Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων "Μέλι κόλλησε στα χείλη" (εκδ. Πατάκη)
"Η μουσική ξεκινά με την είσοδο των ζουρνάδων και η Μέλω χάνεται μέσα σε ήχους που σχεδόν τρομάζουν.
Ήχοι του βουνού… Ήχοι κρυφών καημών – επικίνδυνων γι’ αυτό.
Κι έπειτα όλα τα άλλα όργανα – κλαρίνα, κιθάρες, μπουζούκι και ακορντεόν.
Η ώρα του καρσιλαμά. Το πλήθος αναδεύεται…
Οι μύστες ποιοι θα είναι εφέτος; Στην πίστα προχωρεί ο πρώτος άντρας. Αργά εισέρχεται. Με δέος όσο και αποφασιστικότητα. Άλλος ακολουθεί. Η Μέλω μπορεί ακόμα να τους αναγνωρίζει…
Τους θυμάται. Ο πρώην πρόεδρος του χωριού, ο έμπορος ξυλείας…
Τώρα και τρίτος, τέταρτος, πέμπτος…
Ένας κύκλος δημιουργείται και την ίδια ώρα κλείνει. Όσοι τολμηροί και αποφασισμένοι! Κανείς άλλος πια…
Άντρες μεγάλοι και νεότεροι έχουν κυριεύσει τον χώρο της πλατείας τον αφιερωμένο στον χορό. Κινούνται πια στον ρυθμό της μουσικής, οι πλάτες τους γυρτές και το κεφάλι σε ξαφνικά γυρίσματα προς τα πάνω, αναστεναγμοί που δεν ακούγονται και τα μπράτσα φτερούγες που αναζητούν τον τρόπο να πετάξουν και ολοένα τα σώματα τριγυρνάνε, στρέφονται το ένα γύρω από το άλλο, το ένα θέλει να συνομιλήσει με κάποιο άλλο και να ανταλλάξουν στεναγμό, μεράκι, νταλκά….
Αντρίκειος χορός. Κάλεσμα ελευθερίας και γήτεμα της αυταπάτης της. Στο κούτελο, ιδρώτας. Τα μαλλιά κολλάνε στα μελίγγια. Οι παλάμες τους πρέπει να είναι υγρές κι αυτές. Από τα μισάνοιχτα, στα τριχωτά στέρνα, μονόχρωμα πουκάμισα διαφαίνονται στάλες που θα λεκιάσουν το ύφασμα στα μέρη του στομαχιού, της κοιλιάς…
Σπάνε τα κορμιά, το καθένα στους δικούς του σπασμούς αφοσιωμένο. Η Μέλω οσφραίνεται… Μυρωδιά σωμάτων…
Η μυρωδιά του δικού της σώματος αρχίζει να διαφεύγει από τα σημεία που το φόρεμα ξεχνά να πιέζει τη σάρκα και τώρα η Μέλω οσφραίνεται ξανά, μα τώρα και μιαν άλλη μυρωδιά και, ενώ τα βλέφαρα είχαν βαρύνει για να βρουν την ευκαιρία οι εικόνες να μετατραπούν σε σύμβολα, πάλι γίνονται ελαφριά και πεταρίζουν. Στην πίστα μπήκαν οι γυναίκες. Ιέρειες μιας άλλης αίρεσης. Γυναίκες μεγάλες και νεότερες καταπατούν τον χώρο που, όταν ο ήλιος κυριαρχεί, τον σκιάζουν τα φύλλα του πλάτανου και της αγριοκαστανιάς, αλλά τώρα πολύχρωμα λαμπιόνια αντιγράφουν τους χρωματικούς συνδυασμούς ενδυμάτων – φούστες εμπριμέ, μπλούζες με καρουδάκια, τζιν παντελόνια με ασημιά σιρίτια και μονόχρωμα φουστάνια…
Οι γυναίκες χορεύουν, έχουν τα χέρια απλωμένα και προτεταμένα τα στήθια, καδένες και χάντρες άλλοτε κρύβονται στις σχισμές των μαστών, άλλοτε πέφτουν προς τα πίσω, εκεί που ο σβέρκος τους έχει λεκιαστεί από υπολείμματα αρωμάτων. Οι γάμπες, είτε χυτές σε άλλες, με κιρσούς σε κάποιες, αντέχουν το λίκνισμα των γοφών και μεταδίδουν τον ρυθμό σε στήθη πεσμένα, σφιχτά, κάποια στείρα πια, άλλα παρθενικά ίσως ακόμα.
Πλησιάζουν οι γυναίκες τους άντρες, από εδώ η μια, από εκεί μια άλλη, μια τρίτη κάπου πιο κει, μπλέκονται τα θηλυκά με τα αρσενικά και με τα βήματα του χορού ζυγώνουν και απομακρύνονται και έπειτα μια μια γυναίκα, πάντα με βήματα στον ρυθμό της μουσικής, αποχωρεί και σιωπηλά γνέφει κι ένας ένας οι άντρες από πίσω τις παίρνουν, τις ακολουθούν, ζευγάρια που ήταν προτού να χορέψουν και που διαλυθήκανε μέσα στον χορό, τώρα, καθώς οι τελευταίες νότες και οι στροφές κυλάνε πάνω στις πλάκες της πλατείας, ζευγάρια πάλι γίνονται…
Έχουν οι άντρες εκφράσει το αρσενικό τους όνειρο και έχουν τώρα αποδεχτεί τη φυλάκισή τους από τις γυναίκες. Το νόημα και ο στόχος του χορού ολοκληρώθηκε. Έγινε η ιεροτελεστία. Κι έσονται εις σάρκαν μίαν…
Έτοιμο πια το πλήρωμα του χωριού να ξεκινήσει το γλέντι μέχρι το χάραμα, χωρίς ανεκπλήρωτους καημούς και ψεύτικες υποσχέσεις. Οι άντρες, χωρίς τη συνοδεία της μουσικής τώρα, με βήματα καθημερινά, κουρασμένα ίσως αλλά περήφανα, πλησιάζουν την ορχήστρα και ‒πάνω στα όργανα που οι οργανοπαίχτες έχουν ακουμπήσει σε τραπεζάκι‒ αφήνουν τα πεντάευρα,τα δεκάευρα, τα εικοσάευρα….
Και μετά επιστρέφουν στα τραπέζια, εκεί που η θέση τους ήταν πριν από τον χορό και ακόμα και μετά τον χορό είναι… Θα είναι. Η Μέλω μπορεί να αισθανθεί μέσα στις φλέβες της μια κάψα να κυκλοφορεί. Κρασί λες κι έγινε το αίμα της. Κι όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε παρακολουθήσει τον εναρκτήριο χορό του πανηγυριού. Μα κι όμως πρώτη ήταν…
Γιατί η κάθε πρωτιά δεν είναι ό,τι είδες, μα το πώς το βίωσες. Τώρα, μόνο το βουητό από τις ομιλίες γύρω τους, και γύρω της πάντα ο Πράσινος, ο Σήφης…
Ο Αργύρης σηκώθηκε και πάει προς την ορχήστρα. Από την τσέπη του παντελονιού βγάνει το κατοστάρικο, το ρίχνει στο κλαρίνο και αναμένει…
Με μπράτσα που άπλωσε και πόδια που λύγισε στα γόνατα, αναμένει. Η πρώτη νότα, η δεύτερη μετά… Το ζεϊμπέκικο το χορεύουν μόνο άντρες. Για μια γυναίκα. Σε μια γυναίκα αφιερωμένο. Όχι λόγια. Κινήσεις μόνο. Χορός. Το κορμί μοναχό του να κερδίσει το άλλο το κορμί. Αν το κερδίσει…
Τα βήματα είναι αργά, στριφογυρίζουν τα μέλη –πόδια και μηροί κυρίως, κάπως λιγότερο τα φλύαρα χέρια‒ αναζητώντας προς τα πού έρχεται εκείνη η οσμή που τα ταράζει. Χορεύει ο Αργύρης και λυγίζει τη μέση, ξαφνικά το δεξί το χέρι πέφτει κάτω και η παλάμη κτυπά τις πλάκες και, ενώ ανασηκώνεται η μέση, το βλέμμα του άντρα τρέχει και καρφώνεται πάνω στα μάτια της Μέλως. Ακίνητη, ακούνητη αυτή και ο Σήφης πάντα έχει την παλάμη της πάνω στο γόνατό του και εκεί την πιέζει. Η Μέλω θυμάται την πρώτη φορά που το χέρι της…
Το ίδιο αυτό χέρι είχε αγγίξει το ίδιο αυτό γόνατο. Και τότε σκληρό ήταν, αιχμηρό. Και τώρα… Ο Αργύρης γονατίζει… Και ικετεύει ο ιερέας τη θεά, εκλιπαρεί ο πιστός την άνασσά του. Κι έπειτα πάλι πετιέται ως ιέραξ, απαιτεί καθώς το πόδι κάτω κτυπά. Καθώς οι δυο παλάμες εναλλάξ κτυπάνε το έδαφος. Το πείσμα να τον κάνει κάτι παραπάνω από τολμηρό. Αποφασισμένο. Μα ο Σήφης έχει πάντα, ανάμεσα στο γόνατό του και στην παλάμη του, πιασμένη την παλάμη της Μέλως. Πάντα. Όση ώρα κρατά η ζεμπεκιά. Και μετά; Μετά ο Αργύρης;…
Επιστρέφει στο τραπέζι τους ο Αργύρης. Και στην πλατεία ακούγονται μόνο «Εις υγείαν» και «Στην υγειά σου». Αλλά τώρα ο Σήφης έχει σηκωθεί και πάει κι αυτός προς την ορχήστρα, στο μπουζούκι αφήνει το χαρτονόμισμα και αυτό που ζητά αμέσως θα ακούσουν όλοι ποιο τραγούδι είναι και, ενώ οι πρώτες στροφές έρχονται να θυμίσουν χρόνια όχι και τόσο παλιά και μάλλον καθόλου, μα καθόλου, ξεχασμένα, ο Σήφης αρπάζει τη Μέλω από το χέρι, την τραβά, τη σέρνει –ίσως‒ στη μέση της πίστας και την αφήνει έρμαιο του ρυθμού, να εικονογραφεί, να ζει ό,τι ένας τραγουδιστής προειδοποιεί, …
Τ’ αγγελικό σου το κορμί στα χέρια μου, στα χέρια μου θα πέσει… Κι εκείνη αποδέχεται τον ρόλο. Ρόλο μόνο γι’ αυτήν γραμμένο. Πράσινο φόρεμα, λιβάδι να το οργώσουν, να το σπείρουν… Να το θερίσουν. Να το αλωνίσουν.
Η Μέλω χορεύει και φεύγει… Και ενώ χορεύει αναρωτιέται πού έχει πλέον πάει. Προς τα πού οδηγήθηκε και αν έχει ένα τέλος αυτό το ταξίδι. Χορεύει.
Έναν μόνο χορό χόρεψε εκείνο το βράδυ."
(Το μυθιστόρημα «Μέλι κόλλησε στα χείλη» του Μάνου Κοντολέων, θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη αρχές Μαρτίου του 2013)
http://www.bookpress.gr/
"Η μουσική ξεκινά με την είσοδο των ζουρνάδων και η Μέλω χάνεται μέσα σε ήχους που σχεδόν τρομάζουν.
Ήχοι του βουνού… Ήχοι κρυφών καημών – επικίνδυνων γι’ αυτό.
Κι έπειτα όλα τα άλλα όργανα – κλαρίνα, κιθάρες, μπουζούκι και ακορντεόν.
Η ώρα του καρσιλαμά. Το πλήθος αναδεύεται…
Οι μύστες ποιοι θα είναι εφέτος; Στην πίστα προχωρεί ο πρώτος άντρας. Αργά εισέρχεται. Με δέος όσο και αποφασιστικότητα. Άλλος ακολουθεί. Η Μέλω μπορεί ακόμα να τους αναγνωρίζει…
Τους θυμάται. Ο πρώην πρόεδρος του χωριού, ο έμπορος ξυλείας…
Τώρα και τρίτος, τέταρτος, πέμπτος…
Ένας κύκλος δημιουργείται και την ίδια ώρα κλείνει. Όσοι τολμηροί και αποφασισμένοι! Κανείς άλλος πια…
Άντρες μεγάλοι και νεότεροι έχουν κυριεύσει τον χώρο της πλατείας τον αφιερωμένο στον χορό. Κινούνται πια στον ρυθμό της μουσικής, οι πλάτες τους γυρτές και το κεφάλι σε ξαφνικά γυρίσματα προς τα πάνω, αναστεναγμοί που δεν ακούγονται και τα μπράτσα φτερούγες που αναζητούν τον τρόπο να πετάξουν και ολοένα τα σώματα τριγυρνάνε, στρέφονται το ένα γύρω από το άλλο, το ένα θέλει να συνομιλήσει με κάποιο άλλο και να ανταλλάξουν στεναγμό, μεράκι, νταλκά….
Αντρίκειος χορός. Κάλεσμα ελευθερίας και γήτεμα της αυταπάτης της. Στο κούτελο, ιδρώτας. Τα μαλλιά κολλάνε στα μελίγγια. Οι παλάμες τους πρέπει να είναι υγρές κι αυτές. Από τα μισάνοιχτα, στα τριχωτά στέρνα, μονόχρωμα πουκάμισα διαφαίνονται στάλες που θα λεκιάσουν το ύφασμα στα μέρη του στομαχιού, της κοιλιάς…
Σπάνε τα κορμιά, το καθένα στους δικούς του σπασμούς αφοσιωμένο. Η Μέλω οσφραίνεται… Μυρωδιά σωμάτων…
Η μυρωδιά του δικού της σώματος αρχίζει να διαφεύγει από τα σημεία που το φόρεμα ξεχνά να πιέζει τη σάρκα και τώρα η Μέλω οσφραίνεται ξανά, μα τώρα και μιαν άλλη μυρωδιά και, ενώ τα βλέφαρα είχαν βαρύνει για να βρουν την ευκαιρία οι εικόνες να μετατραπούν σε σύμβολα, πάλι γίνονται ελαφριά και πεταρίζουν. Στην πίστα μπήκαν οι γυναίκες. Ιέρειες μιας άλλης αίρεσης. Γυναίκες μεγάλες και νεότερες καταπατούν τον χώρο που, όταν ο ήλιος κυριαρχεί, τον σκιάζουν τα φύλλα του πλάτανου και της αγριοκαστανιάς, αλλά τώρα πολύχρωμα λαμπιόνια αντιγράφουν τους χρωματικούς συνδυασμούς ενδυμάτων – φούστες εμπριμέ, μπλούζες με καρουδάκια, τζιν παντελόνια με ασημιά σιρίτια και μονόχρωμα φουστάνια…
Οι γυναίκες χορεύουν, έχουν τα χέρια απλωμένα και προτεταμένα τα στήθια, καδένες και χάντρες άλλοτε κρύβονται στις σχισμές των μαστών, άλλοτε πέφτουν προς τα πίσω, εκεί που ο σβέρκος τους έχει λεκιαστεί από υπολείμματα αρωμάτων. Οι γάμπες, είτε χυτές σε άλλες, με κιρσούς σε κάποιες, αντέχουν το λίκνισμα των γοφών και μεταδίδουν τον ρυθμό σε στήθη πεσμένα, σφιχτά, κάποια στείρα πια, άλλα παρθενικά ίσως ακόμα.
Πλησιάζουν οι γυναίκες τους άντρες, από εδώ η μια, από εκεί μια άλλη, μια τρίτη κάπου πιο κει, μπλέκονται τα θηλυκά με τα αρσενικά και με τα βήματα του χορού ζυγώνουν και απομακρύνονται και έπειτα μια μια γυναίκα, πάντα με βήματα στον ρυθμό της μουσικής, αποχωρεί και σιωπηλά γνέφει κι ένας ένας οι άντρες από πίσω τις παίρνουν, τις ακολουθούν, ζευγάρια που ήταν προτού να χορέψουν και που διαλυθήκανε μέσα στον χορό, τώρα, καθώς οι τελευταίες νότες και οι στροφές κυλάνε πάνω στις πλάκες της πλατείας, ζευγάρια πάλι γίνονται…
Έχουν οι άντρες εκφράσει το αρσενικό τους όνειρο και έχουν τώρα αποδεχτεί τη φυλάκισή τους από τις γυναίκες. Το νόημα και ο στόχος του χορού ολοκληρώθηκε. Έγινε η ιεροτελεστία. Κι έσονται εις σάρκαν μίαν…
Έτοιμο πια το πλήρωμα του χωριού να ξεκινήσει το γλέντι μέχρι το χάραμα, χωρίς ανεκπλήρωτους καημούς και ψεύτικες υποσχέσεις. Οι άντρες, χωρίς τη συνοδεία της μουσικής τώρα, με βήματα καθημερινά, κουρασμένα ίσως αλλά περήφανα, πλησιάζουν την ορχήστρα και ‒πάνω στα όργανα που οι οργανοπαίχτες έχουν ακουμπήσει σε τραπεζάκι‒ αφήνουν τα πεντάευρα,τα δεκάευρα, τα εικοσάευρα….
Και μετά επιστρέφουν στα τραπέζια, εκεί που η θέση τους ήταν πριν από τον χορό και ακόμα και μετά τον χορό είναι… Θα είναι. Η Μέλω μπορεί να αισθανθεί μέσα στις φλέβες της μια κάψα να κυκλοφορεί. Κρασί λες κι έγινε το αίμα της. Κι όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε παρακολουθήσει τον εναρκτήριο χορό του πανηγυριού. Μα κι όμως πρώτη ήταν…
Γιατί η κάθε πρωτιά δεν είναι ό,τι είδες, μα το πώς το βίωσες. Τώρα, μόνο το βουητό από τις ομιλίες γύρω τους, και γύρω της πάντα ο Πράσινος, ο Σήφης…
Ο Αργύρης σηκώθηκε και πάει προς την ορχήστρα. Από την τσέπη του παντελονιού βγάνει το κατοστάρικο, το ρίχνει στο κλαρίνο και αναμένει…
Με μπράτσα που άπλωσε και πόδια που λύγισε στα γόνατα, αναμένει. Η πρώτη νότα, η δεύτερη μετά… Το ζεϊμπέκικο το χορεύουν μόνο άντρες. Για μια γυναίκα. Σε μια γυναίκα αφιερωμένο. Όχι λόγια. Κινήσεις μόνο. Χορός. Το κορμί μοναχό του να κερδίσει το άλλο το κορμί. Αν το κερδίσει…
Τα βήματα είναι αργά, στριφογυρίζουν τα μέλη –πόδια και μηροί κυρίως, κάπως λιγότερο τα φλύαρα χέρια‒ αναζητώντας προς τα πού έρχεται εκείνη η οσμή που τα ταράζει. Χορεύει ο Αργύρης και λυγίζει τη μέση, ξαφνικά το δεξί το χέρι πέφτει κάτω και η παλάμη κτυπά τις πλάκες και, ενώ ανασηκώνεται η μέση, το βλέμμα του άντρα τρέχει και καρφώνεται πάνω στα μάτια της Μέλως. Ακίνητη, ακούνητη αυτή και ο Σήφης πάντα έχει την παλάμη της πάνω στο γόνατό του και εκεί την πιέζει. Η Μέλω θυμάται την πρώτη φορά που το χέρι της…
Το ίδιο αυτό χέρι είχε αγγίξει το ίδιο αυτό γόνατο. Και τότε σκληρό ήταν, αιχμηρό. Και τώρα… Ο Αργύρης γονατίζει… Και ικετεύει ο ιερέας τη θεά, εκλιπαρεί ο πιστός την άνασσά του. Κι έπειτα πάλι πετιέται ως ιέραξ, απαιτεί καθώς το πόδι κάτω κτυπά. Καθώς οι δυο παλάμες εναλλάξ κτυπάνε το έδαφος. Το πείσμα να τον κάνει κάτι παραπάνω από τολμηρό. Αποφασισμένο. Μα ο Σήφης έχει πάντα, ανάμεσα στο γόνατό του και στην παλάμη του, πιασμένη την παλάμη της Μέλως. Πάντα. Όση ώρα κρατά η ζεμπεκιά. Και μετά; Μετά ο Αργύρης;…
Επιστρέφει στο τραπέζι τους ο Αργύρης. Και στην πλατεία ακούγονται μόνο «Εις υγείαν» και «Στην υγειά σου». Αλλά τώρα ο Σήφης έχει σηκωθεί και πάει κι αυτός προς την ορχήστρα, στο μπουζούκι αφήνει το χαρτονόμισμα και αυτό που ζητά αμέσως θα ακούσουν όλοι ποιο τραγούδι είναι και, ενώ οι πρώτες στροφές έρχονται να θυμίσουν χρόνια όχι και τόσο παλιά και μάλλον καθόλου, μα καθόλου, ξεχασμένα, ο Σήφης αρπάζει τη Μέλω από το χέρι, την τραβά, τη σέρνει –ίσως‒ στη μέση της πίστας και την αφήνει έρμαιο του ρυθμού, να εικονογραφεί, να ζει ό,τι ένας τραγουδιστής προειδοποιεί, …
Τ’ αγγελικό σου το κορμί στα χέρια μου, στα χέρια μου θα πέσει… Κι εκείνη αποδέχεται τον ρόλο. Ρόλο μόνο γι’ αυτήν γραμμένο. Πράσινο φόρεμα, λιβάδι να το οργώσουν, να το σπείρουν… Να το θερίσουν. Να το αλωνίσουν.
Η Μέλω χορεύει και φεύγει… Και ενώ χορεύει αναρωτιέται πού έχει πλέον πάει. Προς τα πού οδηγήθηκε και αν έχει ένα τέλος αυτό το ταξίδι. Χορεύει.
Έναν μόνο χορό χόρεψε εκείνο το βράδυ."
(Το μυθιστόρημα «Μέλι κόλλησε στα χείλη» του Μάνου Κοντολέων, θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη αρχές Μαρτίου του 2013)
http://www.bookpress.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου