Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΝΙΚΑΩ ΕΓΩ

Σοφία Νικολαΐδου - Εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 

 Το νέο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου καλύπτει έναν αιώνα (1916-2016), μία πόλη, μία εποχή: Το 1916 η Ελλάδα χωρίζεται στα δύο. Το κράτος των Αθηνών με τον Βασιλιά. Το κράτος της Θεσσαλονίκης με τον Βενιζέλο. Ο ένας διάβολος, ο άλλος μεσσίας. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη. Κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει.
Έναν αιώνα μετά, ένας καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο σχεδιάζει μια σειρά εκδηλώσεων για τον Μεγάλο Πόλεμο. Έχει στο μάτι ευρωπαϊκά κονδύλια. Η Σοφία Νικολαϊδου με αυτό το μυθιστόρημά της ολοκληρώνει την άτυπη τριλογία της που είχε ξεκινήσει με το "Απόψε δεν έχουμε φίλους" και συνεχίσει με το "Χορεύουν οι ελέφαντες".
 Ιστορία δεν είναι οι απόψεις των ιστορικών, είναι οι ζωές των ανθρώπων.
Ένας ζαχαροπλάστης που φτιάχνει την καλύτερη κρέμα στην πόλη.
Ένας Κρητικός χωροφύλακας που κάνει σαματά.
Μία παρέα από φοιτητές και ο παλιός τους δάσκαλος.
Ένα Γάλλος γιατρός που έζησε πολλά.
Μία αρτίστα που κεντάει γιασεμιά στον ποδόγυρο.
Ένας απότακτος Πελοποννήσιος με σχέδια κρυφά.
Γονείς και παιδιά, φίλοι και συνεργάτες, αδέλφια, μοναχικοί λύκοι, ερωτευμένα ζευγάρια.
Ένας φόνος, μία παρ’ ολίγον κατάχρηση και μερικά μυστικά.
Από τη Θεσσαλονίκη του Μεγάλου Πολέμου ως τα capital control, οι ήρωές μας παίρνουν φόρα και προχωρούν μπροστά.

 Όπως εξομολογείται η ίδια σε μία από τις συνεντεύξεις της, αφορμή και έμπνευση για το νέο της μυθιστόρημα ήταν: «Αυτά που βλέπω γύρω μου κι αυτά που κουβεντιάζω με τους φίλους μου. Αν τα δύο αφηγηματικά νήματα του βιβλίου είναι ο Εθνικός Διχασμός (παλιά ελληνική ιστορία) και το brain drain (το βασικό ερώτημα ενός νέου στην Ελλάδα σήμερα συνοψίζεται στον διάσημο στίχο: should I stay or should I go?), θα έλεγα ότι η αφορμή της συγγραφής του μυθιστορήματος Στο τέλος νικάω εγώ είναι το γεγονός ότι ζω στην Ελλάδα, σήμερα, και επειδή κάτι ξέρω από Ιστορία, μπορώ να αναγνωρίσω πως η σημερινή γάγγραινα έχει μακρύ παρελθόν. Αν όμως με ρωτήσετε τι ήθελα να κάνω με αυτό το βιβλίο, θα σας απαντήσω απλά: Ήθελα αισιοδοξία. Ήθελα ο αναγνώστης, όταν το τελειώσει, να το κλείσει με ένα χαμόγελο».

 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«Χθες ο Γιωργάκης μού αποκάλυψε πως, όταν ήταν μικρός, τα άλλα παιδιά τον κορόιδευαν. Χαλούσαν τα λουλούδια που έπλαθε με τη λάσπη. Έκλαιγες; τον ρώτησα. Όχι, μου είπε, τι παράξενη ερώτηση. Πήγαινα σπίτι κι έπινα νερό. Η μάνα μου έλεγε πως είναι φάρμακο. Ξάπλωνα, έκλεινα τα μάτια κι έφτιαχνα μέσα στο κεφάλι μου τα πράγματα όπως ήθελα. Δεν καταλάβαινα και του ζήτησα εξηγήσεις. Να, δηλαδή, έφτιαχνα τη συνέχεια στο μυαλό μου. Στο τέλος νικούσα εγώ. Και τώρα το ίδιο κάνω, είπε και μου έδειξε τον πάγκο του. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι πως φτιάχνω το μαγαζί, όλο από την αρχή. Κι είναι καλύτερο από πριν. Με έξι μεγάλα ράφια στη βιτρίνα, κρεμαστούς πολυέλαιους και σκαλιστά ασημένια κουτάλια. Στο τέλος νικάω εγώ».

 (Ξεφυλλίστε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, για να έχετε μια πρώτη «γεύση» του νέου μυθιστορήματος της Σοφίας Νικολαΐδου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου