Της Σώτης Τριανταφύλλου
Τον τελευταίο καιρό σκέφτομαι ότι η συμπεριφορά των Γερμανών πολιτών έναντι της Ελλάδας και της ευρωπαϊκής ιδέας οφείλεται στο ότι η γενιά του πολέμου έχει φύγει από τη ζωή μαζί τις τύψεις της. Οι τύψεις τιθάσευαν τον εθνικό χαρακτήρα που υπέθαλψε ολοκληρωτικά καθεστώτα, γενοκτονίες και πολέμους• συγκρατούσαν το πάθος των Γερμανών για ανωτερότητα.
Η Trümmerliteratur –η λογοτεχνία των ερειπίων και, κατ’ επέκταση, του Ολοκαυτώματος- παρότι εξέφραζε βαθύ πόνο, έκαναν τον γερμανικό κόσμο καλύτερο: έδειχναν μιαν αυτεπίγνωση που λείπει τόσο από τον έξαλλο όχλο, όσο κι από τον μικροαστό φορολογούμενο τον επιρρεπή σε οχλοποίηση. Και συχνά κατέληγαν στη συνολική απόρριψη του τευτονικού ήθους – κεντρικό γνώρισμα του λογοτεχνικού έργου του Τόμας Μπέρχαρτ και του κινηματογραφικού του Μίκαελ Χάνεκε. (Αμφότεροι «μισούν» την Αυστρία, καταγγέλλουν τα γερμανόφωνα πλήθη...)
Διαβάζω λοιπόν τις «Απόψεις ενός κλόουν» του Χάινριχ Μπελ και ξεφυλλίζω συγχρόνως το «Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία» - δυο μυθιστορήματα που είχα διαβάσει στα ελληνικά προτού κουτσομάθω τα γερμανικά που κουτσοέμαθα.
Στο πρωτότυπο, παρά τις άριστες ελληνικές μεταφράσεις, μού φαίνονται αλλιώτικα• παλλόμενα: η γερμανική γλώσσα έχει βαθιά μυστικιστικό χαρακτήρα• ταιριάζει στον Χανς που ανιχνεύει μυρωδιές από το τηλέφωνο, που υποφέρει από την αντιστροφή των αξιών και της πραγματικότητας• και στη Λένι η οποία επαναλαμβάνει στον εαυτό της: θα επιζήσω. Μικροί άνθρωποι, συνηθισμένοι - πράγματα τρομερά, καταστάσεις απερίγραπτες... Ο ναζισμός, ύστερα το κενό, τα έσχατα ερωτηματικά: γιατί το θρησκευτικό αίσθημα, ο χριστιανισμός, δεν εμπόδισε το έγκλημα; Είναι άραγε όλες οι φυλές ικανές για φρικαλεότητες ή οι Γερμανοί εμφανίζουν υπεροχή στην ποταπότητα; Και: Πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει το ανθρώπινο είδος; Υπάρχει «χαμηλότερα» από το «χαμηλά»;
Ο «Κλόουν» είναι ένα μυθιστόρημα που δεν θα μπορούσε να έχει γραφεί παρά μόνο στη Γερμανία: οι «απόψεις» του Χανς είναι μονολιθικές – κι όπως οτιδήποτε μονολιθικό οδηγεί στην καταστροφή. Αντίθετα από τη Λένι στο «Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία», ο Χανς δεν επιζεί: για να επιζήσεις πρέπει να μπορείς να αλλάζεις και να προσαρμόζεσαι• να αποδέχεσαι τις ήττες. Η Μαρί τον εγκαταλείπει αφήνοντάς του ένα σημείωμα: “Ich muss den Weg gehen, den ich gehen muss” – πρέπει να πάρω τον δρόμο που πρέπει να πάρω. Ύστερα το κενό, τα έσχατα ερωτηματικά...
Το μυθιστόρημα καθρεφτίζει τη γερμανική κοινωνία μετά τον πόλεμο, μια φάση της ιστορίας –ανοικοδόμηση, ανασυγκρότηση, διχασμός- που ο ηθικολόγος Μπελ χαρακτηρίζει «εποχή εκπόρνευσης»: ο ήρωάς του δεν ανήκει πουθενά• καθώς βυθίζεται στη θλίψη δεν μπορεί να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη... Απορρίπτει με τόση βιαιότητα τη χριστιανική ηθική ώστε κατασκευάζει μια δική του θρησκεία• κηρύσσει πόλεμο στον κόσμο.
Η Λένι δεν είναι λιγότερο τραγικό πρόσωπο παρότι δεν τρελαίνεται όπως ο Χανς. Η επιβίωσή της έχει κάτι ηρωικό και ντροπιαστικό μαζί - ο Χάινριχ Μπελ μοιάζει να λέει: «Καλύτερα να είχαμε πεθάνει• καλύτερα να είχαμε πεθάνει μέσα στα ερείπια...» Όμως η Λένι δεν πεθαίνει: ο πόλεμος τελειώνει• στο παλιό της σαλονάκι η ζωή παίρνει τον δρόμο που πρέπει να πάρει. Η Λένι βρίσκεται ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς που τώρα μοιάζουν με φαντάσματα: τους προσφέρει κουλουράκια... Κι ο συγγραφέας αναρωτιέται μαζί με τον αναγνώστη: «Πώς μετά από τόση φρίκη μπορείς, έχεις το κουράγιο και τη δύναμη και την ικανότητα για λήθη ώστε προσφέρεις κουλουράκια;( http://www.bookpress.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου