Νίκος Μπακουνάκης |
Aπονέμονται αύριο Δευτέρα τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας, σε τελετή στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, με την παρουσία του υπουργού Πολιτισμού κ. Παύλου Γερουλάνου. Καιρός ήταν. Γιατί είχαμε αρχίσει να τα ξεχνάμε και, το χειρότερο, να πιστεύουμε ότι αυτός ο θεσμός εξαϋλώνεται. Και όμως τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας είναι από τους παλαιότερους θεσμούς πολιτισμού στην Ελλάδα. Είχαν θεσμοθετηθεί επί υπουργίας (στο Παιδείας) Γεωργίου Παπανδρέου στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αλλά ενεργοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1950 (μολονότι ο Κωστής Μπαστιάς θέλησε να τα επιβάλει στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά). Στην υπερπενηντάχρονη διαδρομή τους είναι συνδεδεμένα με πολλές μικροϊστορίες που ρυθμίζουν τη ζωή του λογοτεχνικού μικρόκοσμου.
Με πολλές μικροϊστορίες αποκλεισμών αλλά και αρκετές μικροϊστορίες μεγαλοσύνης, όπως η απονομή βραβείου στον Γιάννη Ρίτσο λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Εξακολουθούν όμως να είναι ο μοναδικός θεσμός πολιτισμού που έχει κύρος και που, παρά τα παρατράγουδα, τους αποκλεισμούς και τις διακρίσεις που τον συνοδεύουν, αποτυπώνει τη μεταπολεμική λογοτεχνική ιστορία μας. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι θέλουν κάποια στιγμή, ενδόμυχα ή φωναχτά, να πάρουν το βραβείο, ακόμη και αυτοί που το βρίζουν και το περιφρονούν...
Θα περιμέναμε όμως ότι ένας θεσμός ο οποίος έχει συμπληρώσει πενήντα χρόνια και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (καλό και κακό, δεν έχει σημασία) έχει εγγραφεί στις συνειδήσεις του λογοτεχνικού κόσμου ως η επιτομή της διάκρισης θα αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη σοβαρότητα, με μεγαλύτερη ευθύνη, από τους εκάστοτε πολιτικούς που αναλαμβάνουν την ηγεσία του υπουργείου της οδού Μπουμπουλίνας- μερικές φορές χωρίς να το θέλουν. Τα κρατικά βραβεία αντιμετωπίζονται ως περίπου μια γραφειοκρατική αγγαρεία, τόσο ως προς τη συγκρότηση των επιτροπών (και το λέω εν πλήρη γνώσει έχοντας υπάρξει μέλος της επιτροπής) όσο και ως προς τη λειτουργία τους γενικότερα. Αν δεν υπήρχε πίεση, τόσο μέσα από το υπουργείο, από υπαλλήλους του που έχουν συναίσθηση της ευθύνης, όσο και από τον λογοτεχνικό κόσμο, το υπουργείο Πολιτισμού, εννοώ οι πολιτικοί του, θα έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια τα λογοτεχνικά βραβεία. Ειδικά τα τελευταία χρόνια τα βραβεία έχουν περάσει διά πυρός και σιδήρου. Το κύρος τους έχει δεχθεί σοβαρά πλήγματα, τόσο από τους πολιτικούς όσο και από κάποιους ανθρώπους που στελεχώνουν τις επιτροπές φορώντας βαριά μυωπικά φιλολογικά γυαλιά. Τα βραβεία δεν είναι βέβαια μόνο κρίσεις. Είναι και τελετουργία (rituel). Αλλά τα τελευταία χρόνια κανείς δεν ξέρει ούτε πότε ανακοινώνονται ούτε πότε απονέμονται, έχοντας φτάσει να δοθούν, σε συσκευασία δύο σε ένα, βραβεία δύο ετών. Οι θεσμοί πρέπει να λειτουργούν ανεξαρτήτως των πολιτικών. Οι πολιτικοί το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να τους εκσυγχρονίζουν. Τα κρατικά βραβεία χρειάζονται εκσυγχρονισμό, κυρίως ως προς τη συγκρότηση της κριτικής επιτροπής, που οδηγεί στην ανακύκλωση των ίδιων ανθρώπων. Να ανακοινώνονται υποχρεωτικά κάθε Οκτώβριο, να απονέμονται κάθε Δεκέμβριο, δηλαδή να έχουν μια κανονικότητα και να τα περιμένουμε όπως περιμένουμε το Μπούκερ κάθε Οκτώβριο ή το Γκονκούρ κάθε Νοέμβριο. Η λογοτεχνία έχει ανάγκη από «γεγονότα».
Με πολλές μικροϊστορίες αποκλεισμών αλλά και αρκετές μικροϊστορίες μεγαλοσύνης, όπως η απονομή βραβείου στον Γιάννη Ρίτσο λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Εξακολουθούν όμως να είναι ο μοναδικός θεσμός πολιτισμού που έχει κύρος και που, παρά τα παρατράγουδα, τους αποκλεισμούς και τις διακρίσεις που τον συνοδεύουν, αποτυπώνει τη μεταπολεμική λογοτεχνική ιστορία μας. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι θέλουν κάποια στιγμή, ενδόμυχα ή φωναχτά, να πάρουν το βραβείο, ακόμη και αυτοί που το βρίζουν και το περιφρονούν...
Θα περιμέναμε όμως ότι ένας θεσμός ο οποίος έχει συμπληρώσει πενήντα χρόνια και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (καλό και κακό, δεν έχει σημασία) έχει εγγραφεί στις συνειδήσεις του λογοτεχνικού κόσμου ως η επιτομή της διάκρισης θα αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη σοβαρότητα, με μεγαλύτερη ευθύνη, από τους εκάστοτε πολιτικούς που αναλαμβάνουν την ηγεσία του υπουργείου της οδού Μπουμπουλίνας- μερικές φορές χωρίς να το θέλουν. Τα κρατικά βραβεία αντιμετωπίζονται ως περίπου μια γραφειοκρατική αγγαρεία, τόσο ως προς τη συγκρότηση των επιτροπών (και το λέω εν πλήρη γνώσει έχοντας υπάρξει μέλος της επιτροπής) όσο και ως προς τη λειτουργία τους γενικότερα. Αν δεν υπήρχε πίεση, τόσο μέσα από το υπουργείο, από υπαλλήλους του που έχουν συναίσθηση της ευθύνης, όσο και από τον λογοτεχνικό κόσμο, το υπουργείο Πολιτισμού, εννοώ οι πολιτικοί του, θα έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια τα λογοτεχνικά βραβεία. Ειδικά τα τελευταία χρόνια τα βραβεία έχουν περάσει διά πυρός και σιδήρου. Το κύρος τους έχει δεχθεί σοβαρά πλήγματα, τόσο από τους πολιτικούς όσο και από κάποιους ανθρώπους που στελεχώνουν τις επιτροπές φορώντας βαριά μυωπικά φιλολογικά γυαλιά. Τα βραβεία δεν είναι βέβαια μόνο κρίσεις. Είναι και τελετουργία (rituel). Αλλά τα τελευταία χρόνια κανείς δεν ξέρει ούτε πότε ανακοινώνονται ούτε πότε απονέμονται, έχοντας φτάσει να δοθούν, σε συσκευασία δύο σε ένα, βραβεία δύο ετών. Οι θεσμοί πρέπει να λειτουργούν ανεξαρτήτως των πολιτικών. Οι πολιτικοί το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να τους εκσυγχρονίζουν. Τα κρατικά βραβεία χρειάζονται εκσυγχρονισμό, κυρίως ως προς τη συγκρότηση της κριτικής επιτροπής, που οδηγεί στην ανακύκλωση των ίδιων ανθρώπων. Να ανακοινώνονται υποχρεωτικά κάθε Οκτώβριο, να απονέμονται κάθε Δεκέμβριο, δηλαδή να έχουν μια κανονικότητα και να τα περιμένουμε όπως περιμένουμε το Μπούκερ κάθε Οκτώβριο ή το Γκονκούρ κάθε Νοέμβριο. Η λογοτεχνία έχει ανάγκη από «γεγονότα».
(Ν. Μπακουνάκης- ΤΟ ΒΗΜΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου