Διήγημα του Εμμανουήλ Λυκούδη
«Είχαν περάσει απάνω από είκοσι χρόνια, αφότου είχε τελειώσει ο αγών της Απολυτρώσεως. Και ο τόπος με όλες του τις δυνάμεις προσπαθούσε να αναστηθή. Μα όλα του έλειπαν. χρήματα, πιστώσεις, εμπόριο με τα ξένα, που του ήταν όλως διόλου αδύνατο,
Αλλά η τροφός του με το αστείρευτο γάλα της, αληθινή στοργική παραμάννα, ήταν εκεί στη μέση του Αιγαίου… η Σύρα. Από το τέλος ακόμη του Αγώνος είχε προχωρήσει στην ακμή, σε όλες τις μορφές, με χρήματα άφθονα του ευρωπαϊκού χιώτικου εμπορίου, ακόμα και με επαγγελματική εκπαίδευση, εμπορική και ναυτική σχολή, που τις εσύστησε ο Καποδίστριας, ο μέγας της Ελλάδος Κυβερνήτης.
Σ’ αυτή την εποχή ήταν ακόμη στην αρχή της ακμής της. Δεν την χωρούσαν πια η παραλία και οι ίσιοι δρόμοι. Και ανέβαινε με τον οργασμό που ανεβαίνουν τα δένδρα στις τροπικές χώρες, ανέβαινε στα Βαπόρια, στο Βροντάδο, στην Ανάστασι, παντού…
Ήταν δειλινό. δειλινό παραμονής της πρωτοχρονιάς, μα σκούρο και μελαγχολικό, με ένα ψιλοβρόχι που το σκόρπαε με δύναμι, σαν το τουφέκι τα σκάγια, ο πονέντες…
Εγύριζαν τα παιδιά, παρέες παρέες, που έφερναν τον Άι Βασίλη με αρμόνικες, σήμαντρα και τα ιδιόρρυθμα συριανά τουμπάκια, και με Συριανούς στίχους και Συριανής εμπνεύσεως μελωδία, που ύστερα από πολλά χρόνια έκαναν εισβολή και στα Αθήνας:
"Αρχιχρονιά κι αρχιμηνιά κι’ αρχή καλός σας χρόνος …..
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος,"
όπου δια να ευρεθή η ομοιοκαταληξία εχρειάσθηκε να ουδετεροποιηθεί ένας θρόνος.
Και δεν είχαν σημαιοστολισθή μόνον τα πλοία, που εσκέπαζαν όλο το φόντο του λιμένος ασπρογάλανες, αλλά και οι δύο εκκλησίες του τότε καιρού, η Κοίμησις και η Μεταμόρφωσις. Γιατί κι» αυτές είχαν, με κάποιο τρόπο, αρματωσιά καραβιών. Ένα ψηλό κατάρτι ανέβαινε, σαν από κατάστρωμα καραβιού, από τα μαρμαροστρωμένα προαύλια. εσταύρωνε στη μέση με ένα άλλο οριζόντιο, ίδιο καραβίσιο πινό, με τη σχετική αρματωσιά, με ξάρτια και μακαράδες. Εκεί τις γιορτές ισάριζαν έναν κόσμο πολύχρωμα σινιάλα, και ψηλά ψηλά κάτω από το ορειχάλκινο πόμολο αυτού του εκκλησιαστικού καταρτιού, που έλαμπε σαν χρυσάφι, μία θεώρατη σημαία.
Και όλοι αυτοί οι σημαιοστολισμοί και όλη η κίνησις εγίνουνταν για να ξεπροβοδίσουν το χρόνο που έφευγε, και να δεχθούν με το καλό τον καινούργιο, που έφερνεν ο Άγιος Βασίλης. Αλλά αυτό το ξεπροβόδισμα στον απόδημο που φεύγει για πάντα, και που, αν έχη πάντα στο παθητικό του λύπες και φαρμάκια, πάντα τα σκορπάει μαζί και με κάποιες χαρές, εγίνουνταν φιλικό, εγκάρδιο, θα έλεγα πολιτισμένο, και όχι με ροκάνες και σφυριξιές και με πρόγκες, όπως προπηλακίζουν και προγκάρουν στας Αθήνας το χρόνο που φεύγει, αλλοίμονο! από τη λύσσα, ότι δεν έχουν τη δύναμι να τον κρατήσουν.
Και αράδιαζαν στον παραλιακό δρόμο, και στου Ερμή το δρόμο τα παιγνίδια λογιών λογιών, χαρές και πανηγύρια των μπουμπουκιών της ζωής. μα όσο για τις βασιλόπητες και τα γλυκά, αυτά, με εκείνες τις παλαιές συνήθειες των καιρών που πέταξαν, εγίνουνταν όλα στα σπίτια, πλούσια ή φτωχικά, όπου πηγαινοηρχόντουνταν, με τα τεψιά, παιδιά και κορασίδες στους φούρνους και γιόμιζαν οι δρόμοι με τη γλυκειά μυρουδιά τους, και κάτω στην Ερμούπολι και στην Απάνω Σύρα, ακόμα και στους σκόρπιους αγροτικούς συνοικισμούς, τη Βάρη, το Μάννα, τα Ποσείδια…
Η πρωτοχρονιά εξημέρωσε, χωρίς ούτε ένα συννεφάκι. Ημέρα χαρά θεού. λιακάδα που ανάσταινε. και τίποτε αέρας. Ούτε σαν ανάσα μικρού παιδιού. Μόνο που η φουσκοθαλασσιά εβάσταγε ακόμα δυνατή. Και σ’ εκείνη τη θέση στην Άμμο, που ήσαν τα βυρσοδεψεία, έσπρωχνε δυνατά όξω στην ξηρά το κύμα, κι αμέσως πάλι το αναρουφούσε το αντιμάμαλο
.
Θα ήταν δύο τρεις ώρες που είχε βγει ο ήλιος. Ήσαν εκεί μαζωμένα, παρέες παρέες, εργατικά παιδιά με τα γιορτινά τους, μαθητευόμενοι ταμπάκηδες των εργοστασίων, κ’ έπαιζαν με δεκάρες κορώνα ή γράμματα, γιατί έτσι τα καλούσε η αγιοβασιλειάτικη ημέρα, που ήτανε τάχα για το καλό. Μα απάνω στο παιχνίδι δεν απόλειπαν οι μικροκαυγάδες, οι βρυσιές και καμιά φορά το καταχέρισμα…»
Φεβρουάριος 1922 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Σ. ΛΥΚΟΥΔΗΣ
BookSyros: Αναζητήστε το πλήρες κείμενο του διηγήματος στην ιστοσελίδα «Δανϊηλίς» (Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος. Ιδρυτής-Διευθυντής: Γεώργιος Δροσίνης)
«Είχαν περάσει απάνω από είκοσι χρόνια, αφότου είχε τελειώσει ο αγών της Απολυτρώσεως. Και ο τόπος με όλες του τις δυνάμεις προσπαθούσε να αναστηθή. Μα όλα του έλειπαν. χρήματα, πιστώσεις, εμπόριο με τα ξένα, που του ήταν όλως διόλου αδύνατο,
Αλλά η τροφός του με το αστείρευτο γάλα της, αληθινή στοργική παραμάννα, ήταν εκεί στη μέση του Αιγαίου… η Σύρα. Από το τέλος ακόμη του Αγώνος είχε προχωρήσει στην ακμή, σε όλες τις μορφές, με χρήματα άφθονα του ευρωπαϊκού χιώτικου εμπορίου, ακόμα και με επαγγελματική εκπαίδευση, εμπορική και ναυτική σχολή, που τις εσύστησε ο Καποδίστριας, ο μέγας της Ελλάδος Κυβερνήτης.
Σ’ αυτή την εποχή ήταν ακόμη στην αρχή της ακμής της. Δεν την χωρούσαν πια η παραλία και οι ίσιοι δρόμοι. Και ανέβαινε με τον οργασμό που ανεβαίνουν τα δένδρα στις τροπικές χώρες, ανέβαινε στα Βαπόρια, στο Βροντάδο, στην Ανάστασι, παντού…
Ήταν δειλινό. δειλινό παραμονής της πρωτοχρονιάς, μα σκούρο και μελαγχολικό, με ένα ψιλοβρόχι που το σκόρπαε με δύναμι, σαν το τουφέκι τα σκάγια, ο πονέντες…
Εγύριζαν τα παιδιά, παρέες παρέες, που έφερναν τον Άι Βασίλη με αρμόνικες, σήμαντρα και τα ιδιόρρυθμα συριανά τουμπάκια, και με Συριανούς στίχους και Συριανής εμπνεύσεως μελωδία, που ύστερα από πολλά χρόνια έκαναν εισβολή και στα Αθήνας:
"Αρχιχρονιά κι αρχιμηνιά κι’ αρχή καλός σας χρόνος …..
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος,"
όπου δια να ευρεθή η ομοιοκαταληξία εχρειάσθηκε να ουδετεροποιηθεί ένας θρόνος.
Και δεν είχαν σημαιοστολισθή μόνον τα πλοία, που εσκέπαζαν όλο το φόντο του λιμένος ασπρογάλανες, αλλά και οι δύο εκκλησίες του τότε καιρού, η Κοίμησις και η Μεταμόρφωσις. Γιατί κι» αυτές είχαν, με κάποιο τρόπο, αρματωσιά καραβιών. Ένα ψηλό κατάρτι ανέβαινε, σαν από κατάστρωμα καραβιού, από τα μαρμαροστρωμένα προαύλια. εσταύρωνε στη μέση με ένα άλλο οριζόντιο, ίδιο καραβίσιο πινό, με τη σχετική αρματωσιά, με ξάρτια και μακαράδες. Εκεί τις γιορτές ισάριζαν έναν κόσμο πολύχρωμα σινιάλα, και ψηλά ψηλά κάτω από το ορειχάλκινο πόμολο αυτού του εκκλησιαστικού καταρτιού, που έλαμπε σαν χρυσάφι, μία θεώρατη σημαία.
Και όλοι αυτοί οι σημαιοστολισμοί και όλη η κίνησις εγίνουνταν για να ξεπροβοδίσουν το χρόνο που έφευγε, και να δεχθούν με το καλό τον καινούργιο, που έφερνεν ο Άγιος Βασίλης. Αλλά αυτό το ξεπροβόδισμα στον απόδημο που φεύγει για πάντα, και που, αν έχη πάντα στο παθητικό του λύπες και φαρμάκια, πάντα τα σκορπάει μαζί και με κάποιες χαρές, εγίνουνταν φιλικό, εγκάρδιο, θα έλεγα πολιτισμένο, και όχι με ροκάνες και σφυριξιές και με πρόγκες, όπως προπηλακίζουν και προγκάρουν στας Αθήνας το χρόνο που φεύγει, αλλοίμονο! από τη λύσσα, ότι δεν έχουν τη δύναμι να τον κρατήσουν.
Και αράδιαζαν στον παραλιακό δρόμο, και στου Ερμή το δρόμο τα παιγνίδια λογιών λογιών, χαρές και πανηγύρια των μπουμπουκιών της ζωής. μα όσο για τις βασιλόπητες και τα γλυκά, αυτά, με εκείνες τις παλαιές συνήθειες των καιρών που πέταξαν, εγίνουνταν όλα στα σπίτια, πλούσια ή φτωχικά, όπου πηγαινοηρχόντουνταν, με τα τεψιά, παιδιά και κορασίδες στους φούρνους και γιόμιζαν οι δρόμοι με τη γλυκειά μυρουδιά τους, και κάτω στην Ερμούπολι και στην Απάνω Σύρα, ακόμα και στους σκόρπιους αγροτικούς συνοικισμούς, τη Βάρη, το Μάννα, τα Ποσείδια…
Η πρωτοχρονιά εξημέρωσε, χωρίς ούτε ένα συννεφάκι. Ημέρα χαρά θεού. λιακάδα που ανάσταινε. και τίποτε αέρας. Ούτε σαν ανάσα μικρού παιδιού. Μόνο που η φουσκοθαλασσιά εβάσταγε ακόμα δυνατή. Και σ’ εκείνη τη θέση στην Άμμο, που ήσαν τα βυρσοδεψεία, έσπρωχνε δυνατά όξω στην ξηρά το κύμα, κι αμέσως πάλι το αναρουφούσε το αντιμάμαλο
.
Θα ήταν δύο τρεις ώρες που είχε βγει ο ήλιος. Ήσαν εκεί μαζωμένα, παρέες παρέες, εργατικά παιδιά με τα γιορτινά τους, μαθητευόμενοι ταμπάκηδες των εργοστασίων, κ’ έπαιζαν με δεκάρες κορώνα ή γράμματα, γιατί έτσι τα καλούσε η αγιοβασιλειάτικη ημέρα, που ήτανε τάχα για το καλό. Μα απάνω στο παιχνίδι δεν απόλειπαν οι μικροκαυγάδες, οι βρυσιές και καμιά φορά το καταχέρισμα…»
Φεβρουάριος 1922 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Σ. ΛΥΚΟΥΔΗΣ
BookSyros: Αναζητήστε το πλήρες κείμενο του διηγήματος στην ιστοσελίδα «Δανϊηλίς» (Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος. Ιδρυτής-Διευθυντής: Γεώργιος Δροσίνης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου