«…Κι από το ρέμα του Ντάρμου δεν περνάγανε οι Δημαίοι.
Ήτανε στοιχειωμένο, ακουγότανε καμπάνα το μεσημέρι.
Γιατί φονέψανε το Ντάρμο εκεί. Mε τις αραβίδες, οι μάυδες.
Tου πήρανε το κεφάλι αυτοί και το πήγανε στη Λουκού, στις καλόγριες. Ανοίξανε λάκκο στα καλογερικά μνήματα οι γερόντισσες και το χωματίσανε στο γεφύρι κοντά, στα ψηλά κυπαρίσσια κατά το ρέμα. Το λιβανίζανε αυτό το μνημούρι σαράντα μέρες, οι χριστιανές. Και το λείψανο, κινήσανε οι Χαντακιώτισσες με τις τσάπες και πήγανε και το θάψανε αλειτούργητο. Ντάρμος, δημοδιδάσκαλος.
Καταμεσήμερο στην ερημιά η καμπάνα που λες.
- Άλλα, θυμάσαι;
- Γιατί θέλεις να μάθεις;
- Τη Διαμαντούλα του Ρουπακιά τη θυμάται κανείς;
- Για ποια Διαμαντούλα μιλάς; Κείνη που ξαγνάνταγε στου Βίλη το δέντρο με μια αγκαλιά παπαρούνες και το τραγούδι στο στόμα; Αλυχτάγανε τα σκυλιά της Αρτσίνας τ' αδέρφια της που τα σέρνανε οι μάηδες…»
Άνοιξη του '48 σε χωριό της Κυνουρίας.
Ένας 16χρονος βοσκός αφήνει την οικογένειά του για να πάει στα βουνά με τους αντάρτες. Αιτία, η πληγωμένη περηφάνια του από ένα γερό χαστούκι που εισέπραξε από τον μεγαλύτερο αδελφό του για μια σκανταλιά.
Βασισμένο στην αληθινή αφήγηση ενός εκλιπόντος συντοπίτη του αλλά δοσμένο με την απαραίτητη μυθοπλασία είναι το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυρκιντάνου «Το κρασί του Ντάρμου» (εκδόσεις «Βιβλιόραμα»). Βιβλίο με χυμώδη γλώσσα που μοσχοβολάει βουνό και ντοπιολαλιά, που συγκινεί σαν μαρτυρία ενός παιδιού εγκλωβισμένου στις μυλόπετρες της Ιστορίας.
Σε πρώτο πρόσωπο, ηλικιωμένος πλέον, ο αντιήρωας ξετυλίγει το νήμα της εφηβικής περιπλάνησής του στον τελευταίο χρόνο του Εμφυλίου ως βοηθητικός σε διάφορες αντάρτικες ομάδες. «Βγήκαμε στο κλαρί για να δούμε δικαιοσύνη παρέα με τον λύκο, τη βροχή και τον κεραυνό τον χειμώνα. Και με το όνειρο».
Οργώνοντας χωριά και βουνά Αρκαδίας και Λακωνίας (Πάρνωνα, Μαίναλο, Ταΰγετο) με τον φόβο, τον φανατισμό και το μίσος αλλά και με δόσεις ανθρωπιάς και λεβεντιάς να υπάρχουν ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Πείνα, μάχες, νεκροί, τραυματισμένοι. Αδελφοσκοτωμός. Οικογενειακή σκληρότητα αλλά κι αλληλεγγύη στις μικρές γεωργικές και κτηνοτροφικές κοινωνίες. Αχαμνοί καιροί.
Θα πιαστεί αιχμάλωτος, θα υποστεί εξευτελισμούς και ξυλοδαρμούς, θα δικαστεί από στρατοδικείο και θα τη γλιτώσει στο τσακ με εξορία στη Λέρο για να... αναμορφωθεί. «Ανάθεμα την αγραμματοσύνη μας, που σφαγήκαμε αναμεταξύ μας. Άλλοι μας βάλανε», θα του πει έπειτα από χρόνια ένας συμπατριώτης του, πρώην λοκατζής, που τον είχε δείρει.
Θυμάται ένα φιλότιμο δάσκαλο, τον Ντάρμο, που του μάθαινε γράμματα στο καλύβι του βοσκότοπου, όταν οι γονείς του τον είχαν κόψει στη Έκτη Δημοτικού για να φροντίζει τα πρόβατα.
Γέρος πλέον, με προβλήματα καρδιάς, ξαναγυρίζει στη γενέθλια γη ευχόμενος στα εγγόνια του: «Ονειρευτείτε στον δρόμο σας». Κι αναλογίζεται πικραμένος: «Πόσα κορμιά, πόσα αίματα, πόσες ζωές πήγανε στράφι, πόσα ερείπια». (ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΔΑΛΗΣ-http://www.enet.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου