Τον θεωρούν ευφυΐα. Συγγραφέα της εποχής μας. Τον πιο συναρπαστικό Αμερικανό γραφιά. Συγγραφέα των συγγραφέων. Σούπερ-ήρωα της λογοτεχνίας. Ενα είδος αγίου των γραμμάτων.
Κι όμως ο 54χρονος Τζορτζ Σόντερς ήταν αμετάφραστος στην Ελλάδα. Μέχρι χθες, που οι εκδόσεις «Ικαρος» ανακοίνωσαν «με χαρά την απόκτηση των δικαιωμάτων του τελευταίου του βιβλίου με τίτλο “Tenth of December”». Είναι αυτό για το οποίο οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» έγραψαν στις 3 Ιανουαρίου: «Είναι το καλύτερο βιβλίο που θα διαβάσετε φέτος». Πρόκειται για την τέταρτη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα, που έχει ακόμη εκδώσει μία νουβέλα, ένα παιδικό βιβλίο και μία συλλογή δοκιμίων.
Αργησε, άλλωστε, να μπει στον χώρο της λογοτεχνίας -έβγαλε το πρώτο του βιβλίο στα 37 του χρόνια.
«Κανένας δεν γράφει με μεγαλύτερη δύναμη από τον Σόντερς για τους χαμένους, τους άτυχους, τους στερημένους, αυτούς τους Αμερικανούς που αγωνίζονται να πληρώσουν λογαριασμούς και το νοίκι, να κρατήσουν μια δουλειά που ίσως σιχαίνονται -ανθρώπους που βλέπουν τα όνειρά τους να γλιστράνε από τα χέρια τους ενώ αυτοί πασχίζουν μανιασμένα να μην πνιγούν…», έγραψε η Μισίκο Κακουτάνι στην κριτική της για το «Tenth of December» στους «ΝΥΤ». Και λίγες μέρες νωρίτερα ο Τζόελ Λόβελ: «Ο Σόντερς σε κάνει σοφότερο, καλύτερο, πιο ανοιχτό στις εμπειρίες των άλλων ανθρώπων».
Αυτός ο… υπερφυσικός άνθρωπος διδάσκει τα τελευταία 16 χρόνια λογοτεχνική γραφή στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών. Ζει εκεί με τη σύζυγό του Πόλα και τις δύο κόρες τους και ο κήπος του έχει αγάλματα του Βούδα, αφού το ζευγάρι είναι αφοσιωμένοι βουδιστές. Αλλωστε η λογοτεχνική του ζωή ξεκίνησε ένα βράδυ στη… Σιγκαπούρη, βλέποντας μια ομάδα από ηλικιωμένες γυναίκες να δουλεύουν σε ένα εργοτάξιο. Μέχρι τότε, όπως λέει, από τη μια είχε διαβάσει ελάχιστα, από την άλλη μάλλον ανήκε στους φαν τής Αϊν Ραντ. «Αλλά πήγα στην Ασία και είδα ανθρώπους που είναι αληθινά φτωχοί, που υποφέρουν αληθινά, χωρίς να μυξοκλαίνε», λέει.
Ο πατέρας του είχε μια πιτσαρία στο Αμαρίλο του Τέξας, που έκλεισε όπως και διάφορα άλλα φαγάδικα που είχε ήδη δοκιμάσει στο Σικάγο. Ο Σόντερς σπούδασε στο Colorado School of Mines και έφυγε να δουλέψει σε μια εταιρεία πετρελαίου στη Σουμάτρα. Τότε είχε και την αποκαλυπτική εμπειρία του στη Σιγκαπούρη, τότε αρρώστησε κάνοντας μπάνιο σε ένα ποτάμι μολυσμένο από ακαθαρσίες μαϊμούδων και αναγκάστηκε να επιστρέψει στις ΗΠΑ. Δούλεψε ακόμα και σε οικοδομές. Και, ξαφνικά, το 1985 έγινε δεκτός σε ένα πρόγραμμα δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου των Συρακουσών, χάρη σε ένα διήγημά του.
«Ηταν άγριο και αστείο», θυμάται σήμερα. «Αλλά ήδη το είχα αφήσει πίσω μου. Παραήταν μοντέρνο. Κι εγώ ήθελα να είμαι στο… 1932. Ηθελα να είμαι ο Χέμινγουεϊ».
http://www.efsyn.gr/Επιμ.: Β.Γεωργ.
Κι όμως ο 54χρονος Τζορτζ Σόντερς ήταν αμετάφραστος στην Ελλάδα. Μέχρι χθες, που οι εκδόσεις «Ικαρος» ανακοίνωσαν «με χαρά την απόκτηση των δικαιωμάτων του τελευταίου του βιβλίου με τίτλο “Tenth of December”». Είναι αυτό για το οποίο οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» έγραψαν στις 3 Ιανουαρίου: «Είναι το καλύτερο βιβλίο που θα διαβάσετε φέτος». Πρόκειται για την τέταρτη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα, που έχει ακόμη εκδώσει μία νουβέλα, ένα παιδικό βιβλίο και μία συλλογή δοκιμίων.
Αργησε, άλλωστε, να μπει στον χώρο της λογοτεχνίας -έβγαλε το πρώτο του βιβλίο στα 37 του χρόνια.
«Κανένας δεν γράφει με μεγαλύτερη δύναμη από τον Σόντερς για τους χαμένους, τους άτυχους, τους στερημένους, αυτούς τους Αμερικανούς που αγωνίζονται να πληρώσουν λογαριασμούς και το νοίκι, να κρατήσουν μια δουλειά που ίσως σιχαίνονται -ανθρώπους που βλέπουν τα όνειρά τους να γλιστράνε από τα χέρια τους ενώ αυτοί πασχίζουν μανιασμένα να μην πνιγούν…», έγραψε η Μισίκο Κακουτάνι στην κριτική της για το «Tenth of December» στους «ΝΥΤ». Και λίγες μέρες νωρίτερα ο Τζόελ Λόβελ: «Ο Σόντερς σε κάνει σοφότερο, καλύτερο, πιο ανοιχτό στις εμπειρίες των άλλων ανθρώπων».
Αυτός ο… υπερφυσικός άνθρωπος διδάσκει τα τελευταία 16 χρόνια λογοτεχνική γραφή στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών. Ζει εκεί με τη σύζυγό του Πόλα και τις δύο κόρες τους και ο κήπος του έχει αγάλματα του Βούδα, αφού το ζευγάρι είναι αφοσιωμένοι βουδιστές. Αλλωστε η λογοτεχνική του ζωή ξεκίνησε ένα βράδυ στη… Σιγκαπούρη, βλέποντας μια ομάδα από ηλικιωμένες γυναίκες να δουλεύουν σε ένα εργοτάξιο. Μέχρι τότε, όπως λέει, από τη μια είχε διαβάσει ελάχιστα, από την άλλη μάλλον ανήκε στους φαν τής Αϊν Ραντ. «Αλλά πήγα στην Ασία και είδα ανθρώπους που είναι αληθινά φτωχοί, που υποφέρουν αληθινά, χωρίς να μυξοκλαίνε», λέει.
Ο πατέρας του είχε μια πιτσαρία στο Αμαρίλο του Τέξας, που έκλεισε όπως και διάφορα άλλα φαγάδικα που είχε ήδη δοκιμάσει στο Σικάγο. Ο Σόντερς σπούδασε στο Colorado School of Mines και έφυγε να δουλέψει σε μια εταιρεία πετρελαίου στη Σουμάτρα. Τότε είχε και την αποκαλυπτική εμπειρία του στη Σιγκαπούρη, τότε αρρώστησε κάνοντας μπάνιο σε ένα ποτάμι μολυσμένο από ακαθαρσίες μαϊμούδων και αναγκάστηκε να επιστρέψει στις ΗΠΑ. Δούλεψε ακόμα και σε οικοδομές. Και, ξαφνικά, το 1985 έγινε δεκτός σε ένα πρόγραμμα δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου των Συρακουσών, χάρη σε ένα διήγημά του.
«Ηταν άγριο και αστείο», θυμάται σήμερα. «Αλλά ήδη το είχα αφήσει πίσω μου. Παραήταν μοντέρνο. Κι εγώ ήθελα να είμαι στο… 1932. Ηθελα να είμαι ο Χέμινγουεϊ».
http://www.efsyn.gr/Επιμ.: Β.Γεωργ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου