισε και το σπίτι με χρυσάνθεμα, όπως το είχαμε άλλοτε συνήθεια…»
«Έξω άρχισε να χιονίζει. Απ’ την ανοιχτή πόρτα μπήκαν μερικές νιφάδες σαν μικρές λευκές πεταλούδες και μαζί παιδικές χαρούμενες φωνές απ’ τον επάνω όροφο…»
Αλήθεια, αναρωτήθηκε, πόσον καιρό έχουν να μπουν το σπίτι του λουλούδια; Κι από ποιον; Ο ίδιος κι η γυναίκα του τρέχουν καθημερινά για τον επιούσιο! Τα παιδιά; Έχουν άλλες έγνοιες… Αλλά, χιόνι, ναι έχει δει πολλές φορές, μόνο που όποτε χιονίζει νευριάζει, γιατί αργεί να πάει στη δουλειά του!
Συνέχισε να «παίζει» με το βιβλίο,γυρίζοντας πότε μπρος, πότε πίσω τις σελίδες του…
«Σας ζηλεύω που έχετε τη δυνατότητα να ταξιδεύετε. Ταξιδεύω κι εγώ με τα παιδιά, αλλά σ’ αυτή τη ρημαγμένη Ελλάδα τίποτε δεν είναι στη θέση του…»
«…Γύριζαν στα λιμάνια παραμιλώντας και χαζεύοντας τη νυχτερινή θάλασσα, ώρα δύο και τρεις μετά τα μεσάνυχτα και τους πρώτους πρωινούς εργάτες που μαζεύονταν αμίλητοι σιγά σιγά στα καφενεία, που μόλις άνοιγαν περιμένοντας τα πρώτα πλοία…»
Κάποτε του άρεσαν τα ταξίδια…Λογάριαζε να πάρει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, να πάνε ένα ταξιδάκι…Θα έπαιρνε κι ένα «διακοπο-δάνειο», έδιναν απλόχερα κάποτε οι Τράπεζες, αλλά ήρθαν ανάποδα τα πράγματα…Τώρα…Ούτε στη φαντασία του δεν ταξιδεύει…
«-Είστε πολύ αδύνατη. Πώς μπορείτε να υποδύεστε τόσο τρομακτικούς ρόλους, που θέλουν γερά νεύρα και σωματική ρώμη;
-Η ψυχή φθάνει, αγαπητή μου…»
Έριξε μια ματιά στον απέναντι συνεπιβάτη, του φάνηκε ότι τον κοίταζε παράξενα καθώς ξεφύλλιζε το βιβλίο…
«Μιλούσαν με κάποιον που έμοιαζε καπετάνιος.«Αποκλείεται να ‘ναι κάποιος του τρένου» σκέφτηκε. «Μάλλον θα είναι από τους διοικητικούς, απ’ αυτούς που κάθονται στα γραφεία κι ολοένα κοιτούν τα ασημένια ρολόγια τους και συνέχεια γράφουν σε μεγάλα τετράδια με γαλάζιες γραμμές κι ολοένα σημειώνουν κόκκινες κουκκίδες πάνω σε χάρτες και λογαριάζουν με προσοχή τα δρομολόγια…»
Όταν ήταν μικρός, θυμήθηκε, ήθελε να γίνει καπετάνιος.Το είχε γράψει και σε μια έκθεση στην Στ΄ Δημοτικού! Πάντα του άρεσε να ταξιδεύει…Όμως, αλλιώς τα έφερε η ζωή και τώρα «ταξιδεύει» χωμένος σε λογαριασμούς και «σε χοντρά λογιστικά βιβλία»…
«Ποτέ δεν σκέφτηκαν να κάνουν μια μικρή έστω επανάσταση, καθώς τους ήταν πολύ εύκολο να το κάνουν…»
Αυτό είναι το κακό, μονολόγησε. Αυτοί που μπορούν να κάνουν την επανάσταση, δεν το αποφασίζουν, μένουν απαθείς και παραπονεμένοι περιμένοντας τους άλλους να ξεκινήσουν…Έτσι, πώς να αλλάξει η ζωή μας ;
«Ο άγνωστος στάθηκε μπροστά του τρικλίζοντας και του ζήτησε φωτιά.«Κάπου σε ξέρω εσένα» του είπε με σπασμένη φωνή, «ερχόσουν…»
«Πουθενά δεν ερχόμουν» είπε με θυμό και, χωρίς να περιμένει να πάρει τα σπίρτα του, άνοιξε το βήμα και σχεδόν τρέχοντας έφευγε.. έφευγε…»
Κούνησε το κεφάλι του με νόημα, χωρίς να καταλάβει ότι το Μετρό πλησίαζε στη στάση που θα κατέβαινε…Συνέχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο…
«Απόψε μοιάζει με παραμονή Πρωτοχρονιάς… Είναι τόσο όμορφα εδώ, τόσο ρομαντικά, τόσο σπουδαία όλα… Και τι θαυμάσια παρέα… τι ομήγυρις…»
Έριξε μια ματιά γύρω του…Ούτε παρέα ούτε ομήγυρις…Πολλές μοναξιές μαζεμένες στον ίδιο χώρο…Έτσι είναι, πολλές μικρές μοναξιές δεν κάνουν μία παρέα, αλλά μια μεγαλύτερη μοναξιά! Τίποτε περισσότερο…
«Ακούστηκε μια μακρινή βροντή. Τα ρολόγια του σπιτιού χτύπησαν τέσσερις ξημερώματα. Το τζάκι έκαιγε συνεχώς.Απόψε όλοι με αγαπάνε», σκέφτηκε…»
Χαμογέλασε αμυδρά αδιαφορώντας για τον απέναντι που εξακολουθούσε να τον κοιτάζει παραξενεμένος…«Απόψε όλοι με αγαπάνε»…Πόσοι από όλους αυτούς γύρω του το ένιωσαν έστω και για μια φορά;
«Κάποτε ακούστηκαν οι σωτήριες φωνές «Άνθρωποι στη θάλασσα… άνθρωποι στη θάλασσα… βοήθεια… στη θάλασσα… γρήγορα, τρέξτε… στη θάλασσα… στον πάγο…»
Άνθρωποι στη θάλασσα! Δυσκολότερο είναι να βρεθούν άνθρωποι στη στεριά! Άνθρωποι που θα απαρνηθούν τη μοναξιά τους και θα αναζητήσουν «την παρέα, την ομήγυρι»…
Έμεινε για λίγο σκεπτικός,προβληματισμένος…
Έκλεισε απότομα το βιβλίο και με προφύλαξη –σαν να έκρυβε κάτι λαθραίο- το έριξε στον χαρτοφύλακά του…
Το πήρε απόφαση! Το μεσημέρι μετά το φαγητό, δεν θα ανοίξει την τηλεόραση! Θα διαβάσει!Αυτή η ευκαιρία δεν θα αφήσει να πάει χαμένη!
Έκανε να σηκωθεί και -σαν να θυμήθηκε κάτι- έριξε μια ματιά στο εξώφυλλο. Έγραφε: ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ- «Ο καιρός των χρυσανθέμων»…
Έκλεισε το χαρτοφύλακα και κατευθύνθηκε προς την έξοδο χωρίς να βιάζεται…
ΠΗΓΗ: Εφημ. «Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ» - http://www.logotypos.gr/
Χωρίς να στρέψει το κεφάλι, πρόσεξε με την άκρη των ματιών το διπλανό του που διάβαζε ένα βιβλίο.Λόξα κι αυτή, σκέφτηκε, να διαβάζουν τη λίγη ώρα που βρίσκονται στο Μετρό…
«Επόμενος σταθμός…» Η ειδοποίηση έκανε το διπλανό του να τιναχτεί και με βιαστικές κινήσεις να κατευθυνθεί προς την πόρτα ξεχνώντας πίσω του το βιβλίο! Έκανε να φωνάξει, όμως ο «επιβάτης-αναγνώστης» είχε ήδη χωθεί στο πλήθος που έτρεχε προς την έξοδο…
Πήρε στα χέρια το βιβλίο σαστισμένος.Το ξεφύλλισε στα γρήγορα…Γεμάτο υπογραμμίσεις και σημειώσεις!Αυτή κι αν είναι λόξα! Να διαβάζεις ένα βιβλίο για να περάσεις την ώρα σου και να υπογραμμίζεις, κρατώντας σημειώσεις σαν μαθητής γυμνασίου που αναζητεί τα SOS για το διαγώνισμα της Ιστορίας!
Από περιέργεια άρχισε να διαβάζει υπογραμμισμένες φράσεις…Πού χρόνος να διαβάσει ολόκληρο βιβλίο!
«Οι φίλοι σου είναι το εισιτήριο για να μπεις σε μια πόλη...Μοιάζουν να χάνονται σιγά σιγά, όπως αν αφήσεις τη φωτογραφία πολύ καιρό στον ήλιο…»
«Πώς χάνονται όλα; Και πώς γίνεται κάποια στιγμή ν’ ανοίγει κάποιος την πόρτα για ν’ αγοράσει εφημερίδα και να χάνεται για πάντα;»
«Έφτασε στον μικρό ανηφορικό δρόμο. Εδώ απότομα σταματούσε η φασαρία της πόλης. Ήταν τα σύνορα ενός άλλου κόσμου…»
Και μήπως ο καθένας μας δε ζει στο δικό του κόσμο, ξεχωριστό από κείνον των φίλων-ξεχασμένων ή χαμένων από καιρό-και όλων των άλλων που τον περιτριγυρίζουν;
Γύρισε λίγες σελίδες… Στάθηκε σε δυο άλλες υπογραμμισμένες φράσεις…
«Η γυναίκα μου… εκείνη το αποφάσισε… γέμισε και το σπίτι με χρυσάνθεμα, όπως το είχαμε άλλοτε συνήθεια…»
«Έξω άρχισε να χιονίζει. Απ’ την ανοιχτή πόρτα μπήκαν μερικές νιφάδες σαν μικρές λευκές πεταλούδες και μαζί παιδικές χαρούμενες φωνές απ’ τον επάνω όροφο…»
Αλήθεια, αναρωτήθηκε, πόσον καιρό έχουν να μπουν το σπίτι του λουλούδια; Κι από ποιον; Ο ίδιος κι η γυναίκα του τρέχουν καθημερινά για τον επιούσιο! Τα παιδιά; Έχουν άλλες έγνοιες… Αλλά, χιόνι, ναι έχει δει πολλές φορές, μόνο που όποτε χιονίζει νευριάζει, γιατί αργεί να πάει στη δουλειά του!
Συνέχισε να «παίζει» με το βιβλίο,γυρίζοντας πότε μπρος, πότε πίσω τις σελίδες του…
«Σας ζηλεύω που έχετε τη δυνατότητα να ταξιδεύετε. Ταξιδεύω κι εγώ με τα παιδιά, αλλά σ’ αυτή τη ρημαγμένη Ελλάδα τίποτε δεν είναι στη θέση του…»
«…Γύριζαν στα λιμάνια παραμιλώντας και χαζεύοντας τη νυχτερινή θάλασσα, ώρα δύο και τρεις μετά τα μεσάνυχτα και τους πρώτους πρωινούς εργάτες που μαζεύονταν αμίλητοι σιγά σιγά στα καφενεία, που μόλις άνοιγαν περιμένοντας τα πρώτα πλοία…»
Κάποτε του άρεσαν τα ταξίδια…Λογάριαζε να πάρει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, να πάνε ένα ταξιδάκι…Θα έπαιρνε κι ένα «διακοπο-δάνειο», έδιναν απλόχερα κάποτε οι Τράπεζες, αλλά ήρθαν ανάποδα τα πράγματα…Τώρα…Ούτε στη φαντασία του δεν ταξιδεύει…
«-Είστε πολύ αδύνατη. Πώς μπορείτε να υποδύεστε τόσο τρομακτικούς ρόλους, που θέλουν γερά νεύρα και σωματική ρώμη;
-Η ψυχή φθάνει, αγαπητή μου…»
Έριξε μια ματιά στον απέναντι συνεπιβάτη, του φάνηκε ότι τον κοίταζε παράξενα καθώς ξεφύλλιζε το βιβλίο…
«Μιλούσαν με κάποιον που έμοιαζε καπετάνιος.«Αποκλείεται να ‘ναι κάποιος του τρένου» σκέφτηκε. «Μάλλον θα είναι από τους διοικητικούς, απ’ αυτούς που κάθονται στα γραφεία κι ολοένα κοιτούν τα ασημένια ρολόγια τους και συνέχεια γράφουν σε μεγάλα τετράδια με γαλάζιες γραμμές κι ολοένα σημειώνουν κόκκινες κουκκίδες πάνω σε χάρτες και λογαριάζουν με προσοχή τα δρομολόγια…»
Όταν ήταν μικρός, θυμήθηκε, ήθελε να γίνει καπετάνιος.Το είχε γράψει και σε μια έκθεση στην Στ΄ Δημοτικού! Πάντα του άρεσε να ταξιδεύει…Όμως, αλλιώς τα έφερε η ζωή και τώρα «ταξιδεύει» χωμένος σε λογαριασμούς και «σε χοντρά λογιστικά βιβλία»…
«Ποτέ δεν σκέφτηκαν να κάνουν μια μικρή έστω επανάσταση, καθώς τους ήταν πολύ εύκολο να το κάνουν…»
Αυτό είναι το κακό, μονολόγησε. Αυτοί που μπορούν να κάνουν την επανάσταση, δεν το αποφασίζουν, μένουν απαθείς και παραπονεμένοι περιμένοντας τους άλλους να ξεκινήσουν…Έτσι, πώς να αλλάξει η ζωή μας ;
«Ο άγνωστος στάθηκε μπροστά του τρικλίζοντας και του ζήτησε φωτιά.«Κάπου σε ξέρω εσένα» του είπε με σπασμένη φωνή, «ερχόσουν…»
«Πουθενά δεν ερχόμουν» είπε με θυμό και, χωρίς να περιμένει να πάρει τα σπίρτα του, άνοιξε το βήμα και σχεδόν τρέχοντας έφευγε.. έφευγε…»
Κούνησε το κεφάλι του με νόημα, χωρίς να καταλάβει ότι το Μετρό πλησίαζε στη στάση που θα κατέβαινε…Συνέχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο…
«Απόψε μοιάζει με παραμονή Πρωτοχρονιάς… Είναι τόσο όμορφα εδώ, τόσο ρομαντικά, τόσο σπουδαία όλα… Και τι θαυμάσια παρέα… τι ομήγυρις…»
Έριξε μια ματιά γύρω του…Ούτε παρέα ούτε ομήγυρις…Πολλές μοναξιές μαζεμένες στον ίδιο χώρο…Έτσι είναι, πολλές μικρές μοναξιές δεν κάνουν μία παρέα, αλλά μια μεγαλύτερη μοναξιά! Τίποτε περισσότερο…
«Ακούστηκε μια μακρινή βροντή. Τα ρολόγια του σπιτιού χτύπησαν τέσσερις ξημερώματα. Το τζάκι έκαιγε συνεχώς.Απόψε όλοι με αγαπάνε», σκέφτηκε…»
Χαμογέλασε αμυδρά αδιαφορώντας για τον απέναντι που εξακολουθούσε να τον κοιτάζει παραξενεμένος…«Απόψε όλοι με αγαπάνε»…Πόσοι από όλους αυτούς γύρω του το ένιωσαν έστω και για μια φορά;
«Κάποτε ακούστηκαν οι σωτήριες φωνές «Άνθρωποι στη θάλασσα… άνθρωποι στη θάλασσα… βοήθεια… στη θάλασσα… γρήγορα, τρέξτε… στη θάλασσα… στον πάγο…»
Άνθρωποι στη θάλασσα! Δυσκολότερο είναι να βρεθούν άνθρωποι στη στεριά! Άνθρωποι που θα απαρνηθούν τη μοναξιά τους και θα αναζητήσουν «την παρέα, την ομήγυρι»…
Έμεινε για λίγο σκεπτικός,προβληματισμένος…
Έκλεισε απότομα το βιβλίο και με προφύλαξη –σαν να έκρυβε κάτι λαθραίο- το έριξε στον χαρτοφύλακά του…
Το πήρε απόφαση! Το μεσημέρι μετά το φαγητό, δεν θα ανοίξει την τηλεόραση! Θα διαβάσει!Αυτή η ευκαιρία δεν θα αφήσει να πάει χαμένη!
Έκανε να σηκωθεί και -σαν να θυμήθηκε κάτι- έριξε μια ματιά στο εξώφυλλο. Έγραφε: ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ- «Ο καιρός των χρυσανθέμων»…
Έκλεισε το χαρτοφύλακα και κατευθύνθηκε προς την έξοδο χωρίς να βιάζεται…
ΠΗΓΗ: Εφημ. «Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ» - http://www.logotypos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου