Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Η γυναίκα στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη


Στο έργο του «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» είναι φανερή η  — νιτσεΐκή *  στη βάση της — θέση του άντρα απέναντι στη γυναίκα :
 « Όχι, δεν έχει άλλο πράμα στο νου της, αφεντικό. Άκου με εμένα πού είδα κι έπαθα κι έκαμα πολλά κι έβαλα, ας πούμε, γνώση. Η γυναίκα δεν έχει άλλο πράμα στο νου της, είναι άρρωστο πράμα, σου λέω, παραπονιάρικο. Αν δεν της πεις πως την αγαπάς και πως τη θές, αρχίζει τα κλάματα. Μπορεί να μη σε θέλει καθόλου, να σε σιχαίνεται μάλιστα, μπορεί νά σου πει όχι' άλλο πράμα αυτό. Μπορεί. Μα θέλει πάντα όποιος τη δει να την πεθυμήσει. Αυτό θέλει η κακομοίρα, κάμε της λοιπόν το χατίρι!».
«Η γυναίκα είναι μιά πηγή δροσερή, σκύβεις, θωράς το πρόσωπό σου, και πίνεις, πίνεις και τα κόκαλά σου τρί­ζουν. Κι ύστερα έρχεται ένας άλλος πάλι που διψάει, σκύβει κι αυτός, θωράει το πρόσωπό του και πίνει. Κι ύστερα ένας άλλος... Αυτό θα πει πηγή, αυτό θα πει γυναίκα». 

Στην εκπλήρωση αυτού του ρόλου της, της προσφοράς της ηδονής, αποχτά κάτι, η  γυναίκα, το ακα­τάλυτο, το άφθορο και το αδιάφθορο, που την εξιδανικεύει και την καθα­ρίζει ακόμα, και στη μεγαλύτερη, την πιο ακάθεχτη ερωτική της προσφορά και παραφορά.    

Μιλάει πάλι ο Ζορμπάς για την ερωτικά τρυγημένη μαντάμ Ορτάνς:
 «Μα θα μου πεις, είναι μισοπατημένη, έχει κάμει στη ζωή της σημεία και τέρατα, πέρασε από ναυάρχους, ναυτάκια, φανταράκια, χωριά- τες, πραματευτήδες, παπάδες, ψαράδες, χωροφύλακες, δασκάλους, ιεροκή­ρυκες, ειρηνοδίκες — μα τι πάει να πει; Ξεχνάει γρήγορα η πατσαβούρα, δε θυμάται κανένα αγαπητικό, γίνεται, αλήθεια σου λέω, αθώα περιστερά, πρωτόβγαλτη, πιτσουνάκι, και κοκκινίζει, άκου με που σου λέω, κοκκι­νίζει και τρέμει σα να ’ταν η πρώτη φορά. Μυστήριο είναι η γυναίκα, αφεντικό. Χίλιες φορές να πέσει, χίλιες φορές σηκώνεται, παρθένα. Και γιατί, θα μου πεις; Να, γιατί δε θυμάται».  

Η γυναίκα δεν είναι στην καζαντζακική βιοθεωρία, κοινωνικό ον είναι ένα ον φυσικό. Γι’ αυτό είναι, μαζί, κι ένα πλάσμα αδύναμο και ανυπεράσπιστο, αφού υποταγμένη στη φυσική — όχι την κοινωνική — νομοτέλεια, δεν μπορεί, δεν είναι προορισμένη να κάνει τίποτ’ άλλο, παρά να υποτάσσεται στο φυσικό της καταχτητή, στον άντρα:
 «Είναι ένα πράμα ακατανόητο η γυναίκα κι όλοι οι νόμοι της πολιτείας και της θρησκείας βρίσκουνται σε λάθος. Δεν πρέπει να φέρνουνται έτσι στη γυναίκα, όχι! Της φέρνουνται πολύ σκληρά, αφεντικό, πολύ άδικα... Εγώ, αν περνούσε από το χέρι μου να βάλω νόμους, θά ’βαζα άλλους για τον άντρα, άλλους για τη  γυναίκα. Δέκα, εκατό, χίλιες εντολές για τον άντρα άντρας είναι, μαθές, σηκώνει. Όμως καμιά για τη γυναίκα. Γιατί, πόσες φορές να σου το πω, αφεντικό; Η γυναίκα είναι αδύναμο πλάσμα».

 «Με πειράζει κάθε τόσο η αφεντιά σου πως αγαπώ τις γυναίκες· πώς, μωρέ, να μην τις αγαπώ; Που ’ναι αδύναμα πλάσματα, που δεν ξέρουν τι τους γίνεται, που αν τις πιάσεις από το βυζί μεμιάς ανοίγουν όλα τα πορτέλα και παραδίνουνται;». -  

Και η δύναμη, που έχουν μέσα τους να μαγνητίζουν τους άντρες, δεν είναι δική τους, της συνείδησής τους, είναι το όπλο — το νύχι του όρνιου —, που τους το έχωσε στο χέρι η φύση, είναι η φυσική τους προίκα, που τις εξισώνει με τα άλλα όμοιά τους, αθώα και εκείνα στο βάθος.— γιατί ελαύνονται από άσχετες με την ψυχή και το εγώ τους δυνάμεις,— θηρία: «Θεριό είναι ετούτο, συλλογίστηκα, θεριό και το ξέρει. Τι αδύναμα εφήμερα πλάσματα, σερσέμηδες, ζευζέκηδες, χωρίς αντοχή, μπροστά τους οι άντρες! Όπως μερικά έντομα —το αλογάκι της Παναγίας,— η ακρίδα, η αράχνη— ταϊσμένη και τούτη κι αχόρταγη κατά τα ξημερώματα θα τρώει τους άντρες». 

 Απ΄την άλλη στην «Αναφορά στο Γκρέκο» γράφει:
 « Αγάπησα γυναίκες, στάθηκα τυχερός, εξαίσιες γυναίκες μου ’τυχαν στο δρόμο μου, ποτέ οι άντρες δεν μου ’καμαν τόσο καλό και δεν βοήθησαν τόσο τον αγώνα μου όσο οι γυναίκες ετούτες. Κι απάνω απ' όλες μια, η τελευταία... Μα οι γυναίκες, κι οι πιο αγαπημένες, δεν μας παραστράτισαν,  δεν ακολουθήσαμε εμείς την ανθισμένη στράτα τους, τις πήραμε εμείς μαζί μας, δεν τις πήραμε, ήρθαν με τη δικιά τους θέληση, γενναίες συντρόφισσες, στον εδικό μας τον ανήφορο».  
Και αλλού:  ο καλόγερος εξομολογείται:
«…η γυναίκα μάς πηγαίνει από τον πιο σίγουρο, τον πιο σύντομο δρόμο στην Παράδεισο… Η γυναίκα, η γυναίκα κι όχι η προσευχή… κι όχι η νηστεία μου ‘δωκε τη σιγουράδα αυτή, μου ‘φερε το Θεό στην κάμαρά μου, ας είναι καλά» 

Και στην «Οδύσσεια» :
«Κι ό,τι καλό στον κόσμο χάρηκε και προκοπή είδε ο νους του, μονάχα στη γυναίκα το χρωστάει, την κορμιοκαταλύτρα»  

Και στην «Ασκητική» :
 «Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκαλό μου δύο αιώνια ρεύματα ανεβοκατεβαίνουν. Μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζουνται. Αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν. Ο άντρας πλανταμένος φωνάζει: …Να ξεπεράσω το νόμο, να συντρίψω τα κορμιά, να νικήσω το θάνατο. Είμαι ο Σπόρος! 
 Και η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: Κάθομαι διπλοπόδι απάνω στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα. Δέχομαι το σπόρο ακίνητη και τον θρέφω. Είμαι όλη γάλα κι ανάγκη….. Είμαι η Μήτρα! 
 Αφουκράζουμε τις δυο φωνές τους. Δικές μου είναι κι οι δυο και τις χαίρουμαι και καμιά δεν αρνιέμαι». 

 ΠΗΓΗ:http://fotodendro.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου