Σταυρούλα Ματζώρου
«Μια μικρή χαρά πώς να τα βγάλει πέρα με τα δάκρυα που βουρκώνουν στην άκρη των ματιών; Από τη μια το βιβλίο μου “Αζάντ με λένε”, που κυκλοφορεί αυτή τη βδομάδα από τις εκδόσεις Σιδέρης, και από την άλλη ο θάνατος παντού, σε πολέμους, στα κύματα της θάλασσας, στην πείνα… Είναι εξωφρενικά δυσανάλογες πια οι δόσεις χαράς και θλίψης και γι’ αυτό διαλύθηκε η συνταγή της ζωής.
»Και η ειρωνεία είναι πως ενώ η κραυγή του Αζάντ έρχεται από μια απόσταση τριάντα χρόνων, εντούτοις είναι το ίδιο δυνατή, το ίδιο απελπισμένη και φοβισμένη σαν αυτήν όλων των προσφύγων και μεταναστών απέναντι στους οποίους στέκει σήμερα αμήχανη, ανίκανη και χαμένη στη μοιρασιά όλη η Ευρώπη. Τι μεγάλη αποτυχία της ανθρωπότητας και του ανθρωπισμού να είναι η ιστορία αυτού του 14χρονου μετανάστη μετά από 30 χρόνια τόσο επίκαιρη…
»Αν θελήσετε να αγοράσετε το “Αζάντ με λένε”, κάντε το από ένα βιβλιοπωλείο της γειτονιάς, κι αν δεν το έχει, παραγγείλτε το. Το ίδιο και με όλα τα βιβλία, για να μην αφήσουμε να φτωχύνουν κι άλλο οι γειτονιές μας με το κλείσιμο αυτών των χώρων ευλογημένης αναζήτησης της γνώσης».
Μ’ αυτό το συγκινητικό σημείωμα ενημέρωσε ο Κούρδος συγγραφέας Τζεμίλ Τουράν τους φίλους του για την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου.
Μια παραίνεση η οποία (σπάνια έως ποτέ) δεν ακούγεται από συγγραφείς που συνωστίζονται στα μεγάλα κεντρικά βιβλιοπωλεία και βγάζουν λόγους υπέρ της λογοτεχνίας και της ανάγνωσής της.
Η ιστορία του Αζάντ είναι πραγματική, κι όμως παρακολουθώντας ο αναγνώστης τις ανατροπές της πολλές φορές θα πει πως «δεν γίνονται αυτά». Γίνονται όμως, αφού καμιά φορά η επίθεση του πραγματικού στο φαντασιακό είναι κατατροπωτική.
Πρόκειται για την ιστορία ενός 14χρονου που ακολουθεί την οικογένειά του στη φυγή από τον βέβαιο θάνατο. Οι περιοχές του Κουρδιστάν-Ιράκ βομβαρδίζονται ανηλεώς από τα σανταμικά αεροπλάνα, οι μπααθιστές μπουκάρουν στα σπίτια των Κούρδων και τους σκοτώνουν όταν πιθανολογούν συγγένεια με τους πεσμεργκά.
Ο δρόμος της προσφυγιάς, αναπόφευκτος. Ούτε την πόρτα του σπιτιού δεν ήθελε να κλείσει η μάνα, «να μπει αέρας, να πάρει και να διαλύσει τη μυρωδιά μας. Ούτε αυτήν θέλω ν’ αφήσω σ’ αυτόν τον άπονο τόπο. Τίποτα. Φτάνουν οι τάφοι μας».
Περνούν τα σύνορα Ιράν-Ιράκ, τυφλό θανάσιμο παιχνίδι με τις νάρκες. Κι από κει ανατολική Τουρκία, μετά Κωνσταντινούπολη, γιατί πρέπει να τα καταφέρουν να περάσουν «απέναντι», εκεί που είναι οι Γιουνάν, οι φίλοι, που «θα μας δώσουν μια δεύτερη πατρίδα».
«Μα πόσο μακριά ήταν επιτέλους αυτό το “απέναντι”; Πόσο έπρεπε να περπατήσουμε, πόσο να κρυώσουμε, πόσο να πεινάσουμε για να το βρούμε;»
Στο πέρασμα του μανιασμένου Έβρου διαλύθηκε η οικογένεια και βρέθηκε ο Αζάντ μόνος του, σε έναν αγώνα επιβίωσης που η αρχή του έγινε στην πλατεία Κουμουνδούρου, ανάμεσα στα χαρτόκουτα, στην εκμετάλλευση, στην πορνεία, στις βαθιές απελπισμένες φιλίες.
Πέρασε από τη βρομιά της πλατείας Βάθη, έφτασε στην Πάτρα ανάμεσα σε συμπατριώτες του αρπαχτικά, που μοίραζαν υποσχέσεις και σε συνεννόηση με Έλληνες φορτηγατζήδες και τελωνειακούς άρπαζαν τις οικονομίες των χαμένων προσφύγων, αλλά και σε ανθρώπους που στάθηκαν στο πλευρό του σαν πραγματική οικογένεια.
Πέρασε σύνορα με ήλιο και με χιόνια, γιατί έπρεπε πια να φτάσει στη Γαλλία, να αποκτήσει «χαρτιά», να αναζητήσει τους δικούς του, αφού ποτέ δεν πίστεψε ότι είχαν πνιγεί στο μανιασμένο ποτάμι.
Ένα βιβλίο-μαρτυρία. Αφηγητής τα μάτια, το κορμί, ο πόνος, η απελπισία αλλά και η πίστη του Αζάντ… Η ίδια η προσφυγιά.
ΠΗΓΗ: http://www.efsyn.gr/arthro/stin-akri-ton-mation
Η
ιστορία του Αζάντ είναι πραγματική, κι
όμως παρακολουθώντας ο αναγνώστης τις
ανατροπές της πολλές φορές θα πει πως
«δεν γίνονται αυτά»
|
«Μια μικρή χαρά πώς να τα βγάλει πέρα με τα δάκρυα που βουρκώνουν στην άκρη των ματιών; Από τη μια το βιβλίο μου “Αζάντ με λένε”, που κυκλοφορεί αυτή τη βδομάδα από τις εκδόσεις Σιδέρης, και από την άλλη ο θάνατος παντού, σε πολέμους, στα κύματα της θάλασσας, στην πείνα… Είναι εξωφρενικά δυσανάλογες πια οι δόσεις χαράς και θλίψης και γι’ αυτό διαλύθηκε η συνταγή της ζωής.
»Και η ειρωνεία είναι πως ενώ η κραυγή του Αζάντ έρχεται από μια απόσταση τριάντα χρόνων, εντούτοις είναι το ίδιο δυνατή, το ίδιο απελπισμένη και φοβισμένη σαν αυτήν όλων των προσφύγων και μεταναστών απέναντι στους οποίους στέκει σήμερα αμήχανη, ανίκανη και χαμένη στη μοιρασιά όλη η Ευρώπη. Τι μεγάλη αποτυχία της ανθρωπότητας και του ανθρωπισμού να είναι η ιστορία αυτού του 14χρονου μετανάστη μετά από 30 χρόνια τόσο επίκαιρη…
»Αν θελήσετε να αγοράσετε το “Αζάντ με λένε”, κάντε το από ένα βιβλιοπωλείο της γειτονιάς, κι αν δεν το έχει, παραγγείλτε το. Το ίδιο και με όλα τα βιβλία, για να μην αφήσουμε να φτωχύνουν κι άλλο οι γειτονιές μας με το κλείσιμο αυτών των χώρων ευλογημένης αναζήτησης της γνώσης».
Μ’ αυτό το συγκινητικό σημείωμα ενημέρωσε ο Κούρδος συγγραφέας Τζεμίλ Τουράν τους φίλους του για την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου.
Μια παραίνεση η οποία (σπάνια έως ποτέ) δεν ακούγεται από συγγραφείς που συνωστίζονται στα μεγάλα κεντρικά βιβλιοπωλεία και βγάζουν λόγους υπέρ της λογοτεχνίας και της ανάγνωσής της.
Η ιστορία του Αζάντ είναι πραγματική, κι όμως παρακολουθώντας ο αναγνώστης τις ανατροπές της πολλές φορές θα πει πως «δεν γίνονται αυτά». Γίνονται όμως, αφού καμιά φορά η επίθεση του πραγματικού στο φαντασιακό είναι κατατροπωτική.
Πρόκειται για την ιστορία ενός 14χρονου που ακολουθεί την οικογένειά του στη φυγή από τον βέβαιο θάνατο. Οι περιοχές του Κουρδιστάν-Ιράκ βομβαρδίζονται ανηλεώς από τα σανταμικά αεροπλάνα, οι μπααθιστές μπουκάρουν στα σπίτια των Κούρδων και τους σκοτώνουν όταν πιθανολογούν συγγένεια με τους πεσμεργκά.
Ο δρόμος της προσφυγιάς, αναπόφευκτος. Ούτε την πόρτα του σπιτιού δεν ήθελε να κλείσει η μάνα, «να μπει αέρας, να πάρει και να διαλύσει τη μυρωδιά μας. Ούτε αυτήν θέλω ν’ αφήσω σ’ αυτόν τον άπονο τόπο. Τίποτα. Φτάνουν οι τάφοι μας».
Περνούν τα σύνορα Ιράν-Ιράκ, τυφλό θανάσιμο παιχνίδι με τις νάρκες. Κι από κει ανατολική Τουρκία, μετά Κωνσταντινούπολη, γιατί πρέπει να τα καταφέρουν να περάσουν «απέναντι», εκεί που είναι οι Γιουνάν, οι φίλοι, που «θα μας δώσουν μια δεύτερη πατρίδα».
«Μα πόσο μακριά ήταν επιτέλους αυτό το “απέναντι”; Πόσο έπρεπε να περπατήσουμε, πόσο να κρυώσουμε, πόσο να πεινάσουμε για να το βρούμε;»
Στο πέρασμα του μανιασμένου Έβρου διαλύθηκε η οικογένεια και βρέθηκε ο Αζάντ μόνος του, σε έναν αγώνα επιβίωσης που η αρχή του έγινε στην πλατεία Κουμουνδούρου, ανάμεσα στα χαρτόκουτα, στην εκμετάλλευση, στην πορνεία, στις βαθιές απελπισμένες φιλίες.
Πέρασε από τη βρομιά της πλατείας Βάθη, έφτασε στην Πάτρα ανάμεσα σε συμπατριώτες του αρπαχτικά, που μοίραζαν υποσχέσεις και σε συνεννόηση με Έλληνες φορτηγατζήδες και τελωνειακούς άρπαζαν τις οικονομίες των χαμένων προσφύγων, αλλά και σε ανθρώπους που στάθηκαν στο πλευρό του σαν πραγματική οικογένεια.
Πέρασε σύνορα με ήλιο και με χιόνια, γιατί έπρεπε πια να φτάσει στη Γαλλία, να αποκτήσει «χαρτιά», να αναζητήσει τους δικούς του, αφού ποτέ δεν πίστεψε ότι είχαν πνιγεί στο μανιασμένο ποτάμι.
Ένα βιβλίο-μαρτυρία. Αφηγητής τα μάτια, το κορμί, ο πόνος, η απελπισία αλλά και η πίστη του Αζάντ… Η ίδια η προσφυγιά.
ΠΗΓΗ: http://www.efsyn.gr/arthro/stin-akri-ton-mation
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου