Συντάκτης: Αρχοντία Κάτσουρα
Νωρίς το πρωί, ακόμη δεν έχει ξημερώσει καλά καλά, και ταξιδεύεις με πλοίο. Στο βάθος του ορίζοντα μια κρυστάλλινη πολιτεία με το κάστρο της ανυψώνεται πάνω από τη θάλασσα, πλέοντας σε ένα σύννεφο από ομίχλη και αστράφτοντας, καθώς οι πρώτες ακτίνες του πορτοκαλόχρωμου ήλιου περνούν από μέσα του. Τρίβεις τα μάτια σου και τα ανοιγοκλείνεις δυο-τρεις φορές, μη μπορώντας να καταλάβεις αν αυτό που βλέπεις είναι αληθινό. Η έλλειψη ύπνου και το νυχτερινό ταξίδι στη θάλασσα δημιουργούν οράματα.
Η μαγική πολιτεία όμως μένει εκεί και σε καλεί. Θέλεις να δεις τι κρύβεται πίσω από τις επάλξεις του κάστρου, ποιοι κρατούν σκοπιά στις πολεμίστρες του, από πού έρχεται ο αέρας που κάνει τα λάβαρά του να κυματίζουν. Το βλέμμα και η επιθυμία σου δεν έχουν άλλο στόχο.
Οι μυρωδιές από το πετρέλαιο και την πίσσα έχουν χαθεί, ο μαύρος καπνός από τα φουγάρα του πλοίου δεν σε ενοχλεί πια, το αλάτι σταμάτησε να σου τρώει το πρόσωπο, ο θόρυβος των μηχανών είναι αναγκαίο κακό –μόνο η αύρα που σου φυσάει το πρόσωπο μπορεί να σε αγγίξει, αλλά όχι να σε ξυπνήσει.
Και το πλοίο, σαν να έχει ακούσει την καρδιά σου, λες και είναι κι εκείνο μαγεμένο, πορεύεται προς αυτή την ονειρική στεριά που ίπταται πάνω από το νερό. Δεν τη φτάνει. Όσο το καράβι πλησιάζει τόσο αυτή απομακρύνεται, ώσπου ο ήλιος ανεβαίνει όλο και πιο δυνατός, όλο και πιο ζεστός, θερμαίνοντας την ατμόσφαιρα. Η ομίχλη διαλύεται και μαζί της εξαερώνεται και η γυάλινη καστροπολιτεία. Οι επιβάτες που ξύπνησαν βγαίνουν στο κατάστρωμα με τον πρώτο καφέ της ημέρας και τα τσιγάρα τους. Τα μάτια τους μάλλον λίγο πρησμένα από τον ύπνο κρύβονται σε μαύρα γυαλιά, αλλά και πάλι οι σχεδόν οριζόντιες ακτίνες του ήλιου τούς τρυπούν τις κόρες. Οι βαριές πόρτες ανοιγοκλείνουν με θόρυβο. Μικρά παιδάκια κλαίνε ή γελάνε και κελαηδούν. Κάποιοι τεντώνονται μέσα στους υπνόσακους.
Χαμογελάς με μια ελαφριά δόση απογοήτευσης. Γιατί το όραμα χάθηκε, γιατί ίσως να μη δεις ξανά αυτήν την ομορφιά, γιατί αν τολμήσεις να την περιγράψεις, οι άλλοι θα σε περιγελάσουν, θα σε πειράξουν κρυφά ή φανερά, μπορεί και να σκεφτούν ότι μάλλον είσαι αλαφροΐσκιωτος ή πως σ’ αρέσει να διηγείσαι παραμύθια για να τραβάς την προσοχή. Έτσι κάπως, σαν τους παλιούς ναυτικούς, που εξιστορούν μάχες με θαλάσσια τέρατα και τρικυμίες που αναγκάζουν βαριά φορτωμένα πλοία να χορεύουν σαν καρυδότσουφλα, που περιγράφουν τον φόβο που προκαλεί ο κυκλώνας, καθώς η περιδίνηση γύρω από το πλοίο ανακατεύει απομεινάρια καραβιών, ψάρια και κορμιά ναυτικών. Η φωνή τους τρέμει καθώς θυμούνται πώς τα τεράστια κύματα μια καταπίνουν και μια ανυψώνουν τα εμπορικά. Τέτοια και πόσα περισσότερα θαυμαστά και τρομερά.
Το πλοίο θα φτάσει στον αρχικό προορισμό του, στο προγραμματισμένο λιμάνι. Εσύ θα πατήσεις το πόδι σου στην προκαθορισμένη στεριά, θα κάνεις διακοπές, θα επισκεφθείς φίλους και δικούς, θα γυρίσεις στη δουλειά. Όλα θα κυλήσουν όπως ήταν αρχικά σχεδιασμένο. Θα επιστρέψεις στην παλιά ρουτίνα. Καμία αξιόλογη παράκαμψη, καμία σημαντική παρεκτροπή. Αλλά εσύ θα ξέρεις τι έχεις δει κι ας φοβάσαι να το μοιραστείς με τους άλλους. Το είχε δει κι ο Καββαδίας, κάπου στις ακτές της ιταλικής Μεσσήνης: μορφές γυναικών που ανεμίζουν τα πέπλα τους καθώς χορεύουν. Θαλασσόλυκοι καρδιοχτύπησαν όταν εμφανίστηκε ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» προλέγοντας την επερχόμενη καταιγίδα και τον κίνδυνο. Ο εξερευνητής του Βόρειου Πόλου, Ρόμπερτ Πίρι, το αναζήτησε ώς τη Νήσο Κρόκερ, μα δεν το έφτασε ποτέ. Και τόσοι άλλοι. Οι περιγραφές του φαινομένου μόνο αλλάζουν, το όνομά του είναι ένα και ανήκει σε μια πανέμορφη, πανίσχυρη και πανούργα μάγισσα: Μόργκαν Λε Φέι κάποτε, και αδελφή του βασιλιά Αρθούρου. Φάτα Μοργκάνα πια –ένας ανώτερος αντικατοπτρισμός, ψέμα και κινητήριος δύναμη.
ΠΗΓΗ: http://www.efsyn.gr/
Απολαύστε τη Μαρίζα Κωχ να τραγουδά το ποίημα του Νίκου Καββαδία «ΦΑΤΑ ΜΟΡΓΚΑΝΑ»
Ο Ορλάνδος κυνηγάει τη Φάτα Μοργκάνα,1846-1848 | ΤΖΟΡΤΖ ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΟΥΟΤΣ
Νωρίς το πρωί, ακόμη δεν έχει ξημερώσει καλά καλά, και ταξιδεύεις με πλοίο. Στο βάθος του ορίζοντα μια κρυστάλλινη πολιτεία με το κάστρο της ανυψώνεται πάνω από τη θάλασσα, πλέοντας σε ένα σύννεφο από ομίχλη και αστράφτοντας, καθώς οι πρώτες ακτίνες του πορτοκαλόχρωμου ήλιου περνούν από μέσα του. Τρίβεις τα μάτια σου και τα ανοιγοκλείνεις δυο-τρεις φορές, μη μπορώντας να καταλάβεις αν αυτό που βλέπεις είναι αληθινό. Η έλλειψη ύπνου και το νυχτερινό ταξίδι στη θάλασσα δημιουργούν οράματα.
Η μαγική πολιτεία όμως μένει εκεί και σε καλεί. Θέλεις να δεις τι κρύβεται πίσω από τις επάλξεις του κάστρου, ποιοι κρατούν σκοπιά στις πολεμίστρες του, από πού έρχεται ο αέρας που κάνει τα λάβαρά του να κυματίζουν. Το βλέμμα και η επιθυμία σου δεν έχουν άλλο στόχο.
Οι μυρωδιές από το πετρέλαιο και την πίσσα έχουν χαθεί, ο μαύρος καπνός από τα φουγάρα του πλοίου δεν σε ενοχλεί πια, το αλάτι σταμάτησε να σου τρώει το πρόσωπο, ο θόρυβος των μηχανών είναι αναγκαίο κακό –μόνο η αύρα που σου φυσάει το πρόσωπο μπορεί να σε αγγίξει, αλλά όχι να σε ξυπνήσει.
Και το πλοίο, σαν να έχει ακούσει την καρδιά σου, λες και είναι κι εκείνο μαγεμένο, πορεύεται προς αυτή την ονειρική στεριά που ίπταται πάνω από το νερό. Δεν τη φτάνει. Όσο το καράβι πλησιάζει τόσο αυτή απομακρύνεται, ώσπου ο ήλιος ανεβαίνει όλο και πιο δυνατός, όλο και πιο ζεστός, θερμαίνοντας την ατμόσφαιρα. Η ομίχλη διαλύεται και μαζί της εξαερώνεται και η γυάλινη καστροπολιτεία. Οι επιβάτες που ξύπνησαν βγαίνουν στο κατάστρωμα με τον πρώτο καφέ της ημέρας και τα τσιγάρα τους. Τα μάτια τους μάλλον λίγο πρησμένα από τον ύπνο κρύβονται σε μαύρα γυαλιά, αλλά και πάλι οι σχεδόν οριζόντιες ακτίνες του ήλιου τούς τρυπούν τις κόρες. Οι βαριές πόρτες ανοιγοκλείνουν με θόρυβο. Μικρά παιδάκια κλαίνε ή γελάνε και κελαηδούν. Κάποιοι τεντώνονται μέσα στους υπνόσακους.
Χαμογελάς με μια ελαφριά δόση απογοήτευσης. Γιατί το όραμα χάθηκε, γιατί ίσως να μη δεις ξανά αυτήν την ομορφιά, γιατί αν τολμήσεις να την περιγράψεις, οι άλλοι θα σε περιγελάσουν, θα σε πειράξουν κρυφά ή φανερά, μπορεί και να σκεφτούν ότι μάλλον είσαι αλαφροΐσκιωτος ή πως σ’ αρέσει να διηγείσαι παραμύθια για να τραβάς την προσοχή. Έτσι κάπως, σαν τους παλιούς ναυτικούς, που εξιστορούν μάχες με θαλάσσια τέρατα και τρικυμίες που αναγκάζουν βαριά φορτωμένα πλοία να χορεύουν σαν καρυδότσουφλα, που περιγράφουν τον φόβο που προκαλεί ο κυκλώνας, καθώς η περιδίνηση γύρω από το πλοίο ανακατεύει απομεινάρια καραβιών, ψάρια και κορμιά ναυτικών. Η φωνή τους τρέμει καθώς θυμούνται πώς τα τεράστια κύματα μια καταπίνουν και μια ανυψώνουν τα εμπορικά. Τέτοια και πόσα περισσότερα θαυμαστά και τρομερά.
Ο Ορλάνδος κυνηγάει τη Φάτα Μοργκάνα 1846-1848 | ΤΖΟΡΤΖ ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΟΥΟΤΣ |
Το πλοίο θα φτάσει στον αρχικό προορισμό του, στο προγραμματισμένο λιμάνι. Εσύ θα πατήσεις το πόδι σου στην προκαθορισμένη στεριά, θα κάνεις διακοπές, θα επισκεφθείς φίλους και δικούς, θα γυρίσεις στη δουλειά. Όλα θα κυλήσουν όπως ήταν αρχικά σχεδιασμένο. Θα επιστρέψεις στην παλιά ρουτίνα. Καμία αξιόλογη παράκαμψη, καμία σημαντική παρεκτροπή. Αλλά εσύ θα ξέρεις τι έχεις δει κι ας φοβάσαι να το μοιραστείς με τους άλλους. Το είχε δει κι ο Καββαδίας, κάπου στις ακτές της ιταλικής Μεσσήνης: μορφές γυναικών που ανεμίζουν τα πέπλα τους καθώς χορεύουν. Θαλασσόλυκοι καρδιοχτύπησαν όταν εμφανίστηκε ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» προλέγοντας την επερχόμενη καταιγίδα και τον κίνδυνο. Ο εξερευνητής του Βόρειου Πόλου, Ρόμπερτ Πίρι, το αναζήτησε ώς τη Νήσο Κρόκερ, μα δεν το έφτασε ποτέ. Και τόσοι άλλοι. Οι περιγραφές του φαινομένου μόνο αλλάζουν, το όνομά του είναι ένα και ανήκει σε μια πανέμορφη, πανίσχυρη και πανούργα μάγισσα: Μόργκαν Λε Φέι κάποτε, και αδελφή του βασιλιά Αρθούρου. Φάτα Μοργκάνα πια –ένας ανώτερος αντικατοπτρισμός, ψέμα και κινητήριος δύναμη.
ΠΗΓΗ: http://www.efsyn.gr/
Απολαύστε τη Μαρίζα Κωχ να τραγουδά το ποίημα του Νίκου Καββαδία «ΦΑΤΑ ΜΟΡΓΚΑΝΑ»
Ο Ορλάνδος κυνηγάει τη Φάτα Μοργκάνα,1846-1848 | ΤΖΟΡΤΖ ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΟΥΟΤΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου