(Μικρό απόσπασμα)
«…Σε κάθε σπίτι που ζήσαμε, αφήνουμε μέσα του κάτι από την ανάσα μας, την όψη μας και τη φωνή μας. Όλα έχουν εισχωρήσει βαθιά μέσα στις αόρατες φλέβες και τις ρωγμές των τοίχων, στα συρτάρια της εντοιχισμένης ντουλάπας και της κουζίνας.
Ακόμη κι αν οι τοίχοι βαφτούν και ξαναβαφτούν, ακόμη κι αν τα συρτάρια πλυθούν και απολυμανθούν, πάντα θα εμφανίζεται η μορφή μας για ελάχιστες στιγμές, σαν αρνητικό φωτογραφίας, κάτι που θα το βλέπουν μόνο τα μικρά παιδιά και θα γελούν μονάχα τους με τα παιχνίδια του χρόνου και των μεγάλων και πάντα θ’ ακούγεται η άρρωστη φωνή μας, ιδίως τις άγριες ώρες της νύχτας, όταν ζητούσαμε βοήθεια και δεν ήταν κανένας δίπλα μας…
…Τώρα ο Ηλ πριν φύγει απ’ αυτό τον τόπο, τη ρίζα του, τον οποίο επισκέφτηκε για δεύτερη φορά ύστερ’ από χρόνια, σαν ανάσα εκδρομής, μόνο για δέκα ώρες, χωρίς να προλάβει να επισκεφθεί τους ανθρώπους που ήθελε, αν ζούσαν ακόμη, στέκεται μπροστά σ’ αυτό το ίδιο σπίτι, στην ίδια πόρτα, χωρίς να ξέρει τη συνέχεια του καβγά και τι αντίκτυπο είχε εκείνο το απελπισμένο, δυνατό χτύπημά του με το ρόπτρο, που τώρα ήταν μες στην οξείδωση.
Αχ, άλλοτε, πώς γυάλιζαν όλ’ αυτά στις εξώπορτες των σπιτιών και στις κουζίνες τα αρχαία μπρίκια για τον καφέ και το τσάι, το θυμιατήρι, η ξύστρα για τα κρεμμύδια, τα πορτοκάλια και τα κυδώνια, όταν επρόκειτο να τα κάνουν γλυκό του κουταλιού ή μαρμελάδα, οι γανωμένες από τους περαστικούς Τσιγγάνους κατσαρόλες των φαγητών στα ράφια, βαλμένες στη σειρά και κατά μέγεθος κι ακόμη όλα εκείνα τα ταψιά, από κόκκινο μπρούντζο απέξω, γανωμένα κι αυτά με καλάι, με τις εγχάρακτες φίρμες των παλαιών μαστόρων που τα ‘φτιαξαν και τις χρονολογίες, έξι στη σειρά και κατά μέγεθος στον τοίχο της κουζίνας και τα χρησιμοποιούσαν όταν ετοίμαζαν φαγητά για το φούρνο.
Όλα αυτά τα γυάλιζαν εκείνα τα χρόνια με λεμονόκουπες και στάχτη κι έμεναν εκεί σαν τα τελευταία σήματα ενός άλλου κόσμου, καθώς τα είχαν αντικαταστήσει με σκεύη από εμαγιέ ή αλουμίνιο.
Άγγιξε πολλές φορές και χάιδεψε το ρόπτρο και το πόμολο της εξώπορτας, κάτι που άγγιζαν καθημερινώς εκείνες οι άγιες γυναίκες, οι ατέλειωτοι περαστική ζητιάνοι και οι επισκέπτες κι ήταν σαν να τους έστελνε ως δώρο τους ωραιότερους στίχους που αξιώθηκε να γράψει άνθρωπος στην οικουμένη…»
(Το νέο μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου «Φαρμακείον Εκστρατείας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.)
«…Σε κάθε σπίτι που ζήσαμε, αφήνουμε μέσα του κάτι από την ανάσα μας, την όψη μας και τη φωνή μας. Όλα έχουν εισχωρήσει βαθιά μέσα στις αόρατες φλέβες και τις ρωγμές των τοίχων, στα συρτάρια της εντοιχισμένης ντουλάπας και της κουζίνας.
Ακόμη κι αν οι τοίχοι βαφτούν και ξαναβαφτούν, ακόμη κι αν τα συρτάρια πλυθούν και απολυμανθούν, πάντα θα εμφανίζεται η μορφή μας για ελάχιστες στιγμές, σαν αρνητικό φωτογραφίας, κάτι που θα το βλέπουν μόνο τα μικρά παιδιά και θα γελούν μονάχα τους με τα παιχνίδια του χρόνου και των μεγάλων και πάντα θ’ ακούγεται η άρρωστη φωνή μας, ιδίως τις άγριες ώρες της νύχτας, όταν ζητούσαμε βοήθεια και δεν ήταν κανένας δίπλα μας…
…Τώρα ο Ηλ πριν φύγει απ’ αυτό τον τόπο, τη ρίζα του, τον οποίο επισκέφτηκε για δεύτερη φορά ύστερ’ από χρόνια, σαν ανάσα εκδρομής, μόνο για δέκα ώρες, χωρίς να προλάβει να επισκεφθεί τους ανθρώπους που ήθελε, αν ζούσαν ακόμη, στέκεται μπροστά σ’ αυτό το ίδιο σπίτι, στην ίδια πόρτα, χωρίς να ξέρει τη συνέχεια του καβγά και τι αντίκτυπο είχε εκείνο το απελπισμένο, δυνατό χτύπημά του με το ρόπτρο, που τώρα ήταν μες στην οξείδωση.
Αχ, άλλοτε, πώς γυάλιζαν όλ’ αυτά στις εξώπορτες των σπιτιών και στις κουζίνες τα αρχαία μπρίκια για τον καφέ και το τσάι, το θυμιατήρι, η ξύστρα για τα κρεμμύδια, τα πορτοκάλια και τα κυδώνια, όταν επρόκειτο να τα κάνουν γλυκό του κουταλιού ή μαρμελάδα, οι γανωμένες από τους περαστικούς Τσιγγάνους κατσαρόλες των φαγητών στα ράφια, βαλμένες στη σειρά και κατά μέγεθος κι ακόμη όλα εκείνα τα ταψιά, από κόκκινο μπρούντζο απέξω, γανωμένα κι αυτά με καλάι, με τις εγχάρακτες φίρμες των παλαιών μαστόρων που τα ‘φτιαξαν και τις χρονολογίες, έξι στη σειρά και κατά μέγεθος στον τοίχο της κουζίνας και τα χρησιμοποιούσαν όταν ετοίμαζαν φαγητά για το φούρνο.
Όλα αυτά τα γυάλιζαν εκείνα τα χρόνια με λεμονόκουπες και στάχτη κι έμεναν εκεί σαν τα τελευταία σήματα ενός άλλου κόσμου, καθώς τα είχαν αντικαταστήσει με σκεύη από εμαγιέ ή αλουμίνιο.
Άγγιξε πολλές φορές και χάιδεψε το ρόπτρο και το πόμολο της εξώπορτας, κάτι που άγγιζαν καθημερινώς εκείνες οι άγιες γυναίκες, οι ατέλειωτοι περαστική ζητιάνοι και οι επισκέπτες κι ήταν σαν να τους έστελνε ως δώρο τους ωραιότερους στίχους που αξιώθηκε να γράψει άνθρωπος στην οικουμένη…»
(Το νέο μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου «Φαρμακείον Εκστρατείας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου