Ο Τζόναθαν Κόου, σε συνέντευξή του είπε: «Γιατί να ρωτήσεις έναν συγγραφέα, κάποιον που ζει επινοώντας ιστορίες, για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, περιμένοντας από αυτόν να διατυπώσει μια λύση; … Εάν ήμασταν ικανοί να επιλύσουμε προβλήματα πολιτικής φύσεως, θα ήταν πολύ ανεύθυνο από μέρους μας να σπαταλάμε όλον αυτόν τον χρόνο γράφοντας ιστορίες. Μάλλον θα έπρεπε να βρισκόμαστε στο Κοινοβούλιο ή να κατέχουμε κάποιο δημόσιο αξίωμα...»
Από τις επισκέψεις των συγγραφέων στα σχολεία μέχρι τις βιβλιοπαρουσιάσεις και, βεβαίως, τις συνεντεύξεις, μικροί και μεγάλοι αναγνώστες περιμένουν από τους αγαπημένους τους συγγραφείς πάρα πολλά πράγματα: να αποκαλύψουν στοιχεία του βίου τους που σχετίζονται πιθανόν με το βιβλίο, να πουν αλήθειες για την ανθρώπινη κατάσταση που θα ανοίξουν δρόμους, να σχολιάσουν την τρέχουσα πολιτική, να προτείνουν λύσεις για τα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα...
Πάντα αναρωτιόμουν γιατί συμβαίνει αυτό, ιδίως αφότου κατάλαβα ότι σε άλλες χώρες δεν είναι έτσι. Τα παραπάνω λόγια του Κόου μας δίνουν κάποιες λαβές για να το συζητήσουμε. Ορίζει τον συγγραφέα ως «κάποιον που ζει επινοώντας ιστορίες».
Στην Ελλάδα ποτέ δεν σκεφτόμαστε έτσι τον συγγραφέα, πρώτον διότι ελάχιστοι βγάζουν το ψωμί τους από τη συγγραφή και δεύτερον, και κυριότερο, διότι είναι πολύ διαδεδομένη η άποψη ότι ο συγγραφέας γράφει για έναν υψηλό σκοπό, ο οποίος, ανάλογα με τον τρόπο σκέψης του καθενός, μπορεί να χαρακτηριστεί υπαρξιακός, ανθρωπιστικός ή πολιτικοκοινωνικός. Με απλά λόγια, ο συγγραφέας ή θα γράφει επειδή νιώθει επιτακτική υπαρξιακή ανάγκη ή επειδή θέλει να κάνει τους αναγνώστες του καλύτερους ανθρώπους ή επειδή επιδιώκει, μέσω των έργων του, να ασκήσει κοινωνική κριτική, να αλλάξει συνειδήσεις και έτσι να συμβάλει σε μια καλύτερη κοινωνία...
Ο Κόου όμως, κάνοντας ασφαλώς χιούμορ, μας λέει και κάτι άλλο: αν οι συγγραφείς είχαν τέτοιες ικανότητες θα βρίσκονταν στο Κοινοβούλιο ή θα κατείχαν κάποιο δημόσιο αξίωμα. Εδώ είναι που τον χάνουμε τελείως. Διότι εμείς ποτέ δεν πιστέψαμε ότι οι άνθρωποι που έχουν πραγματικά δημιουργικές ιδέες και σοφία βρίσκονται στις κοινοβουλευτικές έδρες ή στα δημόσια αξιώματα. Είμαστε πεπεισμένοι, ακριβώς επειδή τέτοιες ήταν οι κοινωνικές και πολιτικές μας εμπειρίες, ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: τα δημόσια αξιώματα τα κατέχουν άνθρωποι χωρίς ουσιαστικές ικανότητες, χωρίς αυθεντικές απόψεις, οι οποίοι δεν μπορούν να αρθρώσουν μια αλήθεια, μια λύση· άρα κάπου πρέπει να ψάξουμε να βρούμε εκείνους που υποθετικά μπορούν και, μέσα στην απελπισία μας, η λογοτεχνία είναι μια διέξοδος.
Υπάρχουν λόγοι γι αυτή την υπερεπένδυση στη λογοτεχνία. Σε καιρούς χαλεπούς, όταν η λογοκρισία και ο αυταρχισμός του δημόσιου βίου γινόταν αφόρητος, η λογοτεχνία προσέφερε ένα πεδίο ελευθερίας απόψεων και συναισθημάτων, μια όαση επικοινωνίας, ένα διαρκές μάθημα ζωής. Εν τω μεταξύ κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, νέες γενιές συγγραφέων και αναγνωστών πήραν τη σκυτάλη, άλλες αξίες, άλλες συνθήκες παραγωγής και ανάγνωσης της λογοτεχνίας.
Εχουμε πολλούς και καλούς συγγραφείς αλλά δεν έχουμε πια έναν Αναγνωστάκη, έναν Τσίρκα, έναν Χατζή. Κανείς δε μπορεί να παίξει τέτοιο ρόλο.
Αντιμέτωποι σήμερα, για μια ακόμη φορά, με μια φοβερή κρίση, ας αναζητήσουμε τις λύσεις στην πραγματική πολιτική και ας αφήσουμε τους συγγραφείς να επινοούν τις, έτσι κι αλλιώς, απαραίτητες και γοητευτικές ιστορίες τους.
ΠΗΓΗ: http://www.oanagnostis.gr/ - Βενετία Αποστολίδου.
Από τις επισκέψεις των συγγραφέων στα σχολεία μέχρι τις βιβλιοπαρουσιάσεις και, βεβαίως, τις συνεντεύξεις, μικροί και μεγάλοι αναγνώστες περιμένουν από τους αγαπημένους τους συγγραφείς πάρα πολλά πράγματα: να αποκαλύψουν στοιχεία του βίου τους που σχετίζονται πιθανόν με το βιβλίο, να πουν αλήθειες για την ανθρώπινη κατάσταση που θα ανοίξουν δρόμους, να σχολιάσουν την τρέχουσα πολιτική, να προτείνουν λύσεις για τα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα...
Πάντα αναρωτιόμουν γιατί συμβαίνει αυτό, ιδίως αφότου κατάλαβα ότι σε άλλες χώρες δεν είναι έτσι. Τα παραπάνω λόγια του Κόου μας δίνουν κάποιες λαβές για να το συζητήσουμε. Ορίζει τον συγγραφέα ως «κάποιον που ζει επινοώντας ιστορίες».
Στην Ελλάδα ποτέ δεν σκεφτόμαστε έτσι τον συγγραφέα, πρώτον διότι ελάχιστοι βγάζουν το ψωμί τους από τη συγγραφή και δεύτερον, και κυριότερο, διότι είναι πολύ διαδεδομένη η άποψη ότι ο συγγραφέας γράφει για έναν υψηλό σκοπό, ο οποίος, ανάλογα με τον τρόπο σκέψης του καθενός, μπορεί να χαρακτηριστεί υπαρξιακός, ανθρωπιστικός ή πολιτικοκοινωνικός. Με απλά λόγια, ο συγγραφέας ή θα γράφει επειδή νιώθει επιτακτική υπαρξιακή ανάγκη ή επειδή θέλει να κάνει τους αναγνώστες του καλύτερους ανθρώπους ή επειδή επιδιώκει, μέσω των έργων του, να ασκήσει κοινωνική κριτική, να αλλάξει συνειδήσεις και έτσι να συμβάλει σε μια καλύτερη κοινωνία...
Ο Κόου όμως, κάνοντας ασφαλώς χιούμορ, μας λέει και κάτι άλλο: αν οι συγγραφείς είχαν τέτοιες ικανότητες θα βρίσκονταν στο Κοινοβούλιο ή θα κατείχαν κάποιο δημόσιο αξίωμα. Εδώ είναι που τον χάνουμε τελείως. Διότι εμείς ποτέ δεν πιστέψαμε ότι οι άνθρωποι που έχουν πραγματικά δημιουργικές ιδέες και σοφία βρίσκονται στις κοινοβουλευτικές έδρες ή στα δημόσια αξιώματα. Είμαστε πεπεισμένοι, ακριβώς επειδή τέτοιες ήταν οι κοινωνικές και πολιτικές μας εμπειρίες, ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: τα δημόσια αξιώματα τα κατέχουν άνθρωποι χωρίς ουσιαστικές ικανότητες, χωρίς αυθεντικές απόψεις, οι οποίοι δεν μπορούν να αρθρώσουν μια αλήθεια, μια λύση· άρα κάπου πρέπει να ψάξουμε να βρούμε εκείνους που υποθετικά μπορούν και, μέσα στην απελπισία μας, η λογοτεχνία είναι μια διέξοδος.
Υπάρχουν λόγοι γι αυτή την υπερεπένδυση στη λογοτεχνία. Σε καιρούς χαλεπούς, όταν η λογοκρισία και ο αυταρχισμός του δημόσιου βίου γινόταν αφόρητος, η λογοτεχνία προσέφερε ένα πεδίο ελευθερίας απόψεων και συναισθημάτων, μια όαση επικοινωνίας, ένα διαρκές μάθημα ζωής. Εν τω μεταξύ κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, νέες γενιές συγγραφέων και αναγνωστών πήραν τη σκυτάλη, άλλες αξίες, άλλες συνθήκες παραγωγής και ανάγνωσης της λογοτεχνίας.
Εχουμε πολλούς και καλούς συγγραφείς αλλά δεν έχουμε πια έναν Αναγνωστάκη, έναν Τσίρκα, έναν Χατζή. Κανείς δε μπορεί να παίξει τέτοιο ρόλο.
Αντιμέτωποι σήμερα, για μια ακόμη φορά, με μια φοβερή κρίση, ας αναζητήσουμε τις λύσεις στην πραγματική πολιτική και ας αφήσουμε τους συγγραφείς να επινοούν τις, έτσι κι αλλιώς, απαραίτητες και γοητευτικές ιστορίες τους.
ΠΗΓΗ: http://www.oanagnostis.gr/ - Βενετία Αποστολίδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου