Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων Φαμιλιάλ, της Στέργιας Κάββαλου, που θα κυκλοφορήσει εντός των προσεχών ημερών από τις εκδόσεις Μελάνι.
Μπάλες παγωτό
Επτά το απόγευμα και Ιούνης. Μοιάζει ξημέρωμα και φθινόπωρο. Τη χθεσινή νύχτα έβρεξε. Δρόσισαν τα χ(ρ)ώματα. Ο αέρας καθαρός, σχεδόν εισαγόμενος. Μυρίζει Λυών. Μυρίζει πάνω κάτω βόλτες στον Ροδανό. Οι μεγαλύτερες ομορφιές μιας πόλης αράζουν στις αποβάθρες της. Έτσι κάναμε κι εμείς. Ξαπλώναμε στα τεχνητά γρασίδια, ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά κι αγκαλιάζαμε. Πότε τον ουρανό, πότε ο ένας τον άλλο.
Οι μεγαλύτερες ομορφιές μιας πόλης αράζουν στις αποβάθρες της
Όλες οι μέρες κοντά στο ποτάμι θυμίζουν Κυριακή. Όχι εκείνη τη μελαγχολική των εφηβικών σου χρόνων. Την άλλη, την καινούργια. Εκείνη που την περπατάς χέρι χέρι. Που ταΐζεις το αγαπημένο σου στόμα μπάλες παγωτό. Που βάζεις ηλίθια στοιχήματα και γελάς όταν τα χάνεις. Γιατί πάντα χάνεις, αλλά τι πειράζει; Αφού πάλι κερδίζεις στην αγκαλιά.
Ένα δεκαεξάχρονο αγανακτισμένο από την ακάλεστη γαλλική ζέστη κρέμεται από τη γέφυρα ατενίζοντας τα βρόμικα νερά. Κι εμείς από το βλέμμα του. Για να δούμε, θα το τολμήσει τελικά; Και το τολμά. Κρατάω την ανάσα μου για περισσότερα δεύτερα απ' όσα αντέχω, για να κάνω κι εγώ τη γενναία. Βγάζει το κεφάλι από το ποτάμι, επιζώντας. Ξεφυσάω και μαζί μου η κερκίδα όλη. Χειροκροτούμε το ατίθασο νιάτο και μοιάζουμε λίγο περισσότερο σπουδαίοι.
Διψάμε για μπίρα και παστίς. Τρώμε veggie kebab από τον γνωστό Τυνήσιο. Σχεδιάζουμε να γραφτούμε στην ιπτάμενη πισίνα, εκείνη που αιωρείται πάνω από το ποτάμι. «Θα είναι χειρότερη και από τον Ροδανό. Θα πάθεις τίποτα» λέει η δεύτερή σου σκέψη. Πόσο με προσέχεις... Σε πιάνω από το χέρι, ρίχνω μια συνωμοτική ματιά στη βασιλική του Φουρβιέρ που ζωγραφίζεται στα νερά. Εκεί μένουν τα ξωτικά και όταν σκοτεινιάζει τρεμοπαίζουν τα φαναράκια τους. Παραμύθι.
Ποιο Παρίσι; Η Λυών είναι η πόλη του φωτός. Εδώ ο ήλιος δεν πέφτει ποτέ. Η νύχτα είναι μόνο οικιακή. Ποιο εδώ; Εκεί. Εκεί ο ήλιος δεν πέφτει ποτέ. Γιατί τώρα απέχω χιλιόμετρα από τις αποβάθρες και ακόμη περισσότερα από σένα. Τα χέρια μου σκεβρώνουν μπλεγμένα και κλειστά. Ο αέρας που αναπνέω μυρίζει βαλτώδες ελληνικό καλοκαίρι. Δεν υπάρχουν προφανείς ομορφιές. Μόνο μια απογευματινή ψευδαίσθηση καθαρής δροσιάς που κάνει την Κυριακή εφηβική και βαριά.
«Λείπεις» απευθύνω στον ουρανό γιατί εσένα δεν ξέρω πού να σε βρω πια. Εδώ είναι μαύρος. Εκεί; Σηκώνω το δάχτυλο στην άβυσσο, μας μαλώνω. Το παραμύθι τελείωσε. Τρώω τα δάκρυά μου. «Λείπεις μου» απαντάς κι εσύ από το πιο νοσταλγικό μου παρελθόν. Και βάζεις έτσι το δικό σου happy end. Σε σπασμένα ελληνικά.
ΠΗΓΗ: http://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/
Μπάλες παγωτό
Επτά το απόγευμα και Ιούνης. Μοιάζει ξημέρωμα και φθινόπωρο. Τη χθεσινή νύχτα έβρεξε. Δρόσισαν τα χ(ρ)ώματα. Ο αέρας καθαρός, σχεδόν εισαγόμενος. Μυρίζει Λυών. Μυρίζει πάνω κάτω βόλτες στον Ροδανό. Οι μεγαλύτερες ομορφιές μιας πόλης αράζουν στις αποβάθρες της. Έτσι κάναμε κι εμείς. Ξαπλώναμε στα τεχνητά γρασίδια, ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά κι αγκαλιάζαμε. Πότε τον ουρανό, πότε ο ένας τον άλλο.
Οι μεγαλύτερες ομορφιές μιας πόλης αράζουν στις αποβάθρες της
Όλες οι μέρες κοντά στο ποτάμι θυμίζουν Κυριακή. Όχι εκείνη τη μελαγχολική των εφηβικών σου χρόνων. Την άλλη, την καινούργια. Εκείνη που την περπατάς χέρι χέρι. Που ταΐζεις το αγαπημένο σου στόμα μπάλες παγωτό. Που βάζεις ηλίθια στοιχήματα και γελάς όταν τα χάνεις. Γιατί πάντα χάνεις, αλλά τι πειράζει; Αφού πάλι κερδίζεις στην αγκαλιά.
Ένα δεκαεξάχρονο αγανακτισμένο από την ακάλεστη γαλλική ζέστη κρέμεται από τη γέφυρα ατενίζοντας τα βρόμικα νερά. Κι εμείς από το βλέμμα του. Για να δούμε, θα το τολμήσει τελικά; Και το τολμά. Κρατάω την ανάσα μου για περισσότερα δεύτερα απ' όσα αντέχω, για να κάνω κι εγώ τη γενναία. Βγάζει το κεφάλι από το ποτάμι, επιζώντας. Ξεφυσάω και μαζί μου η κερκίδα όλη. Χειροκροτούμε το ατίθασο νιάτο και μοιάζουμε λίγο περισσότερο σπουδαίοι.
Διψάμε για μπίρα και παστίς. Τρώμε veggie kebab από τον γνωστό Τυνήσιο. Σχεδιάζουμε να γραφτούμε στην ιπτάμενη πισίνα, εκείνη που αιωρείται πάνω από το ποτάμι. «Θα είναι χειρότερη και από τον Ροδανό. Θα πάθεις τίποτα» λέει η δεύτερή σου σκέψη. Πόσο με προσέχεις... Σε πιάνω από το χέρι, ρίχνω μια συνωμοτική ματιά στη βασιλική του Φουρβιέρ που ζωγραφίζεται στα νερά. Εκεί μένουν τα ξωτικά και όταν σκοτεινιάζει τρεμοπαίζουν τα φαναράκια τους. Παραμύθι.
Ποιο Παρίσι; Η Λυών είναι η πόλη του φωτός. Εδώ ο ήλιος δεν πέφτει ποτέ. Η νύχτα είναι μόνο οικιακή. Ποιο εδώ; Εκεί. Εκεί ο ήλιος δεν πέφτει ποτέ. Γιατί τώρα απέχω χιλιόμετρα από τις αποβάθρες και ακόμη περισσότερα από σένα. Τα χέρια μου σκεβρώνουν μπλεγμένα και κλειστά. Ο αέρας που αναπνέω μυρίζει βαλτώδες ελληνικό καλοκαίρι. Δεν υπάρχουν προφανείς ομορφιές. Μόνο μια απογευματινή ψευδαίσθηση καθαρής δροσιάς που κάνει την Κυριακή εφηβική και βαριά.
«Λείπεις» απευθύνω στον ουρανό γιατί εσένα δεν ξέρω πού να σε βρω πια. Εδώ είναι μαύρος. Εκεί; Σηκώνω το δάχτυλο στην άβυσσο, μας μαλώνω. Το παραμύθι τελείωσε. Τρώω τα δάκρυά μου. «Λείπεις μου» απαντάς κι εσύ από το πιο νοσταλγικό μου παρελθόν. Και βάζεις έτσι το δικό σου happy end. Σε σπασμένα ελληνικά.
ΠΗΓΗ: http://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου