(Metropolis-Νικήτας Καραγιάννης)
Κάθε φορά που μπαίνω σε χαρτοπωλείο ή βιβλιοπωλείο, εισπνέω δυνατά για λίγα δευτερόλεπτα τη μυρωδιά των χαρτικών και των βιβλίων. Η δύναμη του αρώματος είναι, ως γνωστόν, συγκλονιστική. Η απόλαυση που μου προσφέρει είναι τόσο δυνατή, ώστε με κάνει μερικές φορές να κλείνω τα μάτια μου και μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου με παρασέρνει μακριά, πολλά χρόνια πίσω στο παρελθόν. Μαζί με το άρωμα των καινούργιων βιβλίων, με «χτυπάει» η ανάμνηση άλλων αρωμάτων που συνδέονται μαζί τους: της γομολάστιχας και του ξυσμένου μολυβιού.
Παραδομένος στη γνώριμη απόλαυση, ξαναγίνομαι το παιδί που έτρεχε στο προαύλιο του σχολείου την πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς. Βλέπω τον εαυτό μου να σκύβει πάνω από τα ολοκαίνουργια βιβλία και τα τετράδια και η μυρωδιά τους να εισβάλει στη συνείδησή μου και να «βαφτίζει» τα κύτταρά μου με μια θύμηση που με συντροφεύει από μικρό και που εύχομαι να μην μ' εγκαταλείψει ποτέ.
Δεν θυμάμαι όμως να με συνεπαίρνει καμιά απολύτως συγκίνηση κοιτάζοντας το παλιό, χαλασμένο laptop μου καθώς μαζεύει σκόνη, παρατημένο σε μια γωνιά του δωματίου μου, παρά το γεγονός ότι όταν το πρωτοπήρα στα χέρια μου ένιωσα μεγάλο ενθουσιασμό. Φταίει μήπως το ότι τώρα δεν είμαι πλέον παιδί, οπότε ελάχιστα πράγματα με εντυπωσιάζουν; Δεν ξέρω. Για να το διαπιστώσω πλησίασα το πρόσωπό μου στην οθόνη του υπολογιστή μου, έκλεισα τα μάτια μου και εισέπνευσα. Τίποτα. Κανένα άρωμα. Ούτε στο πληκτρολόγιο. Πάλι καλά που δεν με έβλεπε κανείς, διότι σίγουρα θα με περνούσε για τρελό ή για υποχόνδριο. Μπήκα σε κατάστημα με ηλεκτρονικά gadgets. Τίποτα, καμία μυρωδιά. Μπορώ να πω λοιπόν με βεβαιότητα ότι οι αναμνήσεις που προφανώς πρέπει να έχω από τη χρήση του lap-top στερούνται μυρωδιάς. Τόσες εικόνες που είδα, τόσες επιστολές που έγραψα και διάβασα, ένας ολόκληρος κόσμος, χωρίς μυρωδιά. Αποστειρωμένος.
Επιασα ένα παλιό βιβλίο από τη βιβλιοθήκη μου. Το άνοιξα σε μια τυχαία σελίδα και το μάτι μου έπεσε σε ένα μικρό λεκέ από λάδι, που κρυβόταν στην κάτω δεξιά γωνιά της. Θυμήθηκα τότε ότι τη μέρα που το διάβαζα έτρωγα ένα σάντουιτς και ότι έτσι, από μια απροσεξία μου, δημιουργήθηκε εκείνος ο μικρός λεκές. Εφερα τη σελίδα κοντά στη μύτη μου και τη μύρισα. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν η μυρωδιά της μου θύμισε ακόμα πιο έντονα το σάντουιτς που συντρόφεψε την ανάγνωσή μου ή ήταν απλώς η ιδέα μου. Ομως, το παλιό βιβλίο είχε πράγματι κάποιο, έστω και ανεπαίσθητο, άρωμα. Αν και όπως είπα ήταν αφημένο στο ράφι για πολύ καιρό, στα χέρια μου φάνηκε σαν να πήρε πάλι ζωή. Σαν να ξύπνησα το παλιό βιβλίο από ένα ήσυχο και μακάριο ύπνο παίρνοντάς το στα χέρια μου. Το έκλεισα, χάιδεψα λίγο το εξώφυλλό του, ίσα ίσα για να διώξω το λεπτό στρώμα σκόνης που είχε μαζέψει, και το έβαλα πίσω στη θέση του. Πρόσεξα πως όλη η κίνησή μου έγινε με κάποια προσοχή και σκέφτηκα ότι χειρίστηκα το βιβλίο σαν να άξιζε αυτήν την προσοχή εκ μέρους μου. Σαν να ήταν ένας ζωντανός οργανισμός.
Μετά, σκέφτηκα το ψηφιακό μέλλον της ανάγνωσης, το νέο αυτό ορίζοντα που διακρίνεται ήδη στη ζωή μας και ένιωσα ένα μικρό κενό. Μια περίεργη, αλλόκοτη αίσθηση που θύμιζε απώλεια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου