(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου-
Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ)
«Τ’ ανοιχτά κι ελεύθερα πελάγη που οραματιζόταν η Θάλεια δέθηκαν με δίχτυα και αυστηρούς κανόνες ναυσιπλοΐας. Πέτυχε μεν να εισαχθεί στη Νομική της Αθήνας όμως δεν ήρθε μονάχη της στην πρωτεύουσα, καθότι μερίμνησε ο Χαρίδημος να την ακολουθήσει όλη η οικογένεια.
Βάζοντας λυτούς και δεμένους κατάφερε να τον μεταθέσουν στην Αθήνα, όπου παλιότερα είχε αγοράσει τριάρι διαμέρισμα στο Κουκάκι. Αγνοούσε μάλιστα η Θάλεια την ύπαρξή του κι απόρησε για την προέλευση των χρημάτων. Αυστηρές οικονομίες ετών και δάνειο, της εξήγησε.
Με τον Άνδη ανταμώθηκαν δεκαπέντε Οκτώβρη, προεόρτια των εκλογών. Την ώρα που πλήθη κατευθύνονταν προς την Πλατεία Συντάγματος μέσα σε έξαρση ενθουσιασμού και φωνάζοντας συνθήματα: Λαός, ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία και Αλλαγή, αλλαγή, λαϊκή συμμετοχή.
Είχε φύγει ο Χαρίδημος για την Άρτα, προκειμένου να συνδράμει στην προεκλογική εκστρατεία της καταρρέουσας Νέας Δημοκρατίας, κι ως εκ τούτου άφησε ελεύθερο το πεδίο. Συνάμα στο σπίτι δεν πρόλαβε να εγκριθεί τηλεφωνική σύνδεση, ώστε να την ελέγχει μακρόθεν, και πήρε μαζί του την Αυγούλα, μη χαθεί ούτε μία ψήφος.
Η Θάλεια μακάριζε τον νομοθέτη που όρισε να ξεκινά το δικαίωμα ψήφου από την ηλικία των είκοσι ενός ετών. Τηλεφώνησε το μεσημέρι στην ταβέρνα του Μπαρμπα-Γιάννη, μια κι ο Άνδης ισχυριζόταν ότι δε διαθέτει γραμμή στην γκαρσονιέρα λόγω της συγκατοίκησής του με τη Μαρίνα, και συναντήθηκαν στην οδό Μακρυγιάννη, ένα τετράγωνο απ’ το σπίτι της.
Άλλη επιλογή δεν είχε. Κάτεχε απ’ την Αθήνα μόνο το δρομολόγιο του τρόλεϊ μέχρι την Πανεπιστημίου, το οποίο όμως απέκλεισε η προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Στεκόταν στη γωνία Μακρυγιάννη και Διονυσίου Αρεοπαγίτου όταν τον αντίκρισε να έρχεται απ’ τα στενά της Πλάκας. Το πρόσωπό της λαμποκόπησε, η καρδιά της σπαρταρούσε, τα πόδια της λύθηκαν. Ωστόσο έψαχνε αριστερά και δεξιά μην τη δουν.
Ποιος τη γνώριζε; Ποιος νοιαζόταν;
«Καλώς την! Επιτέλους ελεύθεροι!» αναφώνησε ο Άνδης μόλις πλησίασε κι έσκυψε να τη φιλήσει.
«Στη μέση του δρόμου;» αντέδρασε κι ας ποθούσε τόσο κείνο το φιλί.
«Εδώ δεν είναι Άρτα να μας ξέρουν».
«Ίσως περνά κάποιος απ’ την πολυκατοικία».
«Κανένας δε νοιάζεται. Αυτό είναι το καλό, μα και το κακό της Αθήνας. Θα συνηθίσεις με τον καιρό».
«Καλύτερα να προσέχουμε…»
Ο Άνδης αγνόησε τις επιφυλάξεις της. Την έπιασε απ’ τη μέση και πορεύτηκαν κατά την Πλάκα. Ως διά μαγείας χάθηκε ο φόβος. Ένιωθε το χέρι του να την αγκαλιάζει, ήμερος κυματισμός να τη λούζει, και θωρούσε τριγύρω εκστασιασμένη. Μαγαζιά, φώτα, μικροπωλητές, ζευγάρια, μπουλούκια τουριστών, καλοαναθρεμμένα σκυλιά, όλα έμοιαζαν σαν πανηγύρι. Θαρρείς και κάποιος έστησε ιδανικό σκηνικό μόνο για κείνους.
Στην οδό Κυδαθηναίων κάθισαν σ’ ένα καφέ της πλατείας.
«Ταξίδια είναι τα μάτια σου», είπε ο Άνδης, κι η Θάλεια βυθιζόταν στα δικά του. Χανόταν στις μαύρες λίμνες των ματιών του. Γινόταν φωτεινό κατάρτι, μια κοντυλιά στον χάρτη τους.
«Πώς σου φαίνεται η Αθήνα;»
Σαγηνευτική, ήθελε ν’ αποκριθεί. Μαγικό καράβι. Ιστιοφόρο που ταξιδεύει στα πέλαγα. Γιατί όπου βρίσκεσαι συ, βρίσκονται κι οι ομορφιές του κόσμου όλου.
Γιατί τότε ανθίζει η ζωή μου κι ονειρεύομαι.
Όμως δεν άρθρωσε λέξη. Μέλωσε απ’ τη γλύκα του και κλειδώθηκε, χάθηκε η μιλιά της…»
Ένα μυθιστόρημα όπου το ερωτικό στοιχείο πλέκεται ως αλληγορία με τις επιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου. Ο έρωτας του Άνδη και της Θάλειας ξεκινά από την παιδική ηλικία, όμως μέχρι πού θα φτάσει; Δυο κόσμοι ολότελα διαφορετικοί, σμίγουν μέσα από μια ερωτική σχέση και συγκρούονται.
"Άμα στάξεις μια σταγόνα λάδι σε κρύο νερό, θα επιπλεύσει ολόσωστη. Όμως, αν στάξεις άλλη σε νερό που κοχλάζει, θα μοιραστεί σε δεκάδες μικρότερες. Τούτη ήταν κι η διαφορά της Θάλειας με τον Άνδη. Μέσα σε γυάλα περιοριζόταν ο κόσμος της, στους χίλιους ανέμους χόρευε εκείνου."
Ένα βιβλίο για τον έρωτα και την αγάπη, που μέσα σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί ο εγωκεντρισμός και η ιδιοτέλεια έρχονται να μεταβολίσουν το «δικό μου» και να το κάνουν «δικό σου», εξ ου και ο τίτλος…
Εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ)
«Τ’ ανοιχτά κι ελεύθερα πελάγη που οραματιζόταν η Θάλεια δέθηκαν με δίχτυα και αυστηρούς κανόνες ναυσιπλοΐας. Πέτυχε μεν να εισαχθεί στη Νομική της Αθήνας όμως δεν ήρθε μονάχη της στην πρωτεύουσα, καθότι μερίμνησε ο Χαρίδημος να την ακολουθήσει όλη η οικογένεια.
Βάζοντας λυτούς και δεμένους κατάφερε να τον μεταθέσουν στην Αθήνα, όπου παλιότερα είχε αγοράσει τριάρι διαμέρισμα στο Κουκάκι. Αγνοούσε μάλιστα η Θάλεια την ύπαρξή του κι απόρησε για την προέλευση των χρημάτων. Αυστηρές οικονομίες ετών και δάνειο, της εξήγησε.
Με τον Άνδη ανταμώθηκαν δεκαπέντε Οκτώβρη, προεόρτια των εκλογών. Την ώρα που πλήθη κατευθύνονταν προς την Πλατεία Συντάγματος μέσα σε έξαρση ενθουσιασμού και φωνάζοντας συνθήματα: Λαός, ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία και Αλλαγή, αλλαγή, λαϊκή συμμετοχή.
Είχε φύγει ο Χαρίδημος για την Άρτα, προκειμένου να συνδράμει στην προεκλογική εκστρατεία της καταρρέουσας Νέας Δημοκρατίας, κι ως εκ τούτου άφησε ελεύθερο το πεδίο. Συνάμα στο σπίτι δεν πρόλαβε να εγκριθεί τηλεφωνική σύνδεση, ώστε να την ελέγχει μακρόθεν, και πήρε μαζί του την Αυγούλα, μη χαθεί ούτε μία ψήφος.
Η Θάλεια μακάριζε τον νομοθέτη που όρισε να ξεκινά το δικαίωμα ψήφου από την ηλικία των είκοσι ενός ετών. Τηλεφώνησε το μεσημέρι στην ταβέρνα του Μπαρμπα-Γιάννη, μια κι ο Άνδης ισχυριζόταν ότι δε διαθέτει γραμμή στην γκαρσονιέρα λόγω της συγκατοίκησής του με τη Μαρίνα, και συναντήθηκαν στην οδό Μακρυγιάννη, ένα τετράγωνο απ’ το σπίτι της.
Άλλη επιλογή δεν είχε. Κάτεχε απ’ την Αθήνα μόνο το δρομολόγιο του τρόλεϊ μέχρι την Πανεπιστημίου, το οποίο όμως απέκλεισε η προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Στεκόταν στη γωνία Μακρυγιάννη και Διονυσίου Αρεοπαγίτου όταν τον αντίκρισε να έρχεται απ’ τα στενά της Πλάκας. Το πρόσωπό της λαμποκόπησε, η καρδιά της σπαρταρούσε, τα πόδια της λύθηκαν. Ωστόσο έψαχνε αριστερά και δεξιά μην τη δουν.
Ποιος τη γνώριζε; Ποιος νοιαζόταν;
«Καλώς την! Επιτέλους ελεύθεροι!» αναφώνησε ο Άνδης μόλις πλησίασε κι έσκυψε να τη φιλήσει.
«Στη μέση του δρόμου;» αντέδρασε κι ας ποθούσε τόσο κείνο το φιλί.
«Εδώ δεν είναι Άρτα να μας ξέρουν».
«Ίσως περνά κάποιος απ’ την πολυκατοικία».
«Κανένας δε νοιάζεται. Αυτό είναι το καλό, μα και το κακό της Αθήνας. Θα συνηθίσεις με τον καιρό».
«Καλύτερα να προσέχουμε…»
Ο Άνδης αγνόησε τις επιφυλάξεις της. Την έπιασε απ’ τη μέση και πορεύτηκαν κατά την Πλάκα. Ως διά μαγείας χάθηκε ο φόβος. Ένιωθε το χέρι του να την αγκαλιάζει, ήμερος κυματισμός να τη λούζει, και θωρούσε τριγύρω εκστασιασμένη. Μαγαζιά, φώτα, μικροπωλητές, ζευγάρια, μπουλούκια τουριστών, καλοαναθρεμμένα σκυλιά, όλα έμοιαζαν σαν πανηγύρι. Θαρρείς και κάποιος έστησε ιδανικό σκηνικό μόνο για κείνους.
Στην οδό Κυδαθηναίων κάθισαν σ’ ένα καφέ της πλατείας.
«Ταξίδια είναι τα μάτια σου», είπε ο Άνδης, κι η Θάλεια βυθιζόταν στα δικά του. Χανόταν στις μαύρες λίμνες των ματιών του. Γινόταν φωτεινό κατάρτι, μια κοντυλιά στον χάρτη τους.
«Πώς σου φαίνεται η Αθήνα;»
Σαγηνευτική, ήθελε ν’ αποκριθεί. Μαγικό καράβι. Ιστιοφόρο που ταξιδεύει στα πέλαγα. Γιατί όπου βρίσκεσαι συ, βρίσκονται κι οι ομορφιές του κόσμου όλου.
Γιατί τότε ανθίζει η ζωή μου κι ονειρεύομαι.
Όμως δεν άρθρωσε λέξη. Μέλωσε απ’ τη γλύκα του και κλειδώθηκε, χάθηκε η μιλιά της…»
Ένα μυθιστόρημα όπου το ερωτικό στοιχείο πλέκεται ως αλληγορία με τις επιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου. Ο έρωτας του Άνδη και της Θάλειας ξεκινά από την παιδική ηλικία, όμως μέχρι πού θα φτάσει; Δυο κόσμοι ολότελα διαφορετικοί, σμίγουν μέσα από μια ερωτική σχέση και συγκρούονται.
"Άμα στάξεις μια σταγόνα λάδι σε κρύο νερό, θα επιπλεύσει ολόσωστη. Όμως, αν στάξεις άλλη σε νερό που κοχλάζει, θα μοιραστεί σε δεκάδες μικρότερες. Τούτη ήταν κι η διαφορά της Θάλειας με τον Άνδη. Μέσα σε γυάλα περιοριζόταν ο κόσμος της, στους χίλιους ανέμους χόρευε εκείνου."
Ένα βιβλίο για τον έρωτα και την αγάπη, που μέσα σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί ο εγωκεντρισμός και η ιδιοτέλεια έρχονται να μεταβολίσουν το «δικό μου» και να το κάνουν «δικό σου», εξ ου και ο τίτλος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου