( Της Αρχοντίας Κάτσουρα)
Έχω μια βιβλιοθήκη που, όπως οι περισσότερες οικιακές, είναι ένα αλλόκοτο μείγμα από βιβλία των φοιτητικών μου χρόνων, λογοτεχνίας, ελληνικής και ξένης, φαντασίας, ιστορίας, οικονομίας, πολιτικής, ποίησης, ζωγραφικής. Βιβλία-δώρα, άλλα αγοράστηκαν σε στιγμές παρόρμησης ή έπειτα από σοβαρή σκέψη, από ανάγκη ή για συντροφιά στις διακοπές. Περιέχει ακόμη παραμύθια κλασικά –έχω μια Χιονάτη με τρισδιάστατες χάρτινες εικόνες που μου χάρισαν όταν ήμουν ακόμη 5-6 ετών, και τώρα διαβάζω στην ανιψιά μου-, και παραδοσιακά από την Ελλάδα και τον κόσμο.
Συχνά σκέφτομαι πως πρέπει να κάνω μια εκκαθάριση, να χαρίσω κάποια, τουλάχιστον αυτά στα οποία δεν έχω επανέλθει μετά την πρώτη ανάγνωση ή εκείνα των οποίων το περιεχόμενο πια δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη.
Έχω ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία αρκετές φορές, πάντα με το ίδιο αποτέλεσμα: τα κρατάω όλα, γιατί τα ήδη φορτωμένα ράφια μου, με ένα ξεσκόνισμα και μια μικρή ανακατάταξη, διευρύνονται και χωράνε όλα τα παλιά, και τελικά περισσότερα καινούργια. Στο ξεφύλλισμα ακόμη και αυτών που θεωρούσα όχι και τόσο σημαντικά, ανακαλύπτω μια μικρή σημείωση ή μια υπογράμμιση δυο-τριών λέξεων που πυροδοτεί μια σειρά αναμνήσεων, ιδεών ή σκέψεων που, κάποια χρόνια πίσω, με είχαν ενθουσιάσει ή συγκινήσει.
Υπάρχουν ορισμένα, όμως, αυτά που πάντα ανήκουν στα σημαντικά, που φέρουν υπογραμμίσεις ολόκληρων παραγράφων, με σχόλια στο πλάι, ένα θαυμαστικό ή ολόκληρες προτάσεις, που σε πρώτη ανάγνωση δεν λένε τίποτα. Μετά όμως, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του υπογραμμισμένου κειμένου, ανοίγουν ένα παράθυρο σε ό,τι ήταν όμορφο, σημαντικό ή επίπονο εκείνη την εποχή. Αδιέξοδο, λοιπόν. Τίποτα δεν πετάω, τίποτα δεν χαρίζω, δεν δωρίζω.
Μου αρέσει να πετάω πράγματα, εκείνα που ο κύκλος ζωής τους έχει κλείσει, που πια δεν χρησιμεύουν σε κάτι, που έχουν φθαρεί, ανοίγοντας χώρο για τα νέα, που θα καλύψουν ανάγκες ή επιθυμίες. Επίσης, συνηθίζω να χαρίζω άλλα που είναι σε καλή κατάσταση, να μοιράζω αντικείμενα που είναι δικά μου, αλλά ξέρω ότι αρέσουν σε φίλους, ακόμη και αν είχα ξοδέψει αρκετά χρήματα για να τα αποκτήσω.
Με τα βιβλία μου, όμως, γίνομαι τσιγκούνα: τα δανείζω, αλλά θέλω να μου τα επιστρέψουν. Αυτά που είναι πολυσημαδεμένα από τις μολυβιές μου, δεν τα μοιράζομαι ποτέ. Προτιμώ να αγοράσω ένα αντίτυπο και να το κάνω δώρο, παρά να αποχωριστώ το δικό μου. Και αν δανειστώ ένα βιβλίο που μου αρέσει, σπεύδω να το αγοράσω και να το διαβάσω ξανά, ώστε στις σελίδες του να αφήσω τα σημαδάκια μου: σημειώσεις, υπογραμμίσεις, ένα επίμονο, πατημένο ξανά και ξανά σκίτσο…
Οι «ήρωες» των βιβλίων μου -είναι πια «δικοί» μου, με τον ζηλόφθονο τρόπο που κρατά κανείς ένα κομμάτι του εαυτού του- λειτουργούν σαν σύντροφοι παντοτινοί. Είναι λίγο σαν την τρίτη οικογένεια που δημιουργεί κανείς μετά τους δικούς του ανθρώπους και τους φίλους, αλλά διατηρούν μερικές φορές ένα πλεονέκτημα που δεν έχουν οι δύο πρώτες οικογένειες: μπορούν να θρέψουν όνειρα και ιδέες, γνώσεις και αλήθειες, να σε κάνουν να καταλάβεις, σε ώρες πολύτιμης σιωπής, τον εαυτό σου και τον κόσμο δίπλα και μακριά σου χωρίς να φωνάζουν –μόνο με τη δύναμη των λέξεων.
Θυμάμαι ακόμα το καλοκαίρι που μπήκα στο πανεπιστήμιο και ετοιμαζόμουν για διακοπές στο εξοχικό. Στον σάκο μου, εκτός από τα απαραίτητα για τη θάλασσα, έβαλα προσεκτικά και δύο βιβλία: το «Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία – Κίνα» του Καζαντζάκη -το είχα διαβάσει ήδη μια φορά- και τη «Λυγερή» του Καρκαβίτσα. Τα απογεύματα, που δρόσιζε, καθόμουν στη βεράντα και διάβαζα. Μια-δυο φορές άκουσα την αναμιγμένη με μάλωμα συμβουλή: «Καλύτερα να αφήσεις τα βιβλία πια. Δεν έχεις κουραστεί να διαβάζεις;»
Δεν απαντούσα, δεν μπορούσα να το εξηγήσω με λόγια, ακόμα δεν ξέρω τον τρόπο.
Όχι, τελικώς θα τα κρατήσω όλα, θα τα στριμώξω, όρθια ή ξαπλωτά, σε διπλές και τριπλές σειρές… Έχουν μια μαγεία που δεν μοιράζεται, δεν χαρίζεται…
ΠΗΓΗ: http://www.efsyn.gr/
Έχω μια βιβλιοθήκη που, όπως οι περισσότερες οικιακές, είναι ένα αλλόκοτο μείγμα από βιβλία των φοιτητικών μου χρόνων, λογοτεχνίας, ελληνικής και ξένης, φαντασίας, ιστορίας, οικονομίας, πολιτικής, ποίησης, ζωγραφικής. Βιβλία-δώρα, άλλα αγοράστηκαν σε στιγμές παρόρμησης ή έπειτα από σοβαρή σκέψη, από ανάγκη ή για συντροφιά στις διακοπές. Περιέχει ακόμη παραμύθια κλασικά –έχω μια Χιονάτη με τρισδιάστατες χάρτινες εικόνες που μου χάρισαν όταν ήμουν ακόμη 5-6 ετών, και τώρα διαβάζω στην ανιψιά μου-, και παραδοσιακά από την Ελλάδα και τον κόσμο.
Συχνά σκέφτομαι πως πρέπει να κάνω μια εκκαθάριση, να χαρίσω κάποια, τουλάχιστον αυτά στα οποία δεν έχω επανέλθει μετά την πρώτη ανάγνωση ή εκείνα των οποίων το περιεχόμενο πια δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη.
Έχω ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία αρκετές φορές, πάντα με το ίδιο αποτέλεσμα: τα κρατάω όλα, γιατί τα ήδη φορτωμένα ράφια μου, με ένα ξεσκόνισμα και μια μικρή ανακατάταξη, διευρύνονται και χωράνε όλα τα παλιά, και τελικά περισσότερα καινούργια. Στο ξεφύλλισμα ακόμη και αυτών που θεωρούσα όχι και τόσο σημαντικά, ανακαλύπτω μια μικρή σημείωση ή μια υπογράμμιση δυο-τριών λέξεων που πυροδοτεί μια σειρά αναμνήσεων, ιδεών ή σκέψεων που, κάποια χρόνια πίσω, με είχαν ενθουσιάσει ή συγκινήσει.
Υπάρχουν ορισμένα, όμως, αυτά που πάντα ανήκουν στα σημαντικά, που φέρουν υπογραμμίσεις ολόκληρων παραγράφων, με σχόλια στο πλάι, ένα θαυμαστικό ή ολόκληρες προτάσεις, που σε πρώτη ανάγνωση δεν λένε τίποτα. Μετά όμως, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του υπογραμμισμένου κειμένου, ανοίγουν ένα παράθυρο σε ό,τι ήταν όμορφο, σημαντικό ή επίπονο εκείνη την εποχή. Αδιέξοδο, λοιπόν. Τίποτα δεν πετάω, τίποτα δεν χαρίζω, δεν δωρίζω.
Μου αρέσει να πετάω πράγματα, εκείνα που ο κύκλος ζωής τους έχει κλείσει, που πια δεν χρησιμεύουν σε κάτι, που έχουν φθαρεί, ανοίγοντας χώρο για τα νέα, που θα καλύψουν ανάγκες ή επιθυμίες. Επίσης, συνηθίζω να χαρίζω άλλα που είναι σε καλή κατάσταση, να μοιράζω αντικείμενα που είναι δικά μου, αλλά ξέρω ότι αρέσουν σε φίλους, ακόμη και αν είχα ξοδέψει αρκετά χρήματα για να τα αποκτήσω.
Με τα βιβλία μου, όμως, γίνομαι τσιγκούνα: τα δανείζω, αλλά θέλω να μου τα επιστρέψουν. Αυτά που είναι πολυσημαδεμένα από τις μολυβιές μου, δεν τα μοιράζομαι ποτέ. Προτιμώ να αγοράσω ένα αντίτυπο και να το κάνω δώρο, παρά να αποχωριστώ το δικό μου. Και αν δανειστώ ένα βιβλίο που μου αρέσει, σπεύδω να το αγοράσω και να το διαβάσω ξανά, ώστε στις σελίδες του να αφήσω τα σημαδάκια μου: σημειώσεις, υπογραμμίσεις, ένα επίμονο, πατημένο ξανά και ξανά σκίτσο…
Οι «ήρωες» των βιβλίων μου -είναι πια «δικοί» μου, με τον ζηλόφθονο τρόπο που κρατά κανείς ένα κομμάτι του εαυτού του- λειτουργούν σαν σύντροφοι παντοτινοί. Είναι λίγο σαν την τρίτη οικογένεια που δημιουργεί κανείς μετά τους δικούς του ανθρώπους και τους φίλους, αλλά διατηρούν μερικές φορές ένα πλεονέκτημα που δεν έχουν οι δύο πρώτες οικογένειες: μπορούν να θρέψουν όνειρα και ιδέες, γνώσεις και αλήθειες, να σε κάνουν να καταλάβεις, σε ώρες πολύτιμης σιωπής, τον εαυτό σου και τον κόσμο δίπλα και μακριά σου χωρίς να φωνάζουν –μόνο με τη δύναμη των λέξεων.
Θυμάμαι ακόμα το καλοκαίρι που μπήκα στο πανεπιστήμιο και ετοιμαζόμουν για διακοπές στο εξοχικό. Στον σάκο μου, εκτός από τα απαραίτητα για τη θάλασσα, έβαλα προσεκτικά και δύο βιβλία: το «Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία – Κίνα» του Καζαντζάκη -το είχα διαβάσει ήδη μια φορά- και τη «Λυγερή» του Καρκαβίτσα. Τα απογεύματα, που δρόσιζε, καθόμουν στη βεράντα και διάβαζα. Μια-δυο φορές άκουσα την αναμιγμένη με μάλωμα συμβουλή: «Καλύτερα να αφήσεις τα βιβλία πια. Δεν έχεις κουραστεί να διαβάζεις;»
Δεν απαντούσα, δεν μπορούσα να το εξηγήσω με λόγια, ακόμα δεν ξέρω τον τρόπο.
Όχι, τελικώς θα τα κρατήσω όλα, θα τα στριμώξω, όρθια ή ξαπλωτά, σε διπλές και τριπλές σειρές… Έχουν μια μαγεία που δεν μοιράζεται, δεν χαρίζεται…
ΠΗΓΗ: http://www.efsyn.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου