O ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ γράφει
για το μυθιστόρημα του ΜΑΚΗ ΤΣΙΤΑ
ΕΝΤΟΝΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ η παρουσία του Μάκη Τσίτα στο καθημερινό γίγνεσθαι της ελληνικής λογοτεχνίας.
Δεν είναι μόνο η συνεπής παρουσία του στο χώρο του παιδικού βιβλίου, αλλά και η για χρόνια τώρα επαγγελματική του σχέση με το βιβλίο. Εργάστηκε σε εκδοτικούς οίκους και έχει ιδρύσει δυο ηλεκτρονικά περιοδικά για το βιβλίο.
Παράλληλα έργα του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά, έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες, έχουν ανέβει στο θέατρο. Το μυθιστόρημα «Μάρτυς μου ο Θεός», εκδόσεις Κίχλη, δεν είναι η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία των ενηλίκων. Έχει προηγηθεί , το 1996, η συλλογή διηγημάτων «Πάτυ εκ του Πετρούλα».
Πολυεπίπεδος και ανήσυχος, λοιπόν, ο Τσίτας, με το τελευταίο του αυτό βιβλίο (υπενθυμίζω πως είναι όμως το πρώτο του μυθιστόρημα) ξαφνιάζει. Τόσο με το θέμα του, όσο και με τη γραφή του. Στην ουσία αυτό που θα ξαφνιάσει τον αναγνώστη είναι ο ίδιος ο ήρωας, που σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μιλά για τον εαυτό του.
Πενηντάχρονος, πια, ο Χρυσοβαλάντης μιλά με ένα δικό του τρόπο και με ένα δικό του τρόπο άλλοτε σχολιάζει τον ίδιο του τον εαυτό κι άλλοτε την κοινωνία μέσα στην οποία προσπαθεί να ζει και την οικογένεια μέσα από την οποία δεν κατάφερε να ξεφύγει.
Αλλά ακριβώς γιατί στην ουσία αποτελεί προϊόν μιας οικογενειακής και κοινωνικής συνύπαρξης καταπιέσεων και στρεβλώσεων, η αφήγησή του από ένα σημείο και μετά παύει να είναι η αφήγηση ενός ανθρώπου και γίνεται η περιγραφή μιας εποχής και μιας χώρας.
Μικροαστός, μόνιμα να αισθάνεται πως τον αδικούν, μόνιμα να τον καταπιέζει μια σεξουαλική πείνα, μόνιμα να ζητά διέξοδο στον αγοραίο έρωτα ενώ ονειρεύεται την ιδανική γυναίκα ως σύντροφό του.
Αεροβατεί, την ίδια ώρα που αυτομαστιγώνεται. Και αναζητά την βοήθεια πάντα ενός ανώτερου –κοινωνικά, επαγγελματικά, βιολογικά. Θα καταλήξει να βρει σκέπη κάτω από την προστασία του Θεού. Μα αυτό θα γίνει όταν πλέον θα έχει χάσει την όποια επαφή με την πραγματικότητα και θα κυκλοφορεί στα δώματα των φαντασιώσεων μιας ψυχασθένειας.
Είναι νομίζω εμφανές πως ο ήρωας του Τσίτα εκπροσωπεί τη σημερινή Ελλάδα. Πιο σωστά πάνω στο πρόσωπό του η χώρα μας απεικονίζεται. Και η πορεία των τελευταίων πενήντα χρόνων της, με τη ίδια τη ζωή του Χρυσοβαλάντη μοιάζει.
Θεωρώ πως ο Μάκης Τσίτας κατάφερε να φτιάξει έναν τύπο που μέσα από αυτόν περιγράφεται μια κοινωνία. Κάτι παρόμοιο μέχρι τώρα συνήθως άλλοι συγγραφείς το έχουν επιτύχει χρησιμοποιώντας θηλυκά πρόσωπα (Ταχτσής, Μάτεσης).
Ο Μάκης Τσίτας ακολουθώντας -από μια απόσταση πάντως- τα αχνάρια του «Λούσια» (1987) του Νίκου Χουλιαρά δίνει στην πινακοθήκη των κεντρικών χαρακτήρων της λογοτεχνίας μας ένα παθογόνο τύπο που χωρίς να μπορείς να πεις πως σε έχει κερδίσει συναισθηματικά, σίγουρα σε έχει κάνει να στρέψεις το βλέμμα προς τον πρώτο καθρέφτη που θα βρεις μπροστά σου.
ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
για το μυθιστόρημα του ΜΑΚΗ ΤΣΙΤΑ
ΕΝΤΟΝΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ η παρουσία του Μάκη Τσίτα στο καθημερινό γίγνεσθαι της ελληνικής λογοτεχνίας.
Δεν είναι μόνο η συνεπής παρουσία του στο χώρο του παιδικού βιβλίου, αλλά και η για χρόνια τώρα επαγγελματική του σχέση με το βιβλίο. Εργάστηκε σε εκδοτικούς οίκους και έχει ιδρύσει δυο ηλεκτρονικά περιοδικά για το βιβλίο.
Παράλληλα έργα του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά, έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες, έχουν ανέβει στο θέατρο. Το μυθιστόρημα «Μάρτυς μου ο Θεός», εκδόσεις Κίχλη, δεν είναι η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία των ενηλίκων. Έχει προηγηθεί , το 1996, η συλλογή διηγημάτων «Πάτυ εκ του Πετρούλα».
Πολυεπίπεδος και ανήσυχος, λοιπόν, ο Τσίτας, με το τελευταίο του αυτό βιβλίο (υπενθυμίζω πως είναι όμως το πρώτο του μυθιστόρημα) ξαφνιάζει. Τόσο με το θέμα του, όσο και με τη γραφή του. Στην ουσία αυτό που θα ξαφνιάσει τον αναγνώστη είναι ο ίδιος ο ήρωας, που σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μιλά για τον εαυτό του.
Μάκης Τσίτας |
Αλλά ακριβώς γιατί στην ουσία αποτελεί προϊόν μιας οικογενειακής και κοινωνικής συνύπαρξης καταπιέσεων και στρεβλώσεων, η αφήγησή του από ένα σημείο και μετά παύει να είναι η αφήγηση ενός ανθρώπου και γίνεται η περιγραφή μιας εποχής και μιας χώρας.
Μικροαστός, μόνιμα να αισθάνεται πως τον αδικούν, μόνιμα να τον καταπιέζει μια σεξουαλική πείνα, μόνιμα να ζητά διέξοδο στον αγοραίο έρωτα ενώ ονειρεύεται την ιδανική γυναίκα ως σύντροφό του.
Αεροβατεί, την ίδια ώρα που αυτομαστιγώνεται. Και αναζητά την βοήθεια πάντα ενός ανώτερου –κοινωνικά, επαγγελματικά, βιολογικά. Θα καταλήξει να βρει σκέπη κάτω από την προστασία του Θεού. Μα αυτό θα γίνει όταν πλέον θα έχει χάσει την όποια επαφή με την πραγματικότητα και θα κυκλοφορεί στα δώματα των φαντασιώσεων μιας ψυχασθένειας.
Είναι νομίζω εμφανές πως ο ήρωας του Τσίτα εκπροσωπεί τη σημερινή Ελλάδα. Πιο σωστά πάνω στο πρόσωπό του η χώρα μας απεικονίζεται. Και η πορεία των τελευταίων πενήντα χρόνων της, με τη ίδια τη ζωή του Χρυσοβαλάντη μοιάζει.
Μάνος Κοντολέων |
Ο Μάκης Τσίτας ακολουθώντας -από μια απόσταση πάντως- τα αχνάρια του «Λούσια» (1987) του Νίκου Χουλιαρά δίνει στην πινακοθήκη των κεντρικών χαρακτήρων της λογοτεχνίας μας ένα παθογόνο τύπο που χωρίς να μπορείς να πεις πως σε έχει κερδίσει συναισθηματικά, σίγουρα σε έχει κάνει να στρέψεις το βλέμμα προς τον πρώτο καθρέφτη που θα βρεις μπροστά σου.
ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου