Το μόνο βίος των περήφανων Ελλήνων
“ Δύο κληματόβεργες, το μόνο βίος των περήφανων Ελλήνων του Πόντου, που κυνηγημένοι εγκαταλείπουν την πατρική γη και παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς! Τόσοι νομάτοι η οικογένεια του παπα-Χαράλαμπου, ρίξαμε μαύρη πέτρα στη γη που μας ανάθρεψε, και γυρέψαμε μια νέα πατρίδα.
Δύσκολος δρόμος, επικίνδυνος, οι Τούρκοι στο κατόπι μας, να κυνηγούν τους άπιστους, να κλέβουν, να βιάζουν τις γυναίκες μας, να μαγαρίζουν εκκλησιές και σύμβολα Ελληνικά και Ορθόδοξα. Μα εμείς δεν χάσαμε ποτέ την ανθρωπιά μας κι όποτε χρειάστηκε το δείχναμε, πως ήμασταν ανώτεροι απ’ τον εχθρό μας.
Όμως και η πατρίδα που αφήσαμε, δεν χάνεται ποτέ, δεν λησμονιέται, δεν πεθαίνει. Έχει τις ρίζες της βαθιά χωμένες στην ψυχή και το νου μας. Όπως τ’ αμπέλια που ριζώνουν στα έγκατα της άνυδρης γης και δίνουν τους καρπούς τους.
Δυο κληματόβεργες λοιπόν απ’ το παλιό τ’ αμπέλι μας, το μόνο βιος μας, μας θυμίζουν για πάντα την πρότερη ζωή μας, μας δένουν με ό,τι αγαπήσαμε, έτσι που να μη λησμονήσουμε ποτέ, όπου κι αν βρεθούμε, τ’ αμπέλι μας στον Πόντο…”
Ιστορίες προσφυγιάς και αναμνήσεων στο βιβλίο του Όμηρου Μαυρίδη «Το αμπέλι μας στον Πόντο» (εκδόσεις ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ)
Μία ιστορία πέρα για πέρα αληθινή και βγαλμένη από τις διηγήσεις του παππού του, περιγράφει ο συγγραφέας στις σελίδες του βιβλίου του «Το αμπέλι μας στον Πόντο».
Η προσωπική ιστορία του παππού του Όμηρου Μαυρίδη είναι ιστορία προσφύγων τις περιοχής μας, με τις μετακινήσεις από την μία πόλη στην άλλη, από τον Πόντο στη Γεωργία, από τη Γεωργία στη Ρωσία, από τη Ρωσία στον Πειραιά, από τον Πειραιά στις Σάπες και στα Κασσιτερά.
«Το αμπέλι είναι αληθινό», όπως θα πει ο ίδιος ο συγγραφέας, «το κουβαλούσε μαζί του πάντα κάτω από την μασχάλη τους τις βέργες, τις είχε και μάλιστα σε μια εφημερίδα τυλιγμένες για να μην χαλάσουν. Πάντως επιβίωσε αυτό το αμπέλι και εγώ τώρα δημιουργώ δικό μου αμπέλι από αυτές τις βέργες από την Οινόη του Πόντου. Ο παππούς μου ταυτιζόταν με το αμπέλι του. Ήταν τόσο σημαντικό που δεν μπορούσε να το αποχωριστεί. Αυτός νόμιζε ότι ήταν ένα κομμάτι της ψυχής του. Ήταν επίσης συνδεδεμένο με πολλές ιστορίες και μυθολογίες, ότι τάχα αυτό το αμπέλι που είχε στην Οινόη το είχε πρωτοφυτέψει ο θεός Διόνυσος».
Ο Όμηρος Μαυρίδης συγκινείται και ίδιος όταν διαβάζει σελίδες του βιβλίου «Το αμπέλι μας στον Πόντο», γιατί όπως θα πει είναι βγαλμένες από τα βάθη της ψυχής του.
Πόντιος στην καταγωγή ο κ. Μαυρίδης έχει ακούσει πολλές ιστορίες προσφύγων και έχει διαπιστώσει, ότι, «πολλοί Πόντιοι που ήρθαν από τον Πόντο έχουν φέρει τις εικόνες της πατρίδας που άφησαν εκεί πέρα. Άφησαν τα σπίτια τους, το σχολείο τους, την εκκλησία τους και αυτές τις εικόνες τις έχουν τόσο βαθειά αποτυπωμένες στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους, που τις ξαναφέρνουν κάθε τόσο και λιγάκι και τις ομορφαίνουν μάλιστα.
Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο ομορφότερες γίνονται αυτές οι εικόνες που έφεραν από την πατρίδα. Ο παππούς μου έφερε εικόνες από πολλά μέρη που έχει πάει, από την Οινόη, από την Σαμψούντα, την Τραπεζούντα, από το Σόχουμ, από το Βατούμι, από την Ανάπα. Αλλά ο πατέρας μου παρόλο που ήρθε νέος, 10 ετών περίπου από τον Πόντο, δεν είπε λέξη για τον Πόντο. Τίποτα δεν έλεγε και όταν του έκανα την πρόταση να πάμε στον Πόντο είπε όχι δεν θέλω να πάω γιατί θα συγκινηθώ τόσο πολύ που θα πεθάνω εκεί. Ήταν κυρίως που έζησε σαν παιδί και δεν ήθελε οπωσδήποτε να πάει εκεί».
ΠΗΓΗ: http://epontos.blogspot.gr/
“ Δύο κληματόβεργες, το μόνο βίος των περήφανων Ελλήνων του Πόντου, που κυνηγημένοι εγκαταλείπουν την πατρική γη και παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς! Τόσοι νομάτοι η οικογένεια του παπα-Χαράλαμπου, ρίξαμε μαύρη πέτρα στη γη που μας ανάθρεψε, και γυρέψαμε μια νέα πατρίδα.
Δύσκολος δρόμος, επικίνδυνος, οι Τούρκοι στο κατόπι μας, να κυνηγούν τους άπιστους, να κλέβουν, να βιάζουν τις γυναίκες μας, να μαγαρίζουν εκκλησιές και σύμβολα Ελληνικά και Ορθόδοξα. Μα εμείς δεν χάσαμε ποτέ την ανθρωπιά μας κι όποτε χρειάστηκε το δείχναμε, πως ήμασταν ανώτεροι απ’ τον εχθρό μας.
Όμως και η πατρίδα που αφήσαμε, δεν χάνεται ποτέ, δεν λησμονιέται, δεν πεθαίνει. Έχει τις ρίζες της βαθιά χωμένες στην ψυχή και το νου μας. Όπως τ’ αμπέλια που ριζώνουν στα έγκατα της άνυδρης γης και δίνουν τους καρπούς τους.
Δυο κληματόβεργες λοιπόν απ’ το παλιό τ’ αμπέλι μας, το μόνο βιος μας, μας θυμίζουν για πάντα την πρότερη ζωή μας, μας δένουν με ό,τι αγαπήσαμε, έτσι που να μη λησμονήσουμε ποτέ, όπου κι αν βρεθούμε, τ’ αμπέλι μας στον Πόντο…”
Ιστορίες προσφυγιάς και αναμνήσεων στο βιβλίο του Όμηρου Μαυρίδη «Το αμπέλι μας στον Πόντο» (εκδόσεις ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ)
Μία ιστορία πέρα για πέρα αληθινή και βγαλμένη από τις διηγήσεις του παππού του, περιγράφει ο συγγραφέας στις σελίδες του βιβλίου του «Το αμπέλι μας στον Πόντο».
Η προσωπική ιστορία του παππού του Όμηρου Μαυρίδη είναι ιστορία προσφύγων τις περιοχής μας, με τις μετακινήσεις από την μία πόλη στην άλλη, από τον Πόντο στη Γεωργία, από τη Γεωργία στη Ρωσία, από τη Ρωσία στον Πειραιά, από τον Πειραιά στις Σάπες και στα Κασσιτερά.
«Το αμπέλι είναι αληθινό», όπως θα πει ο ίδιος ο συγγραφέας, «το κουβαλούσε μαζί του πάντα κάτω από την μασχάλη τους τις βέργες, τις είχε και μάλιστα σε μια εφημερίδα τυλιγμένες για να μην χαλάσουν. Πάντως επιβίωσε αυτό το αμπέλι και εγώ τώρα δημιουργώ δικό μου αμπέλι από αυτές τις βέργες από την Οινόη του Πόντου. Ο παππούς μου ταυτιζόταν με το αμπέλι του. Ήταν τόσο σημαντικό που δεν μπορούσε να το αποχωριστεί. Αυτός νόμιζε ότι ήταν ένα κομμάτι της ψυχής του. Ήταν επίσης συνδεδεμένο με πολλές ιστορίες και μυθολογίες, ότι τάχα αυτό το αμπέλι που είχε στην Οινόη το είχε πρωτοφυτέψει ο θεός Διόνυσος».
Ο Όμηρος Μαυρίδης συγκινείται και ίδιος όταν διαβάζει σελίδες του βιβλίου «Το αμπέλι μας στον Πόντο», γιατί όπως θα πει είναι βγαλμένες από τα βάθη της ψυχής του.
Πόντιος στην καταγωγή ο κ. Μαυρίδης έχει ακούσει πολλές ιστορίες προσφύγων και έχει διαπιστώσει, ότι, «πολλοί Πόντιοι που ήρθαν από τον Πόντο έχουν φέρει τις εικόνες της πατρίδας που άφησαν εκεί πέρα. Άφησαν τα σπίτια τους, το σχολείο τους, την εκκλησία τους και αυτές τις εικόνες τις έχουν τόσο βαθειά αποτυπωμένες στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους, που τις ξαναφέρνουν κάθε τόσο και λιγάκι και τις ομορφαίνουν μάλιστα.
Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο ομορφότερες γίνονται αυτές οι εικόνες που έφεραν από την πατρίδα. Ο παππούς μου έφερε εικόνες από πολλά μέρη που έχει πάει, από την Οινόη, από την Σαμψούντα, την Τραπεζούντα, από το Σόχουμ, από το Βατούμι, από την Ανάπα. Αλλά ο πατέρας μου παρόλο που ήρθε νέος, 10 ετών περίπου από τον Πόντο, δεν είπε λέξη για τον Πόντο. Τίποτα δεν έλεγε και όταν του έκανα την πρόταση να πάμε στον Πόντο είπε όχι δεν θέλω να πάω γιατί θα συγκινηθώ τόσο πολύ που θα πεθάνω εκεί. Ήταν κυρίως που έζησε σαν παιδί και δεν ήθελε οπωσδήποτε να πάει εκεί».
ΠΗΓΗ: http://epontos.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου