"Δεν βρίσκω ησυχία πουθενά. Τι κακό είναι τούτο. Θέλω να διαβάσω. Θέλω να διαβάσω και δεν με αφήνουν. Ποιοι; Άγνωστοι. Γνωστοί. Το κομπρεσέρ. Η μπετονιέρα. Το ελικόπτερο. Η τηλεόραση στη διαπασών. Ο διαχειριστής, που ειδοποιεί για πέμπτη άμεση εξαέρωση στα καλοριφέρ. Το ρημάδι το τηλέφωνο, με το οποίο έχω πάρει διαζύγιο εδώ και πολλά χρόνια. Η κουφόβραση.
Φεύγω από το σπίτι ζαλισμένη. Κάνω ποδήλατο, συνέρχομαι. Ωστόσο, δίψασα φοβερά, κάθομαι κάπου και παραγγέλνω ένα χυμό. Είχα μια ώρα καιρό και μετά μια συνάντηση. Ανοίγω το βιβλ... έρχεται ένας θεόρατος, ψηλός και τετράγωνος, γύρω στα πενήντα, με καταπλακωτική αύρα και στριμώχνεται επίτηδες στο διπλανό τραπεζάκι, σε απόσταση, όπως στις θέσεις του λεωφορείου, αν και πιο πέρα υπήρχαν άνετες θέσεις.
Αρχίζει. Excuse me... με έκανε τάχα για ξένη. Με ρωτάει ένα σωρό αηδίες, αν έχει τούτο ή κείνο το μαγαζί, του λέω, δεν ξέρω, τον κόβω. Προσπαθώ να διαβάσω, μου σπάει τα νεύρα.
Κρυφοκοιτάζει το βιβλίο μου και κρυφακούει τη συνομιλία μου στο τηλέφωνο. Κάλεσε τρεις φορές τη σερβιτόρα, δυο φορές τον σερβιτόρο, έριξε ένα μαχαιράκι, ζήτησε μια εφημερίδα που δεν άγγιξε, δεν κάπνιζε κι είχε καθήσει στους καπνιστές για να μου κολλήσει. Βγήκε και γύρισε και πέρασε ανάμεσα με δυσκολία δυο φορές κι επιχείρησε πάλι να πιάσει κουβέντα ρωτώντας με πότε κλείνουν τα μαγαζιά. Ποια μαγαζιά, του λέω. Τα εμπορικά! Ποια εμπορικά; Με στραβοκοιτάει. Τα καταστήματα με... με τα ρούχα! Ποια ρούχα; Του πέφτει ένα πηρουνάκι.
Αργότερα έχω ένα μισάωρο κενό στη δουλειά. Νέκρα γύρω μου, κάθομαι ωραία ωραία και ανοίγω ένα βιβλ... Ξαφνικά δύο σκάλες σιδερένιες έρχονται και κροταλίζουν οι αλυσίδες, ένας νεαρός αλλάζει μπροστά τη λάμπα φθορίου σε μια πλαφονιέρα στο ταβάνι, δυο-τρεις άλλοι πιο πίσω ανοιγοκλείνουν πόρτες, τραβάνε καλώδια, σέρνουνε έπιπλα και την φωνή τους πολλαπλασιάζει η ηχώ του διαδρόμου. Τα φώτα παίζουν. Σβήνουν. Ανάβουν. Περνάνε δέκα λεπτά, ησυχία πάλι.
Επιστρέφω στο βιβλ... ένας τύπος με τον οποίο έναν χρόνο δεν έχουμε μιλήσει ποτέ, διότι είναι σιωπηλός, αποφασίζει να λύσει τη σιωπή του. Έρχεται σε απόσταση αναπνοής, τι διαβάζεις; Κι αρχίζει την πολιτικοοικονομική ανάλυση. Καλά να κουβεντιάζαμε. Αλλά πηγαινορχόταν τρία μπρος τέσσερα πίσω και κουδούνιζε κάτι κλειδιά στη μύτη μου. Είκοσι λεπτά. Είπε ό, τι δεν είπε όλον τον χρόνο και διάλεξε την ώρα και τη στιγμή. Και τι έλεγε; Ότι είμαστε θύματα παγκόσμιας συνωμοσίας. Κάποια στιγμή δεν άντεξε και πιάνει το βιβλίο που είχα αφήσει να δει τι είναι. Πάει το κενό μου. Το κεφάλι μου χανόταν, έβγαζα αφρούς, ήμουν θύμα συνωμοσίας.
Στην πρωινή δουλειά την άλλη μέρα, φτάνω νωρίτερα.
Παίρνω έναν καφέ και κάθομαι. Στο πολιτισμένο γραφείο. Αυτό είναι των καπνιστών, κι εκεί μέσα θα καθόμουν κι αν δεν κάπνιζα, διότι στο διπλανό, το άκαπνο, ξεσπάει κάθε τόσο ο Αρμαγεδδών. Γύρω μου κάθονται πεντέξι και ασχολούνται με διάφορα. Ησυχία μεγαλειώδης, εξαιρετική, να την κόβεις με το μαχαίρι σαν βούτυρο, αχ! Ανοίγω το βιβλ... Ουρλιαχτά ξεσπούν και κρότοι ακούγονται από το διπλανό γραφείο, μια τσιρίδα υψώνεται, η πόρτα κοπανιέται δις. Πίνω μια γουλιά καφέ. Το κακό χειροτερεύει. Σηκώνομαι πάνω, ξεπερνάω τον εαυτό μου, βάζω μια φωνή: Ησυχίααααααα!
Προς στιγμήν οι φωνές χαμηλώνουν. Ψίθυροι και μουρμούρες. Αλλά σε λίγα δευτερόλεπτα τα ηχητικά κύματα παφλάζουν και σκάνε στα τοιχώματα του κρανίου μου πιτσιλίζοντας με απαίσια φύκια το μυαλό μου, που έχει κάνει πουρέ ο νοτιάς. Απόγνωση. Παίρνω ευθυτενή πόζα και φωνάζω με όλη μου τη δύναμη: Σιωπηηηηηηή! Διαβάζω Αρχιμηηηηήδηηηη! Το βούλωσαν. Ααααχ... "
(Σκιαγράφησε η Coco μια αποφράδα Παρασκευή...)
ΠΗΓΗ: http://veloudo.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου