Απόσπασμα από την «Κερένια κούκλα»
(Αθηναϊκό μυθιστόρημα -1911-
του Κ.ωνσταντίνου Χρηστομάνου)
του Κ.ωνσταντίνου Χρηστομάνου)
«...Όταν βγήκε το απόγεμα της Κυριακής ο Νίκος απ’ το σπίτι, πήγε τα – ίσα στο μέρος που ’χε πει η θεια-Ελέγκω πως θα πάνε να δουν το κομιτάτο: στην Οδό Σταδίου αντίκρυ απ’ τη Βουλή, από πάνω απ’ τον «Αβέρωφ». Στο δρόμο έδωσε τρεις δραχμές και πήρε μια μεγάλη σακούλα χαρτοπόλεμο και ένα μάτσο σερπαντέν, για να ‘χει η Λιόλια να ρίχνει…
Όλα τα παράθυρα του σπιτιού ήτανε γεμάτα κόσμο· κι από πίσω τους ήταν κι άλλοι πολλοί ανεβασμένοι σε καρέκλες…
Τι κακό γινόταν κάτω στο δρόμο! Τι οχλοβοή! τι συρφετός! Τα τραμ είχανε σταματήσει. Μέσα σε σύννεφα από σκόνη περνούσαν τα λοντώ αργά, το ’να πίσω από τ’ άλλο, γεμάτα ντόμινα μαύρα και τριανταφυλλιά και γαλάζια και κόκκινα και κίτρινα και πράσινα με νταντέλες μαύρες, μ’ άσπρα γάντια και κάτι μακριές χρωματιστές κορδέλες κρεμαστές πίσωθε. Φωνές μασκαράδικες. Στραγάλια. Μπουκετάκια. Ρουκέτες από σερπαντέν και βροχή το κομφετί. «Εδώ ο χαρτοπόλεμος! Χαρτί και πόλεμος!» Τρόμπες: «ούγου – ου – ου – ου!!»
Τα πεζοδρόμια παστά απ’ τον κοσμάκη που έσερνε πατείς με πατώ σε τα πόδια του μες τον άμμο μια πιθαμή· κι απάνω στα μαύρα ανθρώπινα κύματα: τα τουρλωτά καπέλα των γυναικώνε σα μαούνες φορτωμένες! – όλα αυτά βουτηγμένα στ’ αλεύρι, τυλιγμένα σ’ ένα σταχτοκίτρινο πέπλο βαρύ και πνιγερό…
Να κι ο Θεοδώσ’ ίου! Ου, σαχλαμάρα! – Μπράβο! μπράβο! του φωνάζουν άλλοι – και δώσ’ του τα παλαμάκια από πέρα, όλο το δρόμο που ’ρχόταν..: απάνω σ’ ένα γάιδαρο τ’ ανάποδα, με του γαϊδάρου την ουρά ανασηκωτή στα χέρια αντίς για γκέμια… κι έκοβε μ’ ένα ψαλίδι τρίχες απ’ την ουρά και τις μοίραζε στον κόσμο!…Απ’ την ουρά κρεμότανε μια επιγραφή: ΕΘΝΙΚΩΝ ΤΑΜΥΟΝ. Πλάι στο γαϊδουροκαβαλάρη έτρεχ’ ένας μουντζουρωμένος παλιάτσος και του ’δινε χαρτάκια από ένα πανέρι που ’γραφε απέξω: ΜΠΗΛΙΕΤΑΚΕΙΑ. Ο γάιδαρος είχε στο κεφάλι μια σημαία γαλανόλευκη με κόκκινα γράμματα: ΔΟΛΙΑ ΠΑΤΡΥΣ. Και στου ίδιου του Θεοδώσ’ ίου το φέσι ήτον κολλημένο ένα χαρτί που έλεγε: ΣΙΝΝΑΛΑΓΌΙ… Και σφυρίγματα, τρόμπες, χάχανα, τροκάνια, χαρτοπόλεμος, στραγαλιές κατάμουτρα και μαγκαρία και μαρίδα από πίσω ατέλειωτη… …
Και πάλι φωνές: «Χα! – χα! – χα! χα!» και τρόμπες και ροκάνες και σφυρίγματα και «Χαρτί και πόλεμος! εδώ ο χαρτοπόλεμος!» και παλαμάκια…κι έξαφνα: «Να! να το Κομιτάτο! Έρχονται, έρχονται! Το Κομιτάτο! – …» …
Σ’ ατέλειωτη σειρά περνούσαν τ’ αμάξια στολισμένα με λουλούδια ψεύτικα κι άλλα μ’ αληθινά, με κορδέλες πολύχρωμες που κυματίζανε στα κεφάλια των αλόγων, στις ουρές τους, στις ρόδες… άρματα ντυμένα με χασέδες και κόκκινο λαδόπανο, φορτωμένα θεούς του Ολύμπου: Ήρες, Αθηνές με δόρατα και Αφροδίτες με χοντρά μπράτσα τριχωτά και με κάτι μόρτηδες Ερμήδες και Ήφαιστους και Γανυμήδηδες, σα να πηγαίνανε με τη σούστα στις Τζιτζιφιές για μπάνιο… …
Να και μια παρέα ποδήλατα με χρωματιστά χαρτένια τρίγωνα στις ρόδες… Και πάλι άμαξες: ωχ, μια ντιστεγκέδικη γεμάτη μαρκησίες και καβαλιέρους με μπερούκες άσπρες που πετούσαν ματσάκια μενεξέδες… Και στ’ αναμεταξύ πάλι κάτι μουντζουρωμένοι με λουλάκι και ώχρα, ντυμένοι με προβιές και με κέρατα από σφαχτά στο κεφάλι (Μπρρ! τι αηδία!)
Κι εξακολουθούσε η σειρά των μασκαράτων που ’χαν πάρει βραβείο και βαστούσαν το χαρτονάκι με τον αριθμό ψηλά σ’ ένα κοντάρι. «Να κι ο πρώτος! Να κι ο πρώτος αριθμός! Νάτο το πρώτο βραβείο! Μπράβο, μπράβο! Εύγε! Και του χρόνου!» …
Κι απάνω σε δυο ρόδες πέρασε αργά αργά μια βαρκούλα όλο από άσπρα τριαντάφυλλα, με το πανάκι της τ’ ανοιχτό, στολισμένο κι αυτό με γιρλάντες από γαλανά λουλούδια… και την τραβούσανε δυο όμορφα ναυτάκια, ζεμένα στο τιμόνι του δίτροχου, και το καθένα κρατούσε στα χέρια του ψηλά από ’να περιστέρι άσπρο που φτεροκοπούσε… μέσα στη βαρκούλα καθόταν ένα παιδάκι σαν ολόγυμνο, με τρικό ροζ, με φτερούγες στις πλάτες και με μια φαρέτρα γεμάτη βέλη – ο Έρωτας! – και κρατούσε στα χέρια του σα χαλινάρια τις ουράνιες κορδέλες που ’τονε δεμένα τα περιστέρια. «Α – α – α – α!!!» έκανε όλος ο κόσμος καθώς περνούσε και δώσ’ του χειροκροτήματα… …
Πω – πω – πω! τι μεγάλα κεφάλια είναι τούτα! γατίσια, και σκυλίσια και γουρουνίσια και μούρες πουλιών και καβούκια από σαλιγκάρια με κάτι σωλήνες για κέρατα που ξεπετιούνται, μια πήχη έξω και πιτσιλίζουν τον κόσμο με κολόνια…
Να κι Αραπάδες και Βλάχισσες με μικρά Ελληνάκια! Να και κάτι λεροφορεμένοι απ’ τη Σιγδίτσα με μεγάλους κουβάδες γεμάτους, νερό φωνάζοντας: «Γάλα καλό-ο- ο!» …
Και πάλι αμάξια με ντόμινα και σούστες φορτωμένες με μισόγυμνους ανθρώπους τυλιγμένους σε σεντόνια που πήγαιναν τάχατις στο Φάληρο! – κι ο κόσμος τους φώναζε: «Κρύο! κρύο! μπούζι! » – και πάλι μάσκες και κουρελομάνι και χρώματα και χρυσόχαρτα και λουλούδια και γέλια και φωνές και χαχαρίσματα και σερπαντέν και σκουντιές και τσιμπιές και πατήματα κάλων και κερατιλίκια και στανιά και «Χαρτί και πόλεμος!» και παλαμάκια που δεν παίρνουν τέλος απ’ την μιαν άκρη του δρόμου ίσαμε την άλλη…»
ΠΗΓΗ: http://protases.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου