(Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Κ. Ακρίβου
«Γάλα Μαγνησίας», εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ)
«…Απόμενε ακόμα μια βδομάδα μέχρι να κλείσουν τα σχολεία για τα Χριστούγεννα. Μετρούσαμε μία μία τις μέρες και δεν βλέπαμε την ώρα που θα πηγαίναμε σπίτια μας, όπου δεν θα ΄χαμε κανέναν πάπαρδο πάνω απ’ το κεφάλι. Τα πράγματα στο οικοτροφείο σαν να είχαν ηρεμήσει κάπως και στο σχολείο οι καθηγητές ήταν κι αυτοί ήρεμοι, μάλλον επηρεασμένοι από το πνεύμα των γιορτών. Τα απογεύματα κόβαμε βόλτες στους δρόμους και καθόμασταν έξω από τις βιτρίνες και χαζεύαμε τα στολίδια.
Ως και ο κυρ Μήτσος κρέμασε στη ΝΑΥΤΙΛΙΑ μια σειρά από χρωματιστά λαμπιόνια στη γλάστρα πάνω απ΄ το ψυγείο, δίπλα σ’ ένα κάδρο με μια ξεβύζωτη…
Την παραμονή ήμασταν στο θάλαμο και ετοιμάζαμε τα πράγματα. Παλεύαμε να χωρέσουν στο σακίδιο τα άπλυτα, όταν κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή:
«Ο Σεβασμιότατος! Ο Σεβασμιότατος!»
Αν και το δεσποτικό ήταν δίπλα, κολλητά με το οικοτροφείο, είχε έρθει με τη μαύρη κουρσάρα. Εντάξει, ήταν λίγο παχουλός, αλλά δεν τον έκανα και για τόσο τεμπέλη. Ο λόγος ήταν άλλος. Ο σοφέρ, αφού του άνοιξε διάπλατα την πόρτα να κατεβεί, πήγε μετά και άνοιξε το πορτμπαγκάζ. Έβγαλε αποκεί μια μεγάλη κούτα, που πήγε και την ακούμπησε με προσοχή πάνω στο τραπέζι όπου έτρωγαν οι επίσημοι.
«Πάλι μελομακάρονα!» είπε ο Μπράσκας -μελομακάρονα μας κερνούσαν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Είχα τις αμφιβολίες μου, παραήταν μεγάλο το κουτί για να έχει γλυκίσματα. «Αγαπητά παιδιά μου…»
Τα συνηθισμένα. Για την επί γης ειρήνη, τον Χριστό και το μήνυμα της Γεννήσεως, το μήνυμα της αγάπης, το πόσο μας έχει στην καρδιά του. Εξού και το δώρο που μας έκανε αυτές τις χρονιάρες μέρες.
«Αλλά να το χρησιμοποιείτε με φειδώ! Μόνον με την έγκριση του διευθυντού και του προϊσταμένου σας!»
Είχαμε σκάσει από περιέργεια.
Μόλις άνοιξε το κουτί και φάνηκε η ασπρόμαυρη ΙΖΟΛΑ, ξεσπάσαμε όλοι σε χειροκροτήματα. Τέτοιο δώρο ούτε στα καλύτερα όνειρα! Ο Σεβασμιότατος φάνηκε να χαίρεται, λαμποκοπούσε ολόκληρος. Αλλά μονάχα αυτός, δίπλα ο διάκος κατάπινε μπακακάκια. Τι να κάνει όμως που ήταν δώρο εξ ουρανού; Εμάς τα μάτια και η προσοχή ήταν καρφωμένα στην τηλεόραση. Δεν βλέπαμε τη στιγμή που θα πατούσαμε το ΟΝ για να δούμε τον Κότζακ, τη Χαβάη 5-0, τον Άγιο, τη Μάχη και κάθε Σάββατο μεσημέρι τους αγώνες από το αγγλικό πρωτάθλημα.
Ο διάκος την επόμενη κιόλας μέρα πήρε κι έκλεισε την τηλεόραση σ’ ένα ντουλάπι στην τραπεζαρία, που το κλείδωσε με λουκέτο. Η τηλεόραση θα άνοιγε όποτε έκρινε ο ίδιος και σε προγράμματα που θεωρούσε αυτός κατάλληλα. Δερβέναγας κι εδώ.
Το Σάββατο τελείωσαν τα μαθήματα και την άλλη μέρα θα φεύγαμε για τα χωριά μας.
Για να δούμε το ματς Στόουκ Σίτι- Λιντς ούτε συζήτηση. «Από του χρόνου! Όταν θα μπει ένα πρόγραμμα!» Δεν στενοχωρήθηκα, γιατί εμένα το μυαλό μου ήταν αλλού…
…Το βράδυ κατεβήκαμε στην τραπεζαρία πατώντας στις μύτες των ποδιών. Με τη λίμα του νυχοκόπτη ο Αχιλλάκος πήγε και ξεκλείδωσε το λουκέτο. Πιάσαμε το κανάλι της ΥΕΝΕΔ, αφού πρώτα κλείσαμε τελείως τον ήχο. Κάθε Σαββατόβραδο ξέραμε πως έβαζε ταινίες θρίλερ. Τώρα είχε μία με τον Κρίστοφερ Λι, που έπαιζε τον Δράκουλα και ήταν έτοιμος να πιει το αίμα από μια κοπέλα που είχε αιχμαλωτίσει στον πύργο του στα Καρπάθια. Ήταν ό,τι έπρεπε για παραμονές Χριστουγέννων…»
«Γάλα Μαγνησίας», εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ)
«…Απόμενε ακόμα μια βδομάδα μέχρι να κλείσουν τα σχολεία για τα Χριστούγεννα. Μετρούσαμε μία μία τις μέρες και δεν βλέπαμε την ώρα που θα πηγαίναμε σπίτια μας, όπου δεν θα ΄χαμε κανέναν πάπαρδο πάνω απ’ το κεφάλι. Τα πράγματα στο οικοτροφείο σαν να είχαν ηρεμήσει κάπως και στο σχολείο οι καθηγητές ήταν κι αυτοί ήρεμοι, μάλλον επηρεασμένοι από το πνεύμα των γιορτών. Τα απογεύματα κόβαμε βόλτες στους δρόμους και καθόμασταν έξω από τις βιτρίνες και χαζεύαμε τα στολίδια.
Ως και ο κυρ Μήτσος κρέμασε στη ΝΑΥΤΙΛΙΑ μια σειρά από χρωματιστά λαμπιόνια στη γλάστρα πάνω απ΄ το ψυγείο, δίπλα σ’ ένα κάδρο με μια ξεβύζωτη…
Την παραμονή ήμασταν στο θάλαμο και ετοιμάζαμε τα πράγματα. Παλεύαμε να χωρέσουν στο σακίδιο τα άπλυτα, όταν κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή:
«Ο Σεβασμιότατος! Ο Σεβασμιότατος!»
Αν και το δεσποτικό ήταν δίπλα, κολλητά με το οικοτροφείο, είχε έρθει με τη μαύρη κουρσάρα. Εντάξει, ήταν λίγο παχουλός, αλλά δεν τον έκανα και για τόσο τεμπέλη. Ο λόγος ήταν άλλος. Ο σοφέρ, αφού του άνοιξε διάπλατα την πόρτα να κατεβεί, πήγε μετά και άνοιξε το πορτμπαγκάζ. Έβγαλε αποκεί μια μεγάλη κούτα, που πήγε και την ακούμπησε με προσοχή πάνω στο τραπέζι όπου έτρωγαν οι επίσημοι.
«Πάλι μελομακάρονα!» είπε ο Μπράσκας -μελομακάρονα μας κερνούσαν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Είχα τις αμφιβολίες μου, παραήταν μεγάλο το κουτί για να έχει γλυκίσματα. «Αγαπητά παιδιά μου…»
Τα συνηθισμένα. Για την επί γης ειρήνη, τον Χριστό και το μήνυμα της Γεννήσεως, το μήνυμα της αγάπης, το πόσο μας έχει στην καρδιά του. Εξού και το δώρο που μας έκανε αυτές τις χρονιάρες μέρες.
«Αλλά να το χρησιμοποιείτε με φειδώ! Μόνον με την έγκριση του διευθυντού και του προϊσταμένου σας!»
Είχαμε σκάσει από περιέργεια.
Μόλις άνοιξε το κουτί και φάνηκε η ασπρόμαυρη ΙΖΟΛΑ, ξεσπάσαμε όλοι σε χειροκροτήματα. Τέτοιο δώρο ούτε στα καλύτερα όνειρα! Ο Σεβασμιότατος φάνηκε να χαίρεται, λαμποκοπούσε ολόκληρος. Αλλά μονάχα αυτός, δίπλα ο διάκος κατάπινε μπακακάκια. Τι να κάνει όμως που ήταν δώρο εξ ουρανού; Εμάς τα μάτια και η προσοχή ήταν καρφωμένα στην τηλεόραση. Δεν βλέπαμε τη στιγμή που θα πατούσαμε το ΟΝ για να δούμε τον Κότζακ, τη Χαβάη 5-0, τον Άγιο, τη Μάχη και κάθε Σάββατο μεσημέρι τους αγώνες από το αγγλικό πρωτάθλημα.
Ο διάκος την επόμενη κιόλας μέρα πήρε κι έκλεισε την τηλεόραση σ’ ένα ντουλάπι στην τραπεζαρία, που το κλείδωσε με λουκέτο. Η τηλεόραση θα άνοιγε όποτε έκρινε ο ίδιος και σε προγράμματα που θεωρούσε αυτός κατάλληλα. Δερβέναγας κι εδώ.
Το Σάββατο τελείωσαν τα μαθήματα και την άλλη μέρα θα φεύγαμε για τα χωριά μας.
Για να δούμε το ματς Στόουκ Σίτι- Λιντς ούτε συζήτηση. «Από του χρόνου! Όταν θα μπει ένα πρόγραμμα!» Δεν στενοχωρήθηκα, γιατί εμένα το μυαλό μου ήταν αλλού…
…Το βράδυ κατεβήκαμε στην τραπεζαρία πατώντας στις μύτες των ποδιών. Με τη λίμα του νυχοκόπτη ο Αχιλλάκος πήγε και ξεκλείδωσε το λουκέτο. Πιάσαμε το κανάλι της ΥΕΝΕΔ, αφού πρώτα κλείσαμε τελείως τον ήχο. Κάθε Σαββατόβραδο ξέραμε πως έβαζε ταινίες θρίλερ. Τώρα είχε μία με τον Κρίστοφερ Λι, που έπαιζε τον Δράκουλα και ήταν έτοιμος να πιει το αίμα από μια κοπέλα που είχε αιχμαλωτίσει στον πύργο του στα Καρπάθια. Ήταν ό,τι έπρεπε για παραμονές Χριστουγέννων…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου