Η σύντομη νουβέλα του ζωγράφου Τάκη Τζίφα με τον τίτλο «Συνοδεία εγχόρδων» (εκδ. Το ροδακιό) ακτινοβολεί από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα μια Ελλάδα που έχει προ πολλού «φύγει» και που όμως επιβιώνει ακόμη ερήμην της Ιστορίας και της πολιτικής οικονομίας. Ως μίτος της πλοκής λειτουργεί η μύηση του νεαρού αφηγητή, κάπου στα χρόνια της Δικτατορίας, στα τελετουργικά και τα «κόλπα» του λαϊκού τραγουδιού, μέσα από παρέες, ξενύχτια σε ακρογιαλιές, αυτοσχέδια γλέντια, το ξύπνημα της επιθυμίας για το γυναικείο κορμί. Στην πυκνή και ασύμμετρη ιστορία των 60 σελίδων, με γλώσσα που εκρήγνυται, θρυμματίζεται κι ανασυντάσσεται διαρκώς, κυριαρχεί η αγωνία της μνήμης να διατρέξει αξιόπιστα το παρελθόν, τα πρόσωπα και τις ιστορίες που το στοιχειώνουν, καθόσον η αφήγηση μοιάζει έτοιμη να παραλύσει μπροστά στον τρόμο που προκαλεί η επερχόμενη φθορά και ο θάνατος (το «περιούσιο και άχραντο γαλάζιο» της τελευταίας φράσης).
Ανάμεσα στις γραμμές, καμιά φορά κι από κάτω τους, παρελαύνουν πρόσωπα που σημάδεψαν την πορεία του συγγραφέα, είτε πρόκειται για μορφές όπως ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιάννης Βαρβέρης (συνοδοιπόρος του Τζίφα στις νυχτερινές εξορμήσεις του για πολλά χρόνια, ο «μοναδικός θνητός που διέσχισε την Αχερουσία με ταξί», σύμφωνα με τα λόγια του), είτε για ξεχασμένα πλάσματα της νύχτας που έλαμψαν και κάηκαν σαν βεγγαλικά κάτω και πίσω από φώτα άγνωστων και συνάμα μυθικών λαϊκών μαγαζιών, στην Αττική όσο και στην επαρχία. Και βέβαια, πανταχού παρούσα, πότε ως η «γυναίκα μου η Αλεξάνδρα» πότε ως το ολόφωτο κοριτσάκι της αλληγορικής σκηνής του τέλους, η σύντροφος του συγγραφέα, η ηθοποιός Αλεξάνδρα Παντελάκη.
Το βιβλίο του Τάκη Τζίφα είναι λογοτεχνική κατάθεση ψυχής –έχω επίγνωση πόσο χυδαία κοινότοπη έχει γίνει αυτή η έκφραση, αλλά περί αυτού πρόκειται–, και ταυτόχρονα μαρτυρία γραμμένη με κώδικες που ξεκλειδώνουν εύκολα αλλά μόνο από «μυημένους» (και δεν εννοώ «μυημένους στη λογοτεχνία» – παρότι κι αυτό βοηθάει…).
Για όσους θέλουν να δουν πίσω από την πυκνή ποιητική γραφή που επελέγη από τον συγγραφέα, αντί της καταφυγής σε δήθεν ρεαλιστικές αναπαραστάσεις της μιας ή της άλλης «χρυσής εποχής», υπάρχει σε καθαρή μορφή μια φιλοσοφία του ζειν και του υπάρχειν πυρηνικά «λαϊκή» – με τα μπουζούκια και τα βιολιά να αποτελούν μονάχα την ιδανική μουσική υπόκρουση και όχι την ουσία της.
Μερικές χαρακτηριστικές φράσεις: «Μια Καθαρή Δευτέρα, με την Τζένη Βάνου και τον Κώστα Μοναχό, επικοινωνήσαμε με τον Ύψιστο από θέση ισχύος». Ή αλλιώς: «Κάτσαμε στην αμμουδιά και κοιτάζαμε τη θάλασσα, να δούμε τι μας ετοιμάζει».
Στην τελευταία σελίδα, εν ήδη σύντομου βιογραφικού, ο Τάκης Τζίφας γράφει δυο λόγια για τον εαυτό του, και μεταξύ άλλων λέει: «Ο Γιάννης Βαρβέρης επέμενε να γράψω αυτά που του έλεγα». Κρίμα που ο ποιητής δεν είναι πλέον μαζί μας να δει τον φίλο του να εκτελεί την «παραγγελιά» του.
(Του Κώστα Κατσουλάρη/http://bookpress.gr/)
Ανάμεσα στις γραμμές, καμιά φορά κι από κάτω τους, παρελαύνουν πρόσωπα που σημάδεψαν την πορεία του συγγραφέα, είτε πρόκειται για μορφές όπως ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιάννης Βαρβέρης (συνοδοιπόρος του Τζίφα στις νυχτερινές εξορμήσεις του για πολλά χρόνια, ο «μοναδικός θνητός που διέσχισε την Αχερουσία με ταξί», σύμφωνα με τα λόγια του), είτε για ξεχασμένα πλάσματα της νύχτας που έλαμψαν και κάηκαν σαν βεγγαλικά κάτω και πίσω από φώτα άγνωστων και συνάμα μυθικών λαϊκών μαγαζιών, στην Αττική όσο και στην επαρχία. Και βέβαια, πανταχού παρούσα, πότε ως η «γυναίκα μου η Αλεξάνδρα» πότε ως το ολόφωτο κοριτσάκι της αλληγορικής σκηνής του τέλους, η σύντροφος του συγγραφέα, η ηθοποιός Αλεξάνδρα Παντελάκη.
Το βιβλίο του Τάκη Τζίφα είναι λογοτεχνική κατάθεση ψυχής –έχω επίγνωση πόσο χυδαία κοινότοπη έχει γίνει αυτή η έκφραση, αλλά περί αυτού πρόκειται–, και ταυτόχρονα μαρτυρία γραμμένη με κώδικες που ξεκλειδώνουν εύκολα αλλά μόνο από «μυημένους» (και δεν εννοώ «μυημένους στη λογοτεχνία» – παρότι κι αυτό βοηθάει…).
Για όσους θέλουν να δουν πίσω από την πυκνή ποιητική γραφή που επελέγη από τον συγγραφέα, αντί της καταφυγής σε δήθεν ρεαλιστικές αναπαραστάσεις της μιας ή της άλλης «χρυσής εποχής», υπάρχει σε καθαρή μορφή μια φιλοσοφία του ζειν και του υπάρχειν πυρηνικά «λαϊκή» – με τα μπουζούκια και τα βιολιά να αποτελούν μονάχα την ιδανική μουσική υπόκρουση και όχι την ουσία της.
Μερικές χαρακτηριστικές φράσεις: «Μια Καθαρή Δευτέρα, με την Τζένη Βάνου και τον Κώστα Μοναχό, επικοινωνήσαμε με τον Ύψιστο από θέση ισχύος». Ή αλλιώς: «Κάτσαμε στην αμμουδιά και κοιτάζαμε τη θάλασσα, να δούμε τι μας ετοιμάζει».
Στην τελευταία σελίδα, εν ήδη σύντομου βιογραφικού, ο Τάκης Τζίφας γράφει δυο λόγια για τον εαυτό του, και μεταξύ άλλων λέει: «Ο Γιάννης Βαρβέρης επέμενε να γράψω αυτά που του έλεγα». Κρίμα που ο ποιητής δεν είναι πλέον μαζί μας να δει τον φίλο του να εκτελεί την «παραγγελιά» του.
(Του Κώστα Κατσουλάρη/http://bookpress.gr/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου