"Μια φορά κι έναν καιρό αποφασίσανε οι δώδεκα μήνες να βαν'νε κρασί σ'ένα βαγένι, για να πίν'νε όποτε των έκαν' όρεξη. "Έτσι λοιπόν" είπεν ο Μάρτης, "εγώ θα ρίξω πρώτα στο βαγένι, και ύστερα ρίχνετε και σεις". "Καλά, συ ρίξε" είπαν οι άλλοι. Και έτσι έγινε. Έριξεν εκείνος στο βαγένι μούστο πρώτα και ύστερα οι άλλοι.
Όταν λοιπόν εψήθη το κρασί, είπε πάλι ο Μάρτης: "Εγώ έριξα πρώτα, πρώτα θ'αρχίσω να πίνω". "Βέβαια" είπαν οι άλλοι. Έτσι λοιπόν ετρούπησε το βαγένι στο κάτω μέρος, και άρχισε και έπινε, ώσπου τό'πιε όλο και δεν άφησε στάλα.
Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει στο βαγένι να πιάσει κρασί. Παγαίνει, το βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους συντρόφους του. Τ'ακούνε κείνοι, θυμών'νε, σκέφτονται τί να κάν'νε. Τέλος, μένουν σύφωνοι μεταξύ τους να τον τιμωρήσει ο Γενάρης για την κατεργαριά που των έκανε. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης και του τραβάει ένα ξύλο, που είπε αμάν. Του παίρνει και το υπούργημα: άρχιζε δηλαδή πρώτα το νέο έτος από το Μάρτη, και τώρ' αρχίζει από το Γενάρη. Αυτό είναι το υπούργημα που του πήρε.
Όταν, λοιπόν, θυμάται ο Μάρτης το παιχνίδι που έφτιασε των μηνών, που ήπιε το κρασί δηλαδή, γελάει, και ο καιρός ξαστερώνει. Όταν θυμάται πάλι το ξύλο πό'φαγε, κλαίει και βρέχει."
(Νικολάου Πολίτη "Παραδόσεις", εκδ. ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Όταν λοιπόν εψήθη το κρασί, είπε πάλι ο Μάρτης: "Εγώ έριξα πρώτα, πρώτα θ'αρχίσω να πίνω". "Βέβαια" είπαν οι άλλοι. Έτσι λοιπόν ετρούπησε το βαγένι στο κάτω μέρος, και άρχισε και έπινε, ώσπου τό'πιε όλο και δεν άφησε στάλα.
Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει στο βαγένι να πιάσει κρασί. Παγαίνει, το βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους συντρόφους του. Τ'ακούνε κείνοι, θυμών'νε, σκέφτονται τί να κάν'νε. Τέλος, μένουν σύφωνοι μεταξύ τους να τον τιμωρήσει ο Γενάρης για την κατεργαριά που των έκανε. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης και του τραβάει ένα ξύλο, που είπε αμάν. Του παίρνει και το υπούργημα: άρχιζε δηλαδή πρώτα το νέο έτος από το Μάρτη, και τώρ' αρχίζει από το Γενάρη. Αυτό είναι το υπούργημα που του πήρε.
Όταν, λοιπόν, θυμάται ο Μάρτης το παιχνίδι που έφτιασε των μηνών, που ήπιε το κρασί δηλαδή, γελάει, και ο καιρός ξαστερώνει. Όταν θυμάται πάλι το ξύλο πό'φαγε, κλαίει και βρέχει."
(Νικολάου Πολίτη "Παραδόσεις", εκδ. ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου